Toν Ιανουάριο του 2015 ο Φιντέλ Κάστρο είχε… πεθάνει για πολλοστή φορά. Η «είδηση» του θανάτου του είχε κάνει τον γύρο του κόσμου και ο ηγέτης της κουβανικής επανάστασης βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να αποδείξει πως ήταν ζωντανός: έγραψε ένα γράμμα στον καλό του φίλο και ομοϊδεάτη Ντιέγκο Μαραντόνα, φροντίζοντας να πέσει στα χέρια του ιστότοπου του λατινοαμερικάνικου τηλεοπτικού δικτύου Telesur, στη Βενεζουέλα.
Σε αυτή την επιστολή -την οποία ο Μαραντόνα είχε αρνηθεί ότι έλαβε, επειδή δεν γνώριζε την σκοπιμότητά της- ο «κομαντάντε» παραπονιόταν για έναν διαιτητή που είχε αδικήσει την εθνική ομάδα της χώρας του. Εγραφε, μεταξύ άλλων:
«Στο πρόσφατο πρωτάθλημα Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής, σε μια διοργάνωση ενός αθλήματος τόσο σημαντικού όπως το ποδόσφαιρο, ένας διαιτητής μάς επέβαλε μια ποινή, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε στο ελάχιστο δίκαιη. Τα χρήματα είναι για τους πλούσιους και οι ποινές για τους φτωχούς. Οπως βλέπεις, προσπαθώ να είμαι δίκαιος, όμως μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι αυτό δεν εξαρτάται πάντοτε από εμένα». Και κατέληγε: «Μια μεγάλη αγκαλιά, Μαέστρο».
Ο Μαραντόνα απάντησε, σε ύφος αποθεωτικό για τον «Στρατηγό», όπως τον προσφωνούσε: «…Φιντέλ, αν έμαθα κάτι από σένα όλα αυτά τα χρόνια της ειλικρινούς και όμορφης φιλίας μας, είναι πως η πίστη είναι ανεκτίμητη και ένας φίλος αξίζει περισσότερο από ολόκληρο το χρυσάφι του κόσμου… Συνηθισμένος από τα “ιστορικά” σου γκολ, θέλω να σε ευχαριστήσω για το γράμμα σου, που ήταν το καλύτερο μήνυμα της ύπαρξής σου…».
Ο αργεντινός σούπερ σταρ, που επισκέφθηκε την Κούβα για πρώτη φορά το 1986, είχε χτίσει μία πολύ στενή σχέση με τον Κάστρο. Στα ταξίδια του στην Αβάνα, του είχε χαρίσει πολλές ιστορικής αξίας φανέλες του, όπως αυτή που φορούσε στο ντεμπούτο του με την Ολντ Μπόις ή με την εθνική Αργεντινής στο Μουντιάλ που κατέκτησε, με τις δέουσες αφιερώσεις βεβαίως.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Φιντέλ Κάστρο υπήρξε το «καταφύγιο» του Ντιέγκο Μαραντόνα. «Είναι ο Θεός μου, ο δεύτερος πατέρας μου», είχε δηλώσει ο θρύλος του ποδοσφαίρου, ο οποίος το 2000 διάλεξε την Κούβα για να υποβληθεί σε θεραπεία απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Αμέσως μετά αποφάσισε να «χτυπήσει» στο αριστερό του πόδι ένα τατουάζ με τη μορφή του Φιντέλ. Στο μπράτσο του φέρει ένα άλλο, με τον Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα.
Ο Φιντέλ, από την πλευρά του, χάρη στη συναναστροφή του με τον Μαραντόνα, είδε το ποδόσφαιρο με άλλο μάτι. Καταφερόμενος εναντίον του καπιταλισμού, σε άρθρο του στην Granma Internacional, δεν παρέλειψε να απενοχοποιήσει τους ποδοσφαιριστές: «Είναι αλήθεια, συμπατριώτες μου, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα θαυμάσιο πράγμα. Ισως εμείς είμαστε οι φταίχτες, που κάθε πολίτης δεν έχει το προσωπικό του υποβρύχιο στην παραλία. Είναι εκείνοι που έχουν βρεθεί στον ίδιο σάκο με τους άραβες σεΐχηδες, οι ηγέτες των μεγάλων πολυεθνικών με τους ποδοσφαιριστές, όχι εγώ. Τουλάχιστον αυτοί οι τελευταίοι (οι ποδοσφαιριστές) συναρπάζουν εκατομμύρια ανθρώπους, και δεν είναι εχθροί της Κούβας».
Το ποδόσφαιρο -σε ερασιτεχνικό επίπεδο- το αγαπούσε και προτού γνωρίσει τον «Ντιεγκίτο». Ανέφερε συχνά ότι, για ‘κείνον, ήταν τρόπος ζωής: «Αρχισα να παίζω σε μια αυλή, σε ένα γήπεδο από τσιμέντο, με μία μπάλα πολύ διαφορετική από τις σύγχρονες. Το ποδόσφαιρο μού έμαθε να αντέχω, μού πρόσφερε χαρές και ικανοποίηση, με βοήθησε να διατηρώ μαχητικό πνεύμα». Του άρεσαν τα σπορ, γενικώς. Πάνω απ’ όλα, κατανοούσε τη μεγάλη λαϊκή τους απήχηση.
Η ελεύθερη πρόσβαση των Κουβανών στους χώρους άθλησης ήταν ένα από τα πρώτα του μελήματα, όταν κατέλαβε την εξουσία. Το εννοούσε, όταν έλεγε ότι «ο αθλητισμός είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων, όχι μόνον των πλουσίων». Το 1961, μόλις δύο χρόνια μετά την επικράτηση της κουβανικής επανάστασης, ίδρυσε το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού και Φυσικής Εκπαίδευσης. Τα προγράμματα άθλησης και εκπαίδευσης μετεξελίχθηκαν σε αθλητικά σχολεία, τα οποία εντόπιζαν σπουδαία ταλέντα και τους δίδασκαν τα μυστικά του πρωταθλητισμού.
Μέχρι το 1968, η Κούβα δεν είχε κατακτήσει ούτε ένα χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Πήρε το πρώτο της το 1972 -στο μπέιζμπολ, νικώντας στον τελικό τις ΗΠΑ- και το γιόρτασε ως μεγάλη εθνική νίκη. Επειτα άνοιξε τα σύνορα για τους αθλητές της χώρας, οι οποίοι έκτοτε διαπρέπουν. Εκτός από το μπέιζμπολ, αναπτύχθηκε εξαιρετικά και η πυγμαχία. Απόδειξη, τα τρία σερί χρυσά του Τεόφιλο Στίβενσον στα ρινγκ.
Αλλά και η κυριαρχία του Αλμπέρτο Χουαντορένα στους δρόμους των 400 και 800 μέτρων, ήταν από τα πρώτα σημάδια της ανατολής του πρωταθλητισμού στην Κούβα. Στα ειδικά σχολεία μπήκαν, αργότερα, το μπάσκετ, η γυμναστική και το βόλεϊ, απ’ όπου ξεπήδησαν εξαιρετικοί αθλητές. Το 1991 η Αβάνα φιλοξένησε τους Παναμερικανικούς Αγώνες, με τον Κάστρο να επισκέπτεται όλα τα γήπεδα.
«Δεν χάνω ούτε ένα Ολυμπιακό αγώνισμα στην τηλεόραση. Από την άρση βαρών και το τάε-κβο-ντο μέχρι την ποδηλασία και το βόλεϊ, μου αρέσουν όλα τα σπορ. Ο αθλητισμός μού έδωσε τα καλύτερα, όχι η πολιτική», συνήθιζε να λέει ο Κάστρο, ο οποίος ενημερωνόταν για τα αθλητικά δρώμενα κυρίως μέσω του γιου του, Τόνι, ο οποίος ήταν γιατρός της εθνικής ομάδας μπέιζμπολ.
Με αφορμή τον αθλητισμό έγινε και η πρώτη επίσκεψη αμερικανού προέδρου στην Κούβα, έπειτα από 88 χρόνια ψυχροπολεμικών σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Τον περασμένο Μάρτιο, ο Μπαράκ Ομπάμα παρακολούθησε τον αγώνα μπέιζμπολ των Τάμπα Μπέι Ρέις (ομάδας της Φλόριντα των ΗΠΑ) εναντίον της εθνικής Κούβας, δίπλα στον Ραούλ Κάστρο, αδελφό του ιστορικού ηγέτη που τον διαδέχτηκε στην προεδρία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News