Μόλις ανέβηκε στο βήμα της Βουλής την Κυριακή (15/12) για τη σημαντική ομιλία επί του Προϋπολογισμού του 2025, ο έλληνας Πρωθυπουργός στάθηκε στη διαφορετική συγκυρία που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα σε σύγκριση με τις τρείς μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης: τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
«Ερχόμενος στη Βουλή σήμερα σκεφτόμουν ότι εμείς καλούμαστε να ψηφίσουμε τον Προϋπολογισμό του 2025, κάτι που δυστυχώς δυσκολεύονται να κάνουν μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία, η οποία πρακτικά δεν έχει κυβέρνηση, η Γερμανία, στην οποία μία ετερόκλητη συμμαχία κομμάτων που διαφωνούσαν σε κεντρικά ζητήματα πολιτικής κατέρρευσε, αλλά και η Ιταλία, όπου υπάρχει ισχυρή κυβέρνηση, πλην όμως, επειδή βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, πρέπει να λάβει δύσκολες αποφάσεις για να προσαρμοστεί με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εμείς δεν είμαστε σε αυτή την κατηγορία» ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο έλληνας Πρωθυπουργός μιλούσε για την οικονομία. Και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και τη Γαλλία το ζήτημα που σχολίασαν τα διεθνή ΜΜΕ τις προηγούμενες μέρες ήταν ασφαλώς ότι οι αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων βρέθηκαν πάνω από αυτές των ελληνικών, τα οποία, πριν από εννέα έτη (το 2015), είχαν εκτιναχθεί στα ύψη λόγω της ακραίας ανασφάλειας που μετέδιδαν στους διεθνείς επενδυτές οι εξελίξεις στην Ελλάδα.
Ο αρθρογράφος των Financial Times, Τόνι Μπάρμπερ, αναλύει στους Financial Times την πορεία των ελληνικών ομολόγων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα Γαλλίας η οποία διανύει μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταράξεων. Αρχίζει δε το κείμενό του με τη δήλωση του γάλλου υπουργού Οικονομικών Αντουάν Αρμάν ο οποίος ανέφερε τον περασμένο μήνα: «Η Γαλλία δεν είναι η Ελλάδα». Εννοούσε προφανώς ο Αρμάν ότι η Γαλλία δεν είναι η Ελλάδα της περασμένης δεκαετίας που χρεοκόπησε στέλνοντας κύματα αναταράξεων στις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο έτσι όπως το διατύπωσε άφηνε χώρο για παρεξηγήσεις. «Υποψιάζομαι ότι πολλοί Ελληνες θα βρήκαν τις παρατηρήσεις του διασκεδαστικές αλλά και ως έναν λόγο να αγανακτήσουν. Διότι σε αντίθεση με τη Γαλλία, η Ελλάδα δέχεται στις μέρες μας πολλούς επαίνους για τη δημοσιονομική της ευταξία και την πολιτική της σταθερότητα, έχοντας βγει από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε λόγω του χρέους στη δεκαετία του 2010» σχολιάζει ο Μπάρμπερ.
Διερευνώντας ομοιότητες και διαφορές της Γαλλίας με την Ελλάδα, οι ομοιότητες προκύπτουν από τη φωτογραφία της συγκυρίας: οι αποδόσεις των ομολόγων και το υψηλό δημόσιο χρέος. Ωστόσο μια ουσιαστική σύγκριση πρέπει να υπερβαίνει τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά στοιχεία λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές τάσεις, καθώς και την ισχύ των κρατικών και ιδιωτικών θεσμών.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
—Οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της Γαλλίας και της Ελλάδας έχουν συγκλίνει κατά τις τελευταίες εβδομάδες. «Αυτό αντανακλά κυρίως την απότομη πτώση των ελληνικών αποδόσεων μετά την κρίση χρέους, αλλά και μια σταθερή, μικρότερη αύξηση των γαλλικών αποδόσεων μετά την πανδημία» σημειώνουν οι FT. Eπίσης, το λεγόμενο spread, η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των γαλλικών και των γερμανικών αποδόσεων, είναι τώρα σχεδόν ίδια (!) με αυτή που καταγράφεται μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών αποδόσεων.
Ο Μπάρμπερ σημειώνει, βεβαίως, ότι «η Γαλλία δεν είναι πουθενά κοντά στον γκρεμό προς τον οποίο κινήθηκε η Ελλάδα πριν από μια δεκαετία, όταν έφτασε κοντά στην έξοδο από την ευρωζώνη. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας ανέρχεται σήμερα σε λίγο πάνω από 110%, έχοντας αυξηθεί από περίπου 60% κατά τη γέννηση του ευρώ το 1999. Αν και η Γαλλία διαχειρίζεται το χρέος της με μεγάλη επιδεξιότητα -η μέση διάρκεια των μακροπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων ομολόγων της είναι λίγο πάνω από τα εννέα χρόνια-, η αύξηση του αποθέματος του δημόσιου χρέους είναι μια βαθιά ριζωμένη τάση που πρέπει να σταματήσει ή να αντιστραφεί. Αντίθετα, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 2001, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ήταν ήδη πάνω από 100% —ένα σημείο που δημιούργησε τότε αμφιβολίες σχετικά με την καταλληλόλητα της Ελλάδας για ένταξη στη νομισματική ένωση της Ευρώπης».
Η μείωση του ελληνικού χρέους
—Ο Τόνι Μπάρμπερ υπογραμμίζει ότι ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ έχει υποχωρήσει σημαντικά στην περίπτωση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ έφτασε στο αποκορύφωμα του 207% το 2020, πριν μειωθεί σε σχεδόν 162% το 2023.
Το θετικό στην περίπτωση μας είναι ακόμη, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ότι ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους εξακολουθεί να ανήκει στους επίσημους πιστωτές της. Το γεγονός αυτό, «σε συνδυασμό με τις αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια» καθιστά σύμφωνα με τους Financial Times «τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης εθνικού χρέους τόσο μακρινό όσο και στην περίπτωση της Γαλλίας». Ποιος θα φανταζόταν άραγε τέτοια σχόλια πριν από δέκα χρόνια.
—Το δημοσίευμα αναφέρεται ακόμη στις δημόσιες δαπάνες και στα φορολογικά έσοδα. «Ενας εντυπωσιακός παραλληλισμός μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Γαλλία είχε το 2022 το υψηλότερο επίπεδο δημόσιων δαπανών στην ΕΕ, 58,3% του ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα είχε το έκτο υψηλότερο επίπεδο στο μπλοκ των 27 χωρών, 52,9%. Επομένως, η διατήρηση των δημόσιων δαπανών υπό έλεγχο αποτελεί πρόκληση και για τις δύο χώρες» τονίζει ο Μπάρμπερ.
Η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα
Τι γίνεται με τα έσοδα; Η Γαλλία «ήταν πάντα καλύτερη από τη σύγχρονη Ελλάδα στο να εισπράττει (και να πληρώνει) φόρους. Ετσι, ενώ το γαλλικό πρόβλημα αφορά τις επίμονα υψηλές κρατικές δαπάνες, το ελληνικό πρόβλημα αφορά περισσότερο τη φοροδιαφυγή και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος» συνεχίζουν οι FT.
Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και την ανταγωνιστικότητα, η βρετανική εφημερίδα παραπέμπει σε δηλώσεις που έκανε την περασμένη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας. Ο κ. Στουρνάρας περιέγραψε την οικονομία της χώρας μας ως «μια διεθνή ιστορία επιτυχίας πέραν πάσης αμφιβολίας κατά τα τελευταία χρόνια», αλλά ορθά κατά τους FT εντόπισε ορισμένα τρωτά σημεία: είπε ότι η σημαντικότερη πρόκληση είναι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, το οποίο βρέθηκε στο 6,2% του ΑΕΠ το 2023 υπερβαίνοντας κατά πολύ το γαλλικό επίπεδο του 1%.
Βεβαίως, υπάρχει και το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην 47η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας για το 2024, του ινστιτούτου IMD. Η Γαλλία καταλαμβάνει την 31η θέση. Και ο Μπάρμπερ σημειώνει πως η θέση αυτή μοιάζει να είναι χαμηλή για μια χώρα που διαθέτει πολλές πρωτοκλασάτες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και ιστορικά καταγράφει ισχυρές επιδόσεις σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας —παρότι αυτή έχει υποχωρήσει μετά την πανδημία, όπως σημείωσε κεντρική τράπεζα της Γαλλίας τον Ιούνιο.
Η σταθερότητα και η σύγκλιση των άκρων
Για τα πολιτικά πράγματα της Γαλλίας, ενισχύοντας με χρώμα και προφορικότητα το κείμενό του, ο Μπάρμπερ παραθέτει τη φράση ενός γάλλου νομικού διατηρώντας την ανωνυμία του:
♦ «Από τη μία πλευρά έχεις τις ισχυρές επιδόσεις των γαλλικών εταιρειών, των τραπεζών και των ιδιωτικών κεφαλαίων, ενώ απέναντι σε αυτά βλέπεις την ανικανότητα από μια μέτρια γαλλική πολιτική τάξη χωρίς όραμα για το κοινό καλό».
Αναλυτικές σημειώνουν ότι η χώρα ταλανίζεται από μια ιστορική δημοσιονομική κρίση και πολιτική αστάθεια που είχε να εμφανιστεί πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την ίδια στιγμή ο πρόεδρος Μακρόν, ο πολιτικός που ευθύνεται περισσότερο για την κατάσταση, σημειώνει διεθνείς επιτυχίες.
«Αν συγκρίνει κανείς τη Γαλλία με την Ελλάδα, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες —αλλά και κάποιες σημαντικές διαφορές— μεταξύ της γαλλικής πολιτικής σκηνής το 2024 και της ελληνικής σκηνής στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους. Στη Γαλλία, η σκληρή Δεξιά και η ριζοσπαστική Αριστερά ενισχύονται εις βάρος του μετριοπαθούς, τεχνοκρατικού κέντρου. Ομοίως, το 2015 η ελληνική κρίση χρέους οδήγησε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα» γράφει ο αρθρογράφος των FT.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ σκιά του εαυτού του»
Ο Μπάμπερ σημειώνει ότι η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να πετύχει μια σημαντική «εκλογική επανάσταση» στην Ελλάδα καθώς ποτέ δεν είχε την επιρροή στην εθνική πολιτική που απέκτησε φέτος το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία.
«Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι μια σκιά του παλιού του εαυτού – διχασμένος, αντιδημοφιλής και δεν αποτελεί πλέον καν την αξιωματική αντιπολίτευση στο ελληνικό κοινοβούλιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι ήρεμα και πάνε καλά στην Ελλάδα» συνεχίζει ο αρθρογράφος των FT. Παράλληλα μεταφέρει τις απόψεις αναλυτών που σημειώνουν ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι «σεισμογενές» και ότι «το αντισυστημικό συναίσθημα και η τάση για θεωρίες συνωμοσίας παραμένουν στοιχεία ισχυρά».
Ωστόσο, ο Μπάρμπερ σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει βιώσει κατά τα τελευταία χρόνια τίποτα παρόμοιο με το κίνημα των gilets jaunes (των κίτρινων γιλέκων) που εκδηλώθηκε στη Γαλλία ή τις μαζικές διαμαρτυρίες κατά των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων του Μακρόν.
Ο αρθρογράφος των Financial Times στέκεται ακόμη στο στοιχείο της εμπιστοσύνης των πολιτών για την πολιτική. Με βάση έρευνα του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, τα επίπεδα της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς και ευρύτερα στην πολιτική κινήθηκαν σε παρόμοια επίπεδα στη Γαλλία και την Ελλάδα: το 2023, το 34% των Γάλλων ερωτηθέντων ανέφεραν υψηλή ή μέτρια υψηλή εμπιστοσύνη, σε σύγκριση με το 32% στην Ελλάδα. Και οι δύο ήταν κάτω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (39%).
«Αυτή είναι μια τάση που πρέπει κανείς να την παρακολουθεί, παρότι, αναμφίβολα, η προσοχή τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα στραφεί λιγότερο στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο στο πώς η Γαλλία θα αντιμετωπίσει το πολιτικό της αδιέξοδο» σημειώνει, κλείνοντας, ο Τόνι Μπάρμπερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News