Ξημέρωνε, πια, Καθαρή Δευτέρα του 2013 και πού να με πιάσει ύπνος. Δεν φανταζόμουνα ποτέ πως οι εξελίξεις στην Κύπρο θα μπορούσαν να μου ανακατέψουν το στομάχι τόσο πολύ, ώστε να στριφογυρίζω στο κρεβάτι και το μυαλό μου να προσπαθεί -ματαίως- να καταλάβει τι στην ευχή συμβαίνει. Στήθηκα για κάνα δίωρο μπροστά στην τηλεόραση, συντονισμένος στο κυπριακό κανάλι, όπου ο άγνωστός μου οικοδεσπότης φιλοξενούσε εκπροσώπους της εκεί πολιτικοοικονομικής κοινωνίας, εξίσου άγνωστους σε εμένα. Οι μισοί, με πολλή λύπη και βαριά καρδιά, ήταν υπέρ του «ναι» στον άθλιο εκβιασμό, οι άλλοι μισοί ήταν ολόψυχα υπέρ του «όχι».
Και όλοι συμφωνούσαν πως αυτή η νέα τραγωδία, είτε με «ναι», είτε με «όχι», έχει ήδη οδηγήσει το νησί στη μεγαλύτερη περιπέτειά του μετά την τουρκική εισβολή πριν από 40 χρόνια, μια περιπέτεια ήδη μη αναστρέψιμη, με τεράστιο κόστος. Όλοι πάντως, κεραυνοβολημένοι, προσπαθούσαν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή κατά του «ναι», διατηρώντας τη διαύγεια που απαιτούν οι μεγάλες στροφές της ιστορίας γι’ αυτούς που αναγκάζονται να τις διαχειριστούν. Τους θαύμασα γι’ αυτό και, φυσικά, σκέφτηκα πως δεν θα γινότανε κι αλλιώς σε μια πατρίδα χιλιοπροδομένη, ταλαιπωρημένη και συνηθισμένη στα πολύ μεγάλα, τα ιστορικά βάσανα.
Φυσικό είναι να επεξεργάζεται το μυαλό μου αυτή τη νέα περιπέτεια της Κύπρου σαν περιπέτεια του Ελληνισμού, συνδυάζοντάς τη, βέβαια, και με τη δική μας βασανιστική ταλαιπωρία, από το Καστελόριζο και μετά. Και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μπήκανε πάλι μπρος οι σκέψεις εκείνες με τα «ανθελληνικά σενάρια» που τόσο απεχθάνομαι –αλλά που κάποιες στιγμές (να πάρει) μοιάζουνε σα να ευσταθούν. Όμως, η επεξεργασία όσων άκουγα και μάθαινα καθώς περνούσε η ώρα, σιγά-σιγά αλλά, δυστυχώς, με μια βεβαιότητα καθόλου ευπρόσδεκτη, με οδηγούσανε σε ένα άλλο, ακόμα χειρότερο συμπέρασμα. Στο συμπέρασμα πως όλα δείχνουν ότι το ευρωπαϊκό πείραμα αποτυγχάνει καθώς περνούν τα χρόνια και οι κυρίως υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι και πάλι οι Γερμανοί, οι τώρα εκπροσωπούμενοι από την τόσο αντιπαθητική και αποφασισμένη φράου Μέρκελ –που θα θριαμβεύσει σίγουρα στις εκλογές και πολύ φοβάμαι ότι με τη φρέσκια εντολή που θα λάβει θα προχωρήσει πια ακάθεκτη, άλλη μια φορά, για το «Γερμανικό Όνειρο». Γιατί αυτός ο λαός, το έχει αποδείξει ιστορικά, είναι σκληρός και επεκτατικός και θέλει να ηγείται και να διαφεντεύει την Ευρώπη με κάθε τρόπο χρησιμοποιώντας, δυστυχώς κυριολεκτικά, όλα τα όπλα.
Οι Γερμανοί «ξέρουν». Είναι εργατικοί, παραγωγικοί, τιμούν το χρήμα σαν Θεό τους και θρησκεία – και αυτή τους η θρησκευτική προσήλωση στις αξίες του πλούτου, των νόμων της αγοράς και των αριθμών, τους τυφλώνει όπως τυφλώνει κάθε θρησκευτικός ή εθνικιστικός φανατισμός. Είναι οι μουτζαχεντίν του ευρωκαπιταλισμού και στο όνομά του μπορούν να κάνουν μέχρι και εγκλήματα. Σκέφτομαι πως δεν τους περνάει από το μυαλό πως υπάρχουν και άνθρωποι που νοιάζονται για μια αγκαλιά ή ένα χαλαρό ηλιοβασίλεμα, ασύγκριτα περισσότερο από τα δολάρια και τα euros. Αλλά, ας μην ξεφύγω άστοχα: Το ζήτημα είναι πως με τη δύναμη που έχουν και τις ατράνταχτες πεποιθήσεις τους, δυναμίτισαν το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης και προχωρούν ξανά στην πρώτη επιλογή τους – την κυριαρχία τους επί όλων των άλλων. Οι απόψεις τους είναι πια τόσο γερά χτισμένες που δεν σηκώνουνε διάλογο: Σ’ όποιον αρέσουνε. Όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ακολουθήσουν δεν είναι αντάξιοι του οράματός τους για μια «Μεγάλη Ευρώπη», που στην ουσία θα είναι μια μεγάλη Ευρώπη με αφεντικό τη Γερμανία.
Σαν ρομαντικός «Ευρωπαϊστής» εκνευριζόμουνα πολύ με τους Βρετανούς που πάντα κρατούσαν τις αποστάσεις τους και κοίταζαν να έχουν πάντοτε ανοιχτή την πιο σίγουρη (και σαφώς, εδώ που τα λέμε, πιο ανθρώπινη, παρά τις αγριάδες της) αμερικανική λεωφόρο. Τώρα τους καταλαβαίνω καλύτερα – κάτι ξέρουνε. Θα ήτανε πολύ πιο όμορφο (και ίσως και πιο ρεαλιστικό) το παραμύθι της Ε.Ε, αν η μεγάλη της δύναμη ήταν «οι Αγγλογάλλοι» και όχι οι Γερμανοί. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Η μαντάμ Μέρκελ- με τους αλύγιστους, ψυχρούς της συνεργάτες- είναι αυτή που κρατάει το τιμόνι. Και δεν τη νοιάζουν ούτε «οι λαοί», ούτε οι άνθρωποι σαν ψυχές και σώματα που έχουν έρθει στον πλανήτη με λιγότερο σαφείς –οικονομικές – κατευθύνσεις από τις οδηγίες που έχουν καταγραμμένες στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου τους οι δικοί της «καθαροί» και αλάνθαστοι ξανθοί Γερμανοί.
Αλλά ας μη φλυαρούμε: Το ερώτημα «υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» επανέρχεται (δυστυχώς, δυστυχώς, δυστυχώς) με τη μορφή του ερωτήματος «υπάρχει ζωή εκτός ευρώ»; Αυτό το έφερε η μοίρα να πρέπει να το απαντήσουν -τις επόμενες ώρες- οι Κύπριοι Ευρωπαίοι. Και ανάλογα με το πώς θα εξελιχτεί αυτή η νέα τραγωδία, που μόλις ξεκίνησε, θα δούμε και εμείς καθαρότερα κάποια πράγματα και καθόλου δεν αποκλείεται να υποχρεωθούμε από τις περιστάσεις να αναθεωρήσουμε τις θέσεις μας απέναντι σε όλο αυτό το μεγάλο ευρωπαϊκό πρόβλημα – του οποίου αποτελούμε, πια, μέρος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News