Η πρώτη Κούπα του Ολυμπιακού, το 1997 στη Ρώμη, ήταν του Ρίβερς (αναδείχτηκε σε MVP, σκοράροντας 54 πόντους στο Φάιναλ-4) και της μεγάλης των Σέρβων μπασκετικής σχολής: του Τάρλατς, του Τόμιτς και, φυσικά, του «σοφού» Ντούσαν Ιβκοβιτς.
Η δεύτερη, το 2012 στην Κωνσταντινούπολη, του Βασίλη Σπανούλη, που είχε πραγματοποιήσει μία καταπληκτική σεζόν. Ιδίως στην αρχή της χρονιάς, ήταν… μία ομάδα μόνος του. Το ίδιο και η τρίτη, το 2013 στο Λονδίνο.
Αυτοί οι τρεις θρίαμβοι είχαν έναν κοινό παρονομαστή: υπήρξαν νίκες του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ. Ηρθαν με κατάθεση ψυχής, καπατσοσύνη, αλλεπάλληλες υπερβάσεις και «πεταχτάρια».
Ο τέταρτος, ο χθεσινός, ΘΑ ΗΤΑΝ της κατά γενική ομολογία καλύτερης ομάδας της Ευρωλίγκας και του προπονητή της, Γιώργου Μπαρτζώκα. Ολη η Ευρώπη μιλούσε με θαυμασμό για το παιχνίδι του Ολυμπιακού – όχι για κάποιον συγκεκριμένο παίκτη, ή για το πώς η αυτοθυσία κερδίζει τους αγώνες. Αλλά η ντριμ-τιμ της εφετινής διοργάνωσης έμεινε με άδεια χέρια. Με μόνο παράσημο, τα κολακευτικά σχόλια των αντιπάλων της.
Στη «Zalgirio Arena» ο Γιουλ το έβαλε, ενώ ο Σλούκας το έχασε, και το ταμπλό έγραψε 79-78 υπέρ της Ρεάλ. Συμβαίνουν αυτά στα σπορ. Ο Ολυμπιακός έχασε το τρόπαιο για δεύτερη διαδοχική χρονιά, με τον ίδιο τρόπο. Ο Γιουλ του 2022 λεγόταν Μίσιτς, και τον είχε αφήσει εκτός τελικού. Ωστόσο, αυτό το πικρό φινάλε δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα, στην οποία αναφέρθηκε -προς τιμήν του- ο κόουτς της ισπανικής ομάδας, Τσους Ματέο: «Νικήσαμε μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών, μια μπασκετική μηχανή. Πιθανότατα θα δούμε τον Ολυμπιακό και του χρόνου στο Φάιναλ-4. Απόψε (χθες) δεν κέρδισε, όμως είναι κι αυτός πρωταθλητής. Επαιξε καταπληκτικά όλη τη σεζόν, και ίσως το άξιζε (το τρόπαιο) όσο κι εμείς».
Ο Ολυμπιακός τερμάτισε πρώτος στη regular season, στην πιο ανταγωνιστική Ευρωλίγκα όλων των εποχών. Καμία άλλη ελληνική ομάδα στο παρελθόν δεν είχε καταφέρει να βρεθεί στο ρετιρέ της τελικής βαθμολογίας. Ούτε ο «εξάστερος» Παναθηναϊκός, ούτε ο Αρης ή ο ΠΑΟΚ στις δόξες τους. Πέτυχε 24 νίκες (μόνον η Μπαρτσελόνα είχε κάνει τόσες σε πρωτάθλημα 18 ομάδων και 34 αγωνιστικών), δέκα από τις οποίες επιτεύχθηκαν εκτός έδρας. Κράτησε την κορυφή τις τέσσερις πρώτες αγωνιστικές, κι έπειτα αδιάκοπα από τη 16η μέχρι την τελευταία. Ιδίως από τις αρχές του 2023, και για περίπου τρεις μήνες, έπαιζε μια ταχύτητα πάνω από όλους τους αντιπάλους του.
Εφτασε στο Κάουνας αποκλείοντας μια ομάδα με υπερδιπλάσιο μπάτζετ (Φενέρμπαχτσε), ενώ στον ημιτελικό κατανίκησε τη Μονακό με ένα ασύλληπτο 27-2 στην τρίτη περίοδο, που αποτελεί ρεκόρ σε αγώνα του Φάιναλ-4. Αυτό το δεκάλεπτο, βγαλμένο από τα όνειρα κάθε προπονητή, θα μείνει στην ιστορία του μπάσκετ. Και είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του εφετινού κυριαρχικού, απολαυστικού Ολυμπιακού, ο οποίος, όπως τόνισε ο κόουτς της Μονακό, Σάσα Ομπράντοβιτς, είχε ως κορυφαίο του παίκτη στον ημιτελικό, κάποιον που δεν πέτυχε ούτε έναν πόντο (Τόμας Γουόκαπ). Χθες βράδυ, στον τελικό, υποχρέωσε κοτζάμ Ρεάλ να τον παίξει (σχεδόν) σε όλο το ματς άμυνα ζώνης.
Εργο Μπαρτζώκα. Ο 58χρονος κόουτς δεν έκανε σπουδαία καριέρα ως παίκτης, όμως εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο χαρισματικούς προπονητές της Ευρώπης. Αρχισε από πολύ χαμηλά, από τα γήπεδα της ΕΣΚΑ, και έφτασε να γράφει ιστορία στην Ευρωλίγκα και τον Ολυμπιακό. Το 2013 έγινε ο πρώτος έλληνας κόουτς που κατέκτησε την ευρωπαϊκή Κούπα. Και τώρα, στη δεύτερη θητεία του στους «ερυθρόλευκους», τους οδήγησε δυο διαδοχικές χρονιές στο Φάιναλ-4. Χωρίς να ξοδέψει πολλά, βρήκε τρόπο να κατασκευάσει μια υπέροχη ομάδα. Με μπάτζετ μεσαίου μεγέθους ο Ολυμπιακός έπαιξε στον τελικό, ενώ η Εφές του Αταμάν και η Μονακό του Σάσα Ομπράντοβιτς, με τους πανάκριβους «αστέρες», τον παρακολούθησαν από την τηλεόραση.
Ο εφετινός Ολυμπιακός πορεύτηκε ένδοξα με τον Παπανικολάου, ο οποίος στα 33 του έκανε την καλύτερη σεζόν της καριέρας του. Με τον Βεζένκοφ (που, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, ήταν έτοιμος να τα παρατήσει), με τον Μουσταφά Φαλ και τον ΜακΚίσικ, που κανείς δεν τους ήξερε (στην Ελλάδα) όταν τους επέλεξε ο Μπαρτζώκας. Με τον Ταρίκ Μπλακ, που είχε καταντήσει να αγωνίζεται σε έναν ασήμαντο σύλλογο της Τουρκίας. Με τον Σλούκα, που έμεινε για αρκετό καιρό εκτός λόγω τραυματισμού. Γιατί ήταν, πάνω απ’ όλα, ομάδα του προπονητή του. Μια μηχανή που δούλευε ρολόι, χωρίς σούπερ-σταρ, χωρίς εγωισμούς και αλαζονεία. Με ομαδικό παιχνίδι, πλουραλισμό στην επίθεση και έναν πειθαρχημένο μηχανισμό στην άμυνα, απέδωσε μπάσκετ «μαγικό»: κυριαρχικό, αποτελεσματικό, γρήγορο, θεαματικό.
Ο κόσμος του Ολυμπιακού χάρηκε την αγαπημένη του ομάδα όσο ποτέ: τα τέσσερα «διπλά» της στην Ισπανία, το απολαυστικό μπάσκετ που έπαιξε σε αρκετά ματς (ιδίως με την Παρτίζαν, τη Φενέρ, την Μπολόνια και τη Μακάμπι στο ΣΕΦ), την εμφατική της νίκη επί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ, τους νέους, απρόσμενους πρωταγωνιστές που συχνά εμφανίζονταν (όπως ο Λαρεντζάκης, ο Λούντζης και ο Κάναν), και -φυσικά- το ονειρεμένο τρίτο δεκάλεπτο στον ημιτελικό με τη Μονακό. Αλλά και οι παίκτες του Ολυμπιακού χάρηκαν το παιχνίδι όσο ποτέ, χάρη στο αγωνιστικό πλάνο και το man-managing του Μπαρτζώκα.
Ισως, αυτή η υπέροχη ομάδα λύγισε από το άγχος της υποχρέωσης, εξαιτίας των υπερβολικών προσδοκιών που η ίδια φόρτωσε στον εαυτό της με τις εμφανίσεις της. Δεν κατόρθωσε να ξορκίσει την «κατάρα», που θέλει όσες τερματίζουν πρώτες στην κανονική περίοδο, να μην κατακτούν το τρόπαιο. Εγραψε, όμως, ένα success story, και χάρισε στους φίλους του μπάσκετ στιγμές που θα μείνουν αξέχαστες. Η Κούπα της είναι το καθολικό χειροκρότημα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News