Ο Κριστιάνο Ρονάλντο ψήφισε Λεβαντόφσκι, Μέσι και Εμπαπέ. Επειδή δεν μπορούσε να δώσει τις ψήφους του… στον εαυτό του. Ηλπιζε, όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή πως θα τον ψήφιζαν οι άλλοι. Φάνηκε στο πρόσωπό του την ώρα της ανακοίνωσης του αποτελέσματος, στη γιγαντο-οθόνη της εξ αποστάσεως τελετής που φιλοξένησε τους πρωταγωνιστές της βραδιάς σε απευθείας συνδέσεις. Μουτρωμένος, με βλέμμα… θανατηφόρο και τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, έδωσε στους haters ακόμα μια αφορμή για να κατακλύσουν το Διαδίκτυο με ειρωνικά και πικρόχολα σχόλια.
Στις δικές του προτιμήσεις, ο Λιονέλ Μέσι δεν βρήκε χώρο για τον ιστορικό του αντίπαλο. Προκάλεσε αίσθηση το γεγονός ότι επέλεξε δύο ποδοσφαιριστές της Παρί Σεν-Ζερμέν (Νεϊμάρ και Εμπαπέ), που ακούγεται ως πιθανός προορισμός του το προσεχές καλοκαίρι, μπροστά από τον Λεβαντόφσκι. Οσο για τον πολωνό «στράικερ», τον θριαμβευτή της βραδιάς, δεν ψήφισε, ούτε τον Ρονάλντο, ούτε τον Μέσι. Οι δικοί του «εκλεκτοί» ήταν ο Τιάγκο Αλκάνταρα (πρώην συμπαίκτης του στην Μπάγερν Μονάχου), ο Ντε Μπρόινε και ο Εμπαπέ.
Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, δύσκολα θα έχανε το βραβείο της FIFA «The Best 2020», γιατί έκανε μια καταπληκτική σεζόν. Πέτυχε 55 γκολ σε 47 ματς, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ σε τρεις διοργανώσεις (Τσάμπιονς Λιγκ, Μπουντεσλίγκα και Κύπελλο Γερμανίας), και βοήθησε καθοριστικά την ομάδα του να κατακτήσει αυτά τα τρία τρόπαια, κι άλλα δύο: το ευρωπαϊκό και το γερμανικό Σούπερ Καπ. Εάν η «Χρυσή Μπάλα» του France Football δεν έπεφτε θύμα του κορονοϊού, πιθανότατα θα κατέληγε κι αυτή στα χέρια του «Λέβα».
Θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος «γκολτζής» της τελευταίας δεκαετίας. Το όνομά του φιγουράρει και στο Βιβλίο των Ρεκόρ (Γκίνες), για ‘κείνο το απίθανο κατόρθωμά του τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν πέτυχε πέντε γκολ μέσα σε εννέα λεπτά (σε βάρος της Βόλφσμπουργκ), σε αγώνα για το γερμανικό πρωτάθλημα, προερχόμενος από τον πάγκο των αναπληρωματικών. Εκείνη τη μέρα ο Λεβαντόφσκι κατέρριψε το ρεκόρ του πιο γρήγορου «χατ-τρικ» στα χρονικά της Μπουντεσλίγκα, καθώς χρειάστηκε μόλις τρία λεπτά και 22 δευτερόλεπτα για να το ολοκληρώσει. Σε 5’42” είχε προλάβει να σκοράρει τέσσερις φορές, και σε 8’59”, πέντε. Αυτή του η επίδοση δεν έχει προηγούμενο, και πολύ δύσκολα θα επαναληφθεί στο μέλλον.
Κάνει τον σκοπό του παιχνιδιού -το γκολ- να φαίνεται τόσο απλή υπόθεση… Αλλά υπάρχει κι ένας πιο σημαντικός λόγος για να τον θαυμάζει και να τον συμπαθεί κάποιος: ο αγώνας που έδωσε για να νικήσει την κακή του μοίρα και να φτάσει ως εδώ, στην κορυφή των ατομικών διακρίσεων. Πρώτα χρειάστηκε να παλέψει με την κατάθλιψη, έπειτα από την απώλεια του πατέρα του, Κριστόφ, πρωταθλητή Πολωνίας στο τζούντο και ποδοσφαιριστή στη Χούτνικ Βαρσοβίας. Ο Ρόμπερτ, που δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμη, ένιωσε τον κόσμο του να καταρρέει.
Υστερα, στα 18 του, η Λέγκια τον έδιωξε από τις ακαδημίες της. Ο σύλλογος της Βαρσοβίας έβαλε μια γραμματέα να του τηλεφωνήσει, και να του ανακοινώσει ότι δεν έχει ταλέντο για να παίξει μπάλα σε υψηλό επίπεδο. Εκείνος ζήτησε να μιλήσει με κάποιον προπονητή, να του εξηγήσει πώς και γιατί, όμως κανένας από την ομάδα δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί μαζί του. Σκέφτηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, όμως, ευτυχώς, δεν είχε άλλη επιλογή. Συνέχισε στη Ζνιτζ Προυσκόφ, στη Γ’ Κατηγορία, με 250 ευρώ το μήνα. Και βγήκε πρώτος σκόρερ επί δύο διαδοχικές σεζόν, βοηθώντας τη Ζνιτζ να προβιβαστεί στη Β’ Κατηγορία.
Ηταν η εποχή που λίγο έλειψε να έρθει στην Ελλάδα, για τον Παναθηναϊκό. «Υπάρχει ένας 20χρονος παιχταράς που κάνει θαύματα», φώναζε ο Γιάτσεκ Γκμοχ στον (τότε) τεχνικό διευθυντή του «Τριφυλλιού», Κώστα Αντωνίου. Εκείνος, όμως, δεν τόλμησε ούτε να το πει στον (τότε) πρόεδρο, Νικόλα Πατέρα. Η ΠΑΕ ζούσε τις πρώτες μέρες της πολυμετοχικότητας, το χρήμα έρρεε άφθονο, οι φιλοδοξίες ήταν υψηλές, και οι μεταγραφικοί στόχοι… από Σισέ και πάνω. Πώς να του εισηγηθεί την απόκτηση παίκτη από τη Β’ Πολωνίας;
Ο ατζέντης του Λεβαντόφσκι «χτύπησε την πόρτα» της Λέγκια. Πίστευε ότι θα το είχε μετανιώσει που τον έδιωξε. Αλλά ο τεχνικός της διευθυντής απάντησε (δημοσίως): «Τι να το κάνουμε αυτό το παιδί, όταν έχουμε κλείσει τον Μικέλ Αρουαμπαρένα (από την Τενερίφη);». Ο Αρουαμπαρένα έμεινε στη Βαρσοβία μόλις μια σεζόν (2008-2009), έπαιξε σε έξι ματς, κι έφυγε χωρίς να σκοράρει ούτε μια φορά! Ο Λεβαντόφσκι κατέληξε στη Λεχ Πόζναν, για λιγότερα από 400.000 ευρώ. Πέτυχε 23 γκολ την πρώτη χρονιά και 18 τη δεύτερη, οδηγώντας την ομάδα του στην κατάκτηση του τίτλου (2010).
Λίγους μήνες μετά η Μπορούσια Ντόρτμουντ (του Γιούργκεν Κλοπ) δεν δίστασε να καταβάλει 4,5 εκατ. ευρώ για να τον κάνει δικό της. Ούτε εκεί ήταν εύκολα τα πράγματα για τον νεαρό ποδοσφαιριστή. Αλλος κόσμος, άλλες απαιτήσεις. Στην αρχή ήταν «ρεζέρβα» του Λούκας Μπάριος και του Ιάπωνα Σίντζι Κάγκαβα. Παίζοντας αραιά και πού, δεν κατάφερνε να βρει τα πατήματά του. Επειτα από μερικές χαμένες ευκαιρίες, οι οπαδοί της ομάδας του τον αποκαλούσαν «Λεβαντούφσκι» – «ντουφ» (duff) στα Γερμανικά σημαίνει «χαζός». Αλλά την επόμενη σεζόν, ως βασικός πια, οδήγησε την Ντόρτμουντ στην κατάκτηση του τίτλου. Πριν πάρει μεταγραφή στην Μπάγερν Μονάχου, το 2014, πρόλαβε να σκοράρει 103 φορές. Με κορυφαία του στιγμή τα τέσσερα γκολ που έβαλε στη Ρεάλ Μαδρίτης τον Απρίλιο του 2013 στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ.
Εκτοτε, δεν έχει σταματήσει να «πυροβολεί». Την Τετάρτη, παραμονή της βράβευσής του, πέτυχε και τα δύο γκολ των Βαυαρών στη νίκη τους (2-1) επί της Βόλφσμπουργκ στο Μόναχο, φτάνοντας τα 251 στην Μπουντεσλίγκα. Στα 32 του έγινε μόλις ο τρίτος παίκτης στα χρονικά του γερμανικού πρωταθλήματος (μετά τον Γκερντ Μίλερ και τον Κλάους Φίσερ) που «σπάει το φράγμα» των 250 τερμάτων.
Πέρασε πολλά, αλλά στο τέλος βρήκε το δρόμο του. Αν και σούπερ-σταρ των ευρωπαϊκών γηπέδων, πλέον, ο Λεβαντόφσκι δεν έχει πάψει να επιστρέφει τις κλήσεις των δημοσιογράφων που θέλουν να του μιλήσουν. Οπως τότε, που… δεν έκανε για τον Παναθηναϊκό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News