Την άποψη ότι ορισμένοι περιφερειακοί παίκτες στη Μεσόγειο μάλλον δεν δυσαρεστήθηκαν από τις εξελίξεις στην Τυνησία εξέφρασε ανάλυση του βρετανικού Guardian, ο οποίος έγραψε ότι την ίδια γνώμη αρχίζουν να σχηματίζουν και «κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις» – και, σημειωτέον, αυτό δεν το είπε για καλό. Αν κανείς θελήσει να καταπιαστεί με τη λύση του παραπάνω αινίγματος, πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα ποιος ωφελείται από τη διαφαινόμενη περιθωριοποίηση του πολιτικού Ισλάμ στη συγκεκριμένη αραβική χώρα.
Σίγουρα όχι η Τουρκία των διεθνών επεμβάσεων υπέρ του τζιχαντισμού (Συρία, Λιβύη) και κατά των εχθρών του (Σύροι, Κούρδοι, Χαφτάρ) – αυτή ασφαλώς ανήκει στους δυσαρεστημένους.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οι ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στις κινήσεις του Κάις Σάγιεντ είναι οι γείτονες των Τυνησίων που αντιμάχονται τον τοπικό τζιχαντισμό, δηλαδή τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τις παραφυάδες τους, τουτέστιν πρωτίστως η –«αναζωογονημένη» κατά τον Guardian– Αίγυπτος του Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι. Αλλά και οι σύμμαχοί της στο Λιβυκό: τα Εμιράτα, η Σαουδαραβία.
Και η Ελλάδα; Το λονδρέζικο Μέσο δεν κατονομάζει κανέναν, αλλά αυτό εξυπακούεται. Διότι η αποδυνάμωση του τζιχαντισμού στη Μεσόγειο αποδυναμώνει και την Τουρκία και τους περιφερειακούς συμμάχους της με ανάμειξη στα πεδία, χώρες όπως είναι το Κατάρ και μορφώματα όπως ήταν η αλήστου μνήμης κυβέρνηση Σαράζ στην Τρίπολη η οποία συνυπέγραψε με τον Ερντογάν το διαβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Οι Βρετανοί σημείωσαν ότι με τη συμπλήρωση δεκαετίας από τη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» τα στρατόπεδα στους κόλπους του αραβικού κόσμου σχηματίστηκαν και είναι απολύτως ξεκαθαρισμένα: από τη μία πλευρά τα «εθνικιστικά και αστυνομικά κράτη» Εμιράτα, Σαουδαραβία, Αίγυπτος, και από την άλλη «το Κατάρ, η Τουρκία και τα απομεινάρια των Αδελφών Μουσουλμάνων που προστατεύονταν από την Ντόχα και την Αγκυρα αλλά εκδιώχθηκαν βάναυσα από τον Σίσι».
Η απήχηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Τυνησία είναι δεδομένη για τους Βρετανούς και αντικατοπτρίζεται στο «πολιτικό κόμμα» (κίνημα, ορθότερα) Ennahda «που κυριάρχησε στις υποθέσεις της χώρας τα περισσότερα χρόνια της τελευταίας δεκαετίας». Η αποπομπή της κυβέρνησης της Τυνησίας από τον πρόεδρο Σάγιεντ την περασμένη Κυριακή το βράδυ, ανέλυσαν οι Βρετανοί, φαίνεται ότι προήλθε «από την οδυνηρά αργή στροφή προς τους δημοκρατικούς κανόνες και από τη καταρρέουσα οικονομία».
Και αυτό που ονομάζουν «πολιτική πραξικοπήματος» (χωρίς να αναφέρουν δίπλα της το όνομα Σάγιεντ) θεωρούν ότι ήταν «εγχώρια» κίνηση, κρίνοντας ότι ακόμη παραμένει «ασαφής» ο ρόλος «των περιφερειακών παικτών, συμπεριλαμβανομένων των Εμιράτων». Ο Guardian, πάντως, θύμισε ότι η ισλαμιστική κυβέρνηση της Τυνησίας «υποστηρίχθηκε σθεναρά» από τον Ερντογάν και αποφάνθηκε ότι, τώρα, ο Σάγιεντ «φαίνεται πως αντιμετωπίζει μικρά μόνο εμπόδια για την εδραίωση της εξουσίας του» – έστω, «προς το παρόν».
Κατόπιν αυτής της ανάλυσης, το εισαγωγικό αίνιγμα απαιτεί απάντηση μόνο ως προς το σκέλος των «ευρωπαϊκών κυβερνήσεων» που βλέπουν με ανησυχία, όπως υπονοήθηκε, την έλλειψη δυσαρέσκειας κάποιων γειτόνων του Σάγιεντ για τις αντιισλαμιστικές εξελίξεις στην πατρίδα του. Ποιοι είναι αυτοί οι ανησυχούντες Ευρωπαίοι; Κάποιοι από εκείνους που συγκάλεσαν δύο φορές διεθνή διάσκεψη για το Λιβυκό, αποκλείοντας τη συμμετοχή της Ελλάδας. Και ο Guardian να μη μας τους κατονομάσει, θα μας τους φανερώσει ο χρόνος – και πολύ σύντομα μάλιστα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News