Η ανάκαμψη της οικονομίας οφείλει να παραμείνει ο πρωταρχικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής μετά τον ανασχηματισμό. Το ουσιαστικό ερώτημα, φυσικά, είναι τι μπορεί να βοηθήσει την ανάκαμψη, δεδομένου ότι η παραδοσιακή συνταγή της μεταπολίτευσης (αύξηση κρατικών δαπανών) δεν είναι εφικτή. Όπως γράψαμε πρόσφατα, η αύξηση των εξαγωγών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή στην ανάπτυξη, αλλά οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα απ' ό,τι ήταν πριν την κρίση. Η προώθηση των εξαγωγών και η αντιμετώπιση των εμποδίων τους μπορεί, λοιπόν, να αποτελέσει τον πυρήνα μιας αναπτυξιακής πολιτικής (μια πιο εκτενής ανάλυση για τη σημασία του εμπορικού ισοζυγίου στην ελληνική κρίση βρίσκεται εδώ).
Για να αυξηθούν οι εξαγωγές, τα ελληνικά προϊόντα χρειάζεται να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, δηλαδή να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής τους, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα με τη μείωση εγχώριων μισθών και τιμών (μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητη η αύξηση της παραγωγικότητας). Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν μια ετεροβαρή προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στα νέα δεδομένα, με την αγορά εργασίας να αναλαμβάνει το μεγαλύτερο βάρος της προσαρμογής και τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών να παραμένουν εν πολλοίς προστατευμένες από τις συνέπειες της κρίσης.
Μεταξύ 2008 και 2013, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 19% στην Ελλάδα ενώ στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 11%, το οποίο συνιστά μεγάλη αύξηση στην ανταγωνιστικότητα του μέσου Έλληνα εργαζομένου. Ωστόσο, η καχεξία των εξαγωγών δείχνει ότι αυτό δεν αρκεί. Το ίδιο χρονικό διάστημα, παρά την πτώση της κατανάλωσης και τη μείωση του εργατικού κόστους, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό σε Ελλάδα και ευρωζώνη (περίπου 10%). Η έλλειψη προσαρμογής των τιμών στην Ελλάδα έχει δύο ειδών αρνητικές συνέπειες. Πρώτον, η αναπόφευκτη μείωση μισθών γίνεται πιο οδυνηρή, καθώς η πραγματική αξία τους μειώνεται ακόμα περισσότερο. Δεύτερον, για να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα, οι μισθοί θα χρειαστεί να μειωθούν πολύ περισσότερο απ' ό,τι εάν «συνεργάζονταν» και οι τιμές.
Το παράδειγμα των υπόλοιπων «χωρών του μνημονίου» είναι ενδεικτικό. Οι εξαγωγές της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας αυξήθηκαν κατά 20% σε σχέση με πριν την κρίση, ενώ της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 5%. Η ανταγωνιστικότητά τους ανακτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού μικρής αύξησης μισθών (2% μεταξύ 2008 και 2013, ήτοι αύξηση μικρότερη κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από της ευρωζώνης) και τιμών (αύξηση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από της ευρωζώνης).
Η ανθεκτικότητα των τιμών στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στον ελλιπή ανταγωνισμό και την ολιγοπωλειακή διάρθρωση της ελληνικής αγοράς. Επιχειρηματικά και συντεχνιακά συμφέροντα, από τα μεγαλύτερα (διυλιστήρια), τα μεσαία (συμβολαιογράφοι), μέχρι τα μικρότερα (λαϊκές αγορές), προσπαθούν να μειώσουν τον ανταγωνισμό στον κλάδο τους με σκοπό να αποφύγουν το κόστος της κρίσης. Οι νόμοι και οι ρυθμίσεις, όμως, που προστατεύουν αυτές τις αγορές έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και έτσι μετακυλίουν το κόστος της κρίσης στους υπόλοιπους πολίτες.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών παραμένει επιτακτική για να βοηθήσει την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την επιστροφή στην ανάπτυξη αλλά και για να ελαφρύνει το κόστος των -δυστυχώς απαραίτητων- μειώσεων μισθών. Η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ καθώς και άλλες σχετικές μελέτες προσφέρουν τρόπους για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Οι πρόσφατες, όμως, δηλώσεις του υπεύθυνου υπουργού κ. Γιακουμάτου δείχνουν ότι οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής μπορεί να βρίσκονται πλέον αλλού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News