Η ξαφνική παραίτηση του Μάρκο Σίλβα έκανε μεγάλο κρότο. Γιατί είναι πρωτοφανές, για έναν σύλλογο τοπ επιπέδου, ο προπονητής να φεύγει μόλις ένα εικοσιτετράωρο μετά την έναρξη της καλοκαιρινής προετοιμασίας στο εξωτερικό, κι ένα μήνα πριν από τα πρώτα επίσημα ματς της ομάδας.
Το μυστήριο περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, αν βάλουμε στο κάδρο την απομάκρυνση του αθλητικού διευθυντή της ΠΑΕ, Γρηγόρη Γεωργάτου, δυο μέρες νωρίτερα. Τι στο καλό; Ο Ολυμπιακός αποφάσισε οτι δεν του κάνει ο Γεωργάτος, και ο Σίλβα οτι δεν του κάνει ο Ολυμπιακός, ένα μήνα και κάτι μετά το τέλος της προηγούμενης σεζόν;
Το τι ακριβώς συνέβη με τον πορτογάλο τεχνικό, κανείς δεν μπορεί -ακόμη- να το πει με σιγουριά. Ούτε, βεβαίως, όσοι… γνώριζαν τα πάντα μισή ώρα μετά το διαζύγιο, για το οποίο, μερικά λεπτά πριν ανακοινωθεί δεν ήξεραν τίποτα. Αλλά, το τι μπορεί να συνέβη, συνάγεται με ασφάλεια. Δια της εις άτοπον. Από το τι ΔΕΝ μπορεί να συνέβη.
Δεν μπορεί, ο Σίλβα να μην ήταν συγκεντρωμένος στα καθήκοντά του, όπως άφησε να διαρρεύσει ο Ολυμπιακός. Η Πόρτο τον πολιορκούσε από τον περασμένο Ιανουάριο. Μέχρι πριν από ένα μήνα, ο 39χρονος τεχνικός είχε τη δυνατότητα να εργαστεί σε μια από τις πιο φημισμένες ευρωπαϊκές ομάδες, στην πατρίδα του, κοντά στην οικογένειά του. Επέλεξε να μείνει στην Ελλάδα. Λέτε να… θυμήθηκε οτι έχει προσωπικούς λόγους να φύγει, τώρα που η πόρτα των «Δράκων» έκλεισε με την πρόσληψη του Νούνο Σάντος Εσπίριτο;
Ακόμη κι αν ο Πορτογάλος ήθελε να φύγει αλλά δεν τον άφησε ο Ολυμπιακός (το συμβόλαιό του έληγε το καλοκαίρι του 2017), δεν είναι λογικό να θύμωσε με χρονοκαθυστέρηση και με προσωπικό κόστος. Να πήγε, δηλαδή -ένα μήνα μετά- στη διοίκηση και να της είπε «ξέρετε, δεν θα είμαι πολύ συγκεντρωμένος στη δουλειά μου»… Επιπλέον, το οτι εγκατέλειψε την ομάδα του την πρώτη μέρα της προετοιμασίας της, θα είναι μια μουτζούρα στο βιογραφικό του, το οποίο ο φιλόδοξος Σίλβα προσέχει σαν τα μάτια του.
Δεν μπορεί, επίσης, ο Ολυμπιακός να αποφάσισε να τον διώξει χθες, για λάθη του παρελθόντος. Οσα του «χρεώνουν», είναι γνωστά: η αστοχία του σε κάποιες μετεγγραφές που κόστισαν ακριβά (Ερνάνι, Σεμπά κ.ά.), ο αποκλεισμός από την Αντερλεχτ στην Ευρώπη, οι δυο ήττες από την ΑΕΚ και η απώλεια του Κυπέλλου, ο παροπλισμός παικτών όπως ο Καμπιάσο, ο Κασάμι, ο Φινμπόγκασον, ο Γιαννιώτας και ο Αυλωνίτης. Αλλά, στο τέλος της ημέρας, το πρόσημο της δουλειάς του ήταν θετικό. Τουλάχιστον αυτό έλεγαν στον Πειραιά. Αν δεν ήταν, θα είχε απολυθεί στις 18 Μαΐου, την επομένη του Τελικού με την ΑΕΚ. Τότε που όλοι στον Ολυμπιακό αγωνιούσαν, μπας και τους αφήσει στα κρύα του λουτρού για την Πόρτο.
Είναι φως φανάρι: η αιτία του διαζυγίου ανέκυψε πριν από μερικές ημέρες, και δεν αφορά το παρελθόν αλλά το μέλλον της συνεργασίας των δυο πλευρών. Τον Ολυμπιακό της προσεχούς σεζόν. Για την ακρίβεια, η συνεργασία «στράβωσε» μετά τη μετεγγραφή του Ντιόγκο Φιγκέιρας, ο οποίος ήταν 100% επιλογή του προπονητή και αποκτήθηκε -αν και ακριβούτσικος- για να καλύψει το κενό του Ομάρ, που θα λείψει αρκετούς μήνες. Εκτοτε, η διοίκηση δεν «έτρεξε» καμία από τις εισηγήσεις του για την ενίσχυση της ομάδας. Ποτέ, επί Μαρινάκη, ο Ολυμπιακός δεν είχε καθυστερήσει τόσο πολύ στις κινήσεις του για την επόμενη σεζόν.
Εκ των υστέρων, γνωρίζοντας τον επίλογο της ιστορίας, μπορεί κάποιος να δει ξεκάθαρα τα σημάδια που έδειχναν οτι ο Σίλβα είχε βγει από το κάδρο: Από τους τρεις τριανταπεντάρηδες (Φουστέρ, Καμπιάσο και Τσόρι), ο προπονητής ήθελε να παραμείνει ο Φουστέρ. Με τους Αργεντινούς, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά. Αλλά ο Φουστέρ έφυγε, χωρίς καν να του γίνει πρόταση για νέο συμβόλαιο. Ο στενός συνεργάτης του, Γρηγόρης Γεωργάτος, απολύθηκε την ημέρα που η ομάδα αναχώρησε στην Αυστρία για προετοιμασία. Ο Σίλβα, ούτε που ρωτήθηκε.
Γιατί «τα έσπασαν»; Επειδή ο Σίλβα ζητούσε -και φέτος- τον απόλυτο έλεγχο των μετεγγραφών
Ο Πορτογάλος επρόκειτο να έρθει στην Αθήνα το βράδυ του Σαββάτου. Την Κυριακή είχε ραντεβού με τον κ. Βρέντζο, για να συζητήσουν τα μετεγγραφικά. Δεν ήρθε. Τη Δευτέρα το απόγευμα ανέβασε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook το μήνυμα «έτοιμος να γυρίσω στη δουλειά». Τελικά αφίχθη ξημερώματα Τρίτης, λίγες ώρες πριν από την αναχώρηση της αποστολής για το Λάνγκενφελντ. Πήγε στο Ρέντη και συναντήθηκε με τον κ. Βρέντζο. Οπως αποδεικνύεται, εκεί οριστικοποιήθηκε το διαζύγιο. Στην Αυστρία ταξίδεψε απλώς επειδή ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να φύγει χωρίς προπονητή.
Για πρώτη φορά ο Σίλβα μπήκε στο αεροπλάνο χωρίς να κάνει δηλώσεις. Αλλά την Τετάρτη, στο Λάνγκενφελντ, στο τέλος της πρώτης προπόνησης, ο χαιρέτισε δια χειραψίας, έναν έναν, όλους τους απεσταλμένους των ΜΜΕ. Κάτι που πέρυσι δεν είχε κάνει. Την επομένη καταλάβαμε οτι αυτές οι χειραψίες ήταν αποχαιρετιστήριες.
Γιατί «τα έσπασαν»; Επειδή ο Σίλβα ζητούσε -και φέτος- τον απόλυτο έλεγχο των μετεγγραφών, αν και πέρυσι υποχρέωσε τον Ολυμπιακό, σε αρκετές περιπτώσεις, να πληρώσει… τον κούκο, αηδόνι. Επειδή ο Ολυμπιακός επιθυμεί να ενισχύσει το ελληνικό στοιχείο της ομάδας, ενώ ο Σίλβα -με εξαίρεση τον Φορτούνη και τον Σιόβα- δεν ήθελε να ακούσει για έλληνες παίκτες. Επειδή ο προπονητής έστειλε από ‘δω κι από ‘κει ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, στους οποίους η διοίκηση πίστευε (και πιστεύει) πολύ. Για κάποιον απ’ αυτούς τους λόγους ή για όλους μαζί.
Ο Σίλβα έμεινε στο Λιμάνι κάτι λιγότερο από 365 μέρες. Εκανε λάθη. Ποιος δεν κάνει; Είχε εμμονές. Ποιος δεν έχει; Κατόρθωσε, όμως, αυτό που λίγοι προπονητές του Ολυμπιακού έχουν καταφέρει: να τον χειροκροτήσει ο κόσμος. Πέτυχε 38 νίκες -σε 48 ματς στην Ελλάδα και την Ευρώπη- με μόλις τρεις ισοπαλίες και επτά ήττες (οι τρεις, από την Μπάγερν Μονάχου και την Αρσεναλ). Εξασφάλισε το Πρωτάθλημα από τον Φεβρουάριο, νωρίτερα από ποτέ. Εκανε δυο εκτός έδρας νίκες στο Champions League, με πιο ιστορική εκείνη επί της Αρσεναλ στο Λονδίνο. Εσπασε 13 ρεκόρ. Και -το κυριότερο- επί των ημερών του ο Ολυμπιακός έπαιξε καλό ποδόσφαιρο, στο μεγαλύτερο μέρος της σεζόν.
Βαριά κληρονομιά για τον νέο προπονητή, ο οποίος -κατά μια έννοια- είναι παλιός στον Ολυμπιακό. Ο Βίκτορ Σάντσεθ διετέλεσε συνεργάτης του Μίτσελ επί ενάμισι χρόνο και αποχώρησε από τους «ερυθρόλευκους» το καλοκαίρι του 2014, έξι μήνες προτού απολυθεί ο Μίτσελ. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν πολύ περισσότερα από ένας συνηθισμένος βοηθός. Οργάνωνε σχεδόν τα πάντα, σε εκατοντάδες μικρά χρωματιστά χαρτάκια. Ηταν το μυαλό της ομάδας. Ο Μίτσελ είχε την προσωπικότητα, τη «λάμψη». Ο Βίκτορ ήταν ο προπονητής στις προπονήσεις. Ο Μίτσελ, στα παιχνίδια. Κάτι σαν μάνατζερ αγγλικού τύπου.
Καθώς τον είχε κοντά του και παλαιότερα -στη Χετάφε και στη Σεβίλλη- ο Μίτσελ του έδειχνε τυφλή εμπιστοσύνη. Οι παίκτες είχαν πειστεί, οτι ο Βίκτορ είναι το alter ego του προπονητή τους. Γι’ αυτό και πειθαρχούσαν στις εντολές του. Εκείνος, πάλι, ήταν πολύ αυστηρός. Ηθελε κάθε άσκηση να εκτελείται με ευλάβεια. Αν διαπίστωνε οτι κάποιοι… λουφάρουν, έπεφτε καψώνι. Μια μέρα, στο Ζέεφελντ, ο Βίκτορ σταμάτησε την προπόνηση και είπε στους παίκτες: «Αν δεν κάνετε την άσκηση σωστά, θα τρέχουμε μέχρι το απόγευμα».
Για τους λόγους της αποχώρησής του, μόνον εικασίες μπορούν να γίνουν. Ο Βίκτορ δεν μίλησε γι’ αυτό το θέμα, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ισπανία. Το μόνο σίγουρο είναι, οτι ήταν απόφαση του Μίτσελ. Το είχε παραδεχθεί ο ίδιος σε συνέντευξη Τύπου. Κακό του κεφαλιού του, που τον έδιωξε. Οπως λένε κάποια «πουλάκια» που… πετούσαν στου Ρέντη εκείνη την εποχή, η δική του απόλυση -μερικούς μήνες αργότερα- δεν ήταν άσχετη με τη φυγή του βοηθού του.
Οταν έμεινε χωρίς δουλειά, ο Βίκτορ προσπάθησε να συνεχίσει την καριέρα του στην Ελλάδα. Αυτοπροτάθηκε σε κάποιες ομάδες, όμως όλες του έκλεισαν την πόρτα. Τον θεωρούσαν άπειρο. Εκείνος, εμπλούτιζε τις γνώσεις του στην προπονητική και περίμενε. Και τον Απρίλιο του 2015, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή -καθώς τότε ήταν με το ένα πόδι στη Σεγούντα Ντιβιζιόν (Β’ Ισπανίας), η Ντεπορτίβο Λα Κορούνια τού εμπιστεύτηκε τις τύχες της. Κράτησε την ομάδα στην Κατηγορία εκείνη τη σεζόν, και τα πήγε εξαιρετικά στην αρχή της επόμενης. Ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Απολύθηκε όταν η Κορούνια του συμπλήρωσε 22 αγώνες με μόλις δυο νίκες. Μια από τις ήττες του ήταν το περίφημο 0-8 από την Μπαρτσελόνα. Προηγουμένως, είχαν αρχίσει οι προστριβές με κάποιους παίκτες του. Είπαμε, είναι υπερβολικά αυστηρός.
Γέννημα – θρέμμα του Χετάφε, ενός προαστίου της ισπανικής πρωτεύουσας, ο Βίκτορ έκανε μεγάλη καριέρα ως ποδοσφαιριστής στη Ρεάλ Μαδρίτης. Στα 11 του ήταν ήδη μέλος των ακαδημιών της. Τη φανέλα της πρώτης ομάδας την πρωτοφόρεσε το 1995. Στα δυο χρόνια του ως επιθετικός της (δεξί εξτρέμ), κατέκτησε Πρωτάθλημα και Champions League. Επαιξε σε 65 παιχνίδια και πέτυχε επτά γκολ. Στη συνέχεια, αγωνίστηκε στη Ρασίνγκ Σανταντέρ, στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια και στην εθνική ομάδα της Ισπανίας.
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού. Ηρθε το καλοκαίρι του 2006 και έμεινε ένα χρόνο, με μόλις 12 συμμετοχές. Σε μια από αυτές, αποβλήθηκε. Για πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα του, σε ένα ντέρμπι τίτλου κόντρα στον Ολυμπιακό. Πώς έγινε; Σε μια δική του σέντρα, ο Κωστούλας (του Ολυμπιακού) έστειλε -κατά λάθος- την μπάλα στα δίχτυα της ομάδας του. Πανηγυρίζοντας έξαλλα το αυτογκόλ του αντιπάλου του, ο Βίκτορ σήκωσε τη φανέλα του μέχρι τους ώμους. Ο διαιτητής του έδειξε κίτρινη κάρτα, αλλά ήταν η δεύτερη. Πού να το φανταζόταν, οτι έξι χρόνια αργότερα θα δούλευε στο τεχνικό τιμ του Ολυμπιακού…
Επέστρεψε στην πατρίδα του το 2007, έπαιξε σε 17 αγώνες με την Ελτσε και το καλοκαίρι του 2008 -στα 32 του- αποσύρθηκε. Λόγω τραυματισμών, αλλά και για να γίνει προπονητής. Δεν μπορεί να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς ποδόσφαιρο. Αλλά και χωρίς ποδήλατο. Αν για την καριέρα του διάλεξε σωστά, τον Ολυμπιακό, για το χόμπι του σίγουρα διάλεξε λάθος πόλη.
Του πάνε, του Ολυμπιακού, οι ισπανοί προπονητές. Ο Βαλβέρδε και ο Μίτσελ ήταν οι μακροβιότεροι στον πάγκο του, την τελευταία δεκαπενταετία. Με τους Πορτογάλους, ενώ στην αρχή τα πράγματα πάνε καλά, στο τέλος κάπου «στραβώνουν». Συνέβη με τον Λεονάρντο Ζαρντίμ, με τον Βίτορ Περέϊρα και -τώρα- με τον Μάρκο Σίλβα. Το μυστήριο του οποίου, δεν θα μείνει άλυτο για πολύ καιρό. Αν δεν μας τα πει ο ίδιος, θα «μιλήσει» ο χρόνος: το πότε και πού θα δουλέψει, αλλά και το τι θα αλλάξει ο Βίκτορ στον Ολυμπιακό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News