Οι γερμανικές εκλογές γεννούν τρία ερωτήματα. Οι απαντήσεις που θα δώσει η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο θα διαμορφώσουν τόσο τις τύχες των Γερμανών όσο και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ερώτημα πρώτο: Πώς διατίθεται να αντιμετωπίσει η «νέα» γερμανική ηγεσία την επερχόμενη οικονομική «επιβράδυνση», και ίσως μια οικονομική κρίση της χώρας;
Το «γερμανικό θαύμα» θεμελιώνεται:
(α) στη ζήτηση καταναλωτικών (βασικά) αγαθών από την υπόλοιπη Ευρώπη, με την Ισπανία και την Ιταλία να είναι οι μεγαλύτερες αγορές γερμανικών αγαθών στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο,
και
(β) στη ζήτηση κεφαλαιουχικών (βασικά) αγαθών από την Κίνα και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες.
Και οι δύο αυτές πηγές ζήτησης για τη γερμανική βιομηχανία στερεύουν. Η ζήτηση από την Ευρωζώνη στερεύει λόγω της πολιτικής λιτότητας του Βερολίνου που επιβάλλεται παντού, ενώ η ζήτηση από την Κίνα θα μειώνεται σταδιακά καθώς το Πεκίνο ούτε δύναται ούτε και θέλει να συνεχίσει να βασίζεται στους σημερινούς, μη βιώσιμους, ρυθμούς δημόσιων και ημι-δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές.
Αν σε αυτό προσθέσουμε το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, καθώς και το γεγονός ότι η ατμομηχανή της γερμανικής οικονομίας, η βαριά της βιομηχανία, είναι ιδιαίτερα ενεργοβόρα την ώρα που η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλων διαστάσεων ενεργειακή κρίση (π.χ. το φυσικό αέριο στη Γερμανία είναι τέσσερις φορές ακριβότερο απ’ ό,τι στις ΗΠΑ ενώ το ηλεκτρικό ρεύμα στη Γερμανία είναι 30% ακριβότερο απ’ ό,τι στη Γαλλία), είναι ξεκάθαρο ότι η Γερμανία οδεύει ολοταχώς προς την «επιβράδυνση», για να μην πω την κρίση.
Η ουσία του πρώτου ερωτήματος: Θα ωθήσει αυτή η επερχόμενη κρίση τη Γερμανία να αποδεχθεί τις θεσμικές αλλαγές στην Ευρωζώνη τις οποίες έως τώρα αρνείται το Βερολίνο; Για να το πω διαφορετικά, θα αποδεχθεί, επιτέλους, το Βερολίνο ότι η κρίση χρέους δεν είναι παρά ένα από τα συμπτώματα του λανθασμένου σχεδιασμού της Ευρωζώνης – του οποίου άλλο σύμπτωμα είναι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας το οποίο συνάδει πλήρως με την εξαθλίωση των γερμανών εργαζόμενων και της ευρωπαϊκής περιφέρειας; Αν η απάντηση είναι αρνητική, αυτό θα σημάνει εντατικοποίηση της άρνησης του Βερολίνου ότι η Ευρωζώνη απαιτεί ριζικές τομές και, με μαθηματική ακρίβεια, σταδιακή αποδόμηση του κοινού νομίσματος.
Ερώτημα δεύτερο: Τι θα σήμαινε η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση Μέρκελ;
Τα τελευταία χρόνια, το SPD έχει αποδεχθεί μια βασική επιλογή της κας Μέρκελ:
• Να εγγυάται η Γερμανία όσα δάνεια απαιτούνται από τις τράπεζες και τις περιφερειακές κυβερνήσεις ώστε να μη γίνεται συζήτηση για την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης.
• Να τηρείται σιγή ιχθύος όσον αφορά τη μη βιωσιμότητα του γερμανικού μοντέλου, ως έχει, εντός της Ευρωζώνης.
Ο κ. Στάινμπρουκ θα ήταν σήμερα καγκελάριος αν είχε μιλήσει ανοικτά στον γερμανικό λαό για όλα αυτά. Επέλεξε να μην το κάνει και απλά να ασκεί κριτική στην κα Μέρκελ για το πόσα χρήματα θα κοστίσει στον γερμανό φορολογούμενο η Άρνηση της Ουσίας της Κρίσης. Με αυτή την προϊστορία, το SPD έχει αυτο-λοβοτομηθεί. Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση θα το εγκλωβίσει ακόμα περισσότερο σε αυτή τη «σιωπή ιχθύος». Είναι αμφίβολο αν, έπειτα από μια τετραετία συγκυβέρνησης, το SPD θα παραμείνει κόμμα εξουσίας.
Να περιμένουμε βελτίωση της γερμανικής στάσης προς την Ελλάδα από την αντικατάσταση του FDP από το SDP στην κυβέρνηση της κας Μέρκελ; Σε καμία περίπτωση. Αν υπάρξει βελτίωση, αυτή θα προκύψει από την κα Μέρκελ – εφόσον η ίδια αποφασίσει ότι η συνεχιζόμενη Άρνηση της Ουσίας της Κρίσης πρέπει να τελειώσει. Μια απόφαση στην οποία δεν θα συμμετάσχει το SPD.
Η ουσία του δεύτερου ερωτήματος: Όσο η «ιερά συμμαχία» συνδικάτων (που πρόσκεινται στο SPD), εργοδοτών και κυβέρνησης επιμένει να μην έρχεται αντιμέτωπη με τη μη βιωσιμότητα του μεταξύ τους «συμβολαίου», καμία γερμανική κυβέρνηση, είτε συμμετέχει το SPD είτε όχι, δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά στάση απέναντι στην Περιφέρεια.
Ερώτημα τρίτο: Με το ελληνικό χρέος τι θα κάνει η νέα κυβέρνηση;
Η απάντηση θα εξαρτηθεί από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Αν η γερμανική κυβέρνηση αναγκασθεί, από τις οικονομικές εξελίξεις, να έρθει αντιμέτωπη με τη μη βιωσιμότητα του «γερμανικού μοντέλου», τότε θα αναγκασθεί να αλλάξει στάση όσον αφορά το ελληνικό, το ιρλανδικό, το πορτογαλικό, το ισπανικό κ.λπ. χρέος. Έως τότε, θα συνεχίζει την τακτική της παραπλάνησης των γερμανών πολιτών. Όπως τον Μάη του 2010, όταν το Βερολίνο παραπλάνησε τους γερμανούς πολίτες πως το μνημονιακό μας δάνειο ήταν μια έκφραση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (όταν δεν ήταν παρά μια προσπάθεια μεταφοράς των τραπεζικών ζημιών στους ώμους των γερμανών, γάλλων, ελλήνων κ.λπ. φορολογούμενων), έτσι και τώρα θα προσποιηθούν ότι τα μνημονιακά δάνεια προς την Ελλάδα δεν θα κουρευτούν την ώρα που θα βρουν μια φόρμουλα για να τα κουρέψουν στην πράξη (με επιμήκυνση και χαμηλά επιτόκια). Το αποτέλεσμα θα είναι πως ούτε η Ελλάδα θα ανακουφιστεί πραγματικά ούτε και οι γερμανοί φορολογούμενοι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Η ουσία του τρίτου ερωτήματος: Το ελληνικό χρέος θα πάψει να αποτελεί πηγή κακών για τη χώρα μας μόνο εφόσον οι οικονομικές εξελίξεις εντός της Γερμανίας καταστήσουν το Βερολίνο έτοιμο να αποδεχθεί θεσμικές τομές στην Ευρωζώνη και, βεβαίως, εφόσον η δική μας κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να ασκήσει βέτο σε αντίθετη περίπτωση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News