Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής κατάστασης μιας χώρας είναι η ανταγωνιστικότητά της. Η ανταγωνιστικότητα είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που σηματοδοτεί όχι απλά τη συγκυριακή οικονομική κατάσταση μιας χώρας αλλά και τις μελλοντικές της προοπτικές. Η εξέλιξη του δείκτη ανταγωνιστικότητας είναι το μοναδικό κριτήριο που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε αν οι οικονομικές εξελίξεις σε μια χώρα αποτελούν ένα “success story”.
Από τη σκοπιά της ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα κάθε άλλο παρά ένα “success story” αποτελεί. Αντίθετα, έπειτα από τρία έτη πρωτοφανούς ύφεσης, με εξοντωτική φορολογία και υπέρογκη ανεργία, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην τελευταία θέση όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε πολύ χαμηλή θέση παγκοσμίως. Οποιαδήποτε μικροβελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο έχει παρατηρηθεί τα τελευταία έτη οφείλεται κυρίως σε μείωση των εισαγωγών και όχι σε αύξηση των εξαγωγών. Είναι χαρακτηριστικό της τραγικής κατάστασης της χώρας ότι τα τελευταία δύο έτη η ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τις άλλες χώρες επιδεινώθηκε. Έτσι, ενώ το 2012 η Ελλάδα ήταν στη θέση 89 της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας το 2013 ήταν στη θέση 91!
Η ανταγωvιστικότητα μιας χώρας οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες:
1) Σε όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τον λεγόμενο «ρόμβο του Πόρτερ». Πρόκειται για τις λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και αφορά στοιχεία όπως την απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, τις υποδομές, την (τεχνολογική) παιδεία, την κατάργηση της γραφειοκρατίας, τη δημιουργία «δικτύων ομοειδών επιχειρήσεων», τη διαμόρφωση ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, το κράτος δικαίου, την εξάλειψη της διαφθοράς κ.λπ.
2) Τη νομισματική της πολιτική.
Η πολιτική της Ελλάδας, όσον αφορά και τους δύο πυλώνες που προσδιορίζουν την ανταγωνιστικότητα, υπήρξε από ανεπαρκής έως καταστροφική.
Όσον αφορά τον «ρόμβο του Πόρτερ», οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα υπήρξαν ελάχιστες και ανεπαρκείς. Όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα μετέφεραν την ιδιοκτησία και τον αποτελεσματικό έλεγχο της παραγωγής και της συναλλαγής από το κράτος και τις συντεχνίες στην κοινωνία των πολιτών και στη λογική της αυτορρύθμισης, έμειναν απλά στα χαρτιά και στις δηλώσεις.
Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, η απουσία ενός εθνικού νομίσματος είχε ως αποτέλεσμα ότι η ακολουθούμενη νομισματική πολιτική διαμορφωνόταν με άξονα την οικονομική κατάσταση άλλων χωρών και όχι της Ελλάδας. Αυτό είχε ως συνέπεια το πρωτοφανές στα οικονομικά χρονικά γεγονός να βλέπει η Ελλάδα -μια χώρα της οποίας η ανταγωνιστικότητα βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα- σε ορισμένες περιόδους το νόμισμά της (ευρώ) να… ανατιμάται!
Να τονισθεί εδώ ότι οι γίγαντες της σύγχρονης οικονομολογίας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, τάχθηκαν κατά της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη. To «λόμπι της δραχμής» με άλλα λόγια περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους κατόχους Νομπέλ Οικονομικών Milton Friedman, Paul Krugman, Kenneth Arrow, James Hackman, Gary Becker. Αντίθετα, οι οικονομολόγοι που τάχθηκαν υπέρ της ένταξης ήσαν περιθωριακοί και διεθνώς άγνωστοι. Οι λόγοι της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με οικονομικό ορθολογισμό.
Ως στελέχη της νέας κίνησης «Συνιστώσα 1848» πιστεύουμε ότι η λύση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση προϋποθέτει δύο ουσιαστικά μέτρα:
α) Την άμεση εφαρμογή όλων εκείνων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα απελευθερώσουν πλήρως το επιχειρησιακό και δημιουργικό δυναμικό της χώρας. Σ’ αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται και η δημιουργία ειδικών «αυτοδιοικούμενων ζωνών» ( Ελάχιστης Φορολογίας και Ελάχιστων Κρατικών Παροχών) στις οποίες θα μπορούν να «μεταναστεύουν» όσοι συμπολίτες και επιχειρήσεις το επιθυμούν.
β) Τη συντεταγμένη έξοδο από το ευρώ και υιοθέτηση εθνικού νομίσματος για ένα διάστημα τουλάχιστον 5 ετών. Το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σε βελτίωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας και, κατά συνέπεια, μείωση της ανεργίας. Μετά το πέρασμα των 5 ετών το θέμα μπορεί να επανεξεταστεί και να τεθεί ενώπιον του λαού σε δημοψήφισμα. Στο διάστημα της πενταετίας ο κάθε πολίτης θα μπορεί να διατηρεί λογαριασμούς σε οποιοδήποτε νόμισμα επιθυμεί συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ευρώ – όπως ακριβώς ισχύει και σήμερα. Η τιμή του εθνικού νομίσματος μπορεί είτε να βρίσκεται σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης έναντι του ευρώ είτε να κινείται σε ένα πλαίσιο +- 25% έναντι του ευρώ.
Πιστεύουμε ότι και τα δύο μέτρα είναι απαραίτητα. Χωρίς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η μετάβαση σε ένα εθνικό νόμισμα πιθανότατα θα καταλήξει σε υπερπληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χωρίς το «λιπαντικό» του εθνικού νομίσματος, αν εφαρμοσθούν (πράγμα ιδιαίτερα αμφίβολο) θα αποδώσουν σε μεγάλο βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα ότι ολόκληρες γενιές θα έχουν «καεί» επαγγελματικά και κοινωνικά.
Αντίθετα, συνδυάζοντας τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα με την άμεση εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (συμπεριλαμβανομένων των «αυτοδιοικούμενων ζωνών») θέτουμε τις προϋποθέσεις ώστε η μεν ηπειρωτική Ελλάδα να μεταβληθεί ταχύτατα σε ένα τεράστιο Silicon Valley, η δε νησιωτική Ελλάδα σε πολλές μικρές Σεϋχέλλες. Στη χειρότερη περίπτωση πιστεύουμε ότι η ανεργία, σε διάστημα ενός έτους, θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 50%.
Τάκης Μίχας
Γιώργος Μπούρχας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News