Τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση άρχισε σιγά-σιγά να ανακτά τη δυνατότητα διάθεσης πόρων, γενονός θετικό για τη χώρα, ανεξάρτητα από το πώς κρίνει κανείς τις επιμέρους επιλογές της κυβέρνησης (π.χ. αυξήσεις σε ένστολους). Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το κοινωνικό κράτος είναι ο σημαντικότερος προορισμός αυτών των πόρων, λόγω του τεράστιου αριθμού των ανθρώπων που χρειάζονται βοήθεια. Η δυνατότητα αυτή αύξησης των κοινωνικών δαπανών, όμως, δημιουργεί νέες προκλήσεις καθώς το κοινωνικό κράτος υπήρξε σπάταλο και αναποτελεσματικό.
Ακόμα και πριν από την κρίση, η Ελλάδα είχε μια από τις χειρότερες ευρωπαϊκές επιδόσεις στη φτώχεια και την ανισότητα, έχοντας την 23η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τη Eurostat, στην Ελλάδα του 2008 το 20,1% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, έναντι του 16,5% στην ΕΕ, ενώ η ανισότητα ήταν κατά 20% μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (όπως μετρήθηκε από το σχετικό δείκτη Gini) Οι μόνες χώρες που είχαν χειρότερες επιδόσεις στα δύο αυτά κοινωνικά προβλήματα ήταν η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Λετονία, η Πορτογαλία (στο επίπεδο φτώχειας) και η Ισπανία (στην ανισότητα).
Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει ακόμα περισσότερο είναι ότι οι κακές επιδόσεις δεν οφείλονταν στην έλλειψη χρηματοδότησης, καθώς η Ελλάδα ξόδευε παρόμοια ποσά για κοινωνική μέριμνα με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά στη προβληματική στόχευσή της. Το 2008, οι δαπάνες για κοινωνική μέριμνα (υγεία, οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας και αναπηρίας, κ.ο.κ.) ανήλθαν στο 12,5% του ΑΕΠ της Ελλάδας, το οποίο λίγο υπολείπεται από το 13,9% της ΕΕ. Αυτές οι δαπάνες, όμως, μείωσαν το επίπεδο της φτώχειας μόλις κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες (δηλαδή το ποσοστό φτώχειας της Ελλάδας θα ήταν 23,3% χωρίς τα επιδόματα) ενώ η αντίστοιχη μείωση στην υπόλοιπη Ευρώπη ανήλθε στις 8,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές δαπάνες της Ελλάδας είχαν λιγότερη από τη μισή αποδοτικότητα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας. Αν φτάναμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αποδοτικότητας τότε, δαπανώντας τα ίδια ποσά, το ποσοστό της φτώχειας θα έπεφτε στο 15,4% και μισό εκατομμύριο επιπλέον Έλληνες θα έβγαιναν από τη φτώχεια. Η χαμηλή αποδοτικότητα σημαίνει ότι οι αποδέκτες των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα δεν ήταν αποκλειστικά όσοι είχαν χαμηλό εισόδημα αλλά, σε μεγάλο βαθμό, αυτοί που είχαν καλύτερη πρόσβαση στο σύστημα. Αυτό δεν αποτελεί μόνο σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων αλλά και αδικία για αυτούς που είχαν πραγματική ανάγκη αλλά βρέθηκαν εκτός συστήματος.
Επομένως, τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που καλείται να επιλύσει η κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια πρέπει να αντιμετωπιστούν με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο παρελθόν. Το διακύβευμα δεν είναι απλώς να ξοδέψουμε περισσότερα χρήματα για το κοινωνικό κράτος αλλά κυρίως να τα ξοδέψουμε καλύτερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News