Προς τι αυτή η εμμονή του κ. Τόμσεν (του εκπροσώπου του ΔΝΤ ο οποίος ηγείται της αντιπροσωπείας της τρόικας στην Ελλάδα) να μειωθούν κι άλλο οι μισθοί; Γιατί απορρίπτει τις προτάσεις του υπουργείου οικονομικών για «ισοδύναμες» περικοπές, π.χ., στις αμυντικές δαπάνες, και επιμένει ότι οι μειώσεις δαπανών πρέπει να προέλθουν από μειώσεις στα εισοδήματα και επιδόματα των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των ανάπηρων ακόμα; Καλά στον δημόσιο τομέα (όπου οι μισθοί επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό). Στον ιδιωτικό όμως, τι τον νοιάζει τον κ. Τόμσεν το επίπεδο των κατώτατων μισθών, των οποίων την μείωση απαιτεί σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμα και από εκείνα που θέλουν οι έλληνες εργοδότες (π.χ. ΣΕΒ, ΓΕΣΕΒΕ κλπ); Τόσο μισάνθρωπος είναι; Τόσο τον ενδιαφέρει να γίνουν οι ασθενείς ασθενέστεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι; Τόσο καλά εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εμπόρων όπλων που προτιμά να μειωθεί το πενιχρό εισόδημα της γηραιάς αγρότισσας από το να περικοπούν οι αγορές οβίδων και ερπηστριοφόρων;
Τον κ. Τόμσεν δεν τον γνωρίζω. Όμως είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω ότι τα κίνητρά του δεν είναι μισανθρωπικά. Μπορεί το αποτέλεσμα των δράσεων και εμμονών του να συνθλίβουν έναν ολόκληρο λαό, όμως ο ίδιος δεν θεωρεί ότι αυτό είναι το ζητούμενο των απαιτήσεών του. Όπως όλοι μας, έτσι κι εκείνος, εκλογικεύει την στάση του πείθοντας τον εαυτό του ότι πασχίζει για το καλύτερο. Ότι οι απαιτήσεις του, εν τέλει, θα ωφελήσουν όχι μόνο τους δανειστές μας αλλά και τους ίδιους τους εργαζόμενους των οποίων τα εισοδήματα έχει βάλει στο στόχαστρό του. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μάθαινα ότι λέει στα παιδιά του, πριν κοιμηθούν, πως ο πατέρας τους πασχίζει για το καλό όλων των Ελλήνων, ακόμα κι εκείνων που τον μισούν γιατί τους μειώνει τους ήδη πενιχρούς μισθούς.
Το σκεπτικό που επιτρέπει στον κ. Τόμσεν να κοιμάται ήσυχος τα βράδια είναι η λογική της εσωτερικής υποτίμησης – η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ιδεολογίας του ΔΝΤ. Όπως κάθε απλοϊκή ιδέα, είναι δελεαστικότατη. Τι πρεσβεύει η εσωτερική υποτίμηση; Φανταστείτε ότι έχω ένα μαγικό κουμπί που, αν το πατήσω, όλες οι τιμές και όλα τα εισοδήματα της επικράτειας θα μειωθούν ταυτόχρονα και αστραπιαία κατά 20%. Τι αλλάζει στην ζωή μας; Σε πρώτη φάση, τίποτα! Μπορει να έχουμε 20% λιγότερα χρήματα στην τσέπη μας, αλλά όταν πάμε στην ταβέρνα, στο σινεμά, στο σούπερμαρκετ, τα πάντα κοστίζουν 20% φθηνότερα. Οπότε η αγοραστική αξία των χρημάτων μας είναι ακριβώς όση ήταν και πριν πατήσω το μαγικό κουμπί. Όμως, πολύ σύντομα η χώρα, στο σύνολό της, θα έχει μεγάλα οφέλη. Π.χ. όταν θα έρθει ένας ξένος να μας επισκεφθεί, θα βρει τα πάντα 20% φθηνότερα, και μάλιστα σε ευρώ. Αμέσως η μεγαλύτερη εξαγωγική μας βιομηχανία, ο τουρισμός, θα μπει σε εποχή ανάπτυξης. Το ίδιο και οι άλλοι εξαγωγείς μας: στον βαθμό που τα εγχώρια κόστη τους θα έχουν μειωθεί κατά 20%, τα προϊόντα τους θα γίνουν, εν μία στιγμή, 20% ανταγωνιστικότερα! Πριν προλάβουμε να το καταλάβουμε, νέες επενδύσεις, νέα κεφάλαια θα εισρεύσουν στην χώρα, η Ύφεση θα ανακοπεί και λίγο-λίγο η ανάκαμψη θα είναι πραγματικότητα. Σε μερικά χρόνια, τα εισοδήματα θα αρχίσουν να ανεβαίνουν, γρηγορότερα από τις τιμές, και όλοι, ιδίως εκείνοι που σήμερα υποφέρουν από την πολιτική που επιβάλει η τρόικα, θα ανακουφιστούν.
Αυτό είναι το σκεπτικό του κ. Τόμσεν. Για αυτό τον λόγο, τουλάχιστον έτσι λέει στον εαυτό του, εμμένει στην μείωση όλων των μισθών, των συντάξεων, των επιδομάτων. Τι ωραία που θα ήταν αν ο ισχυρότερος άνδρας επί ελληνικού εδάφους είχε δίκιο. Φευ, το σκεπτικό του κ. Τόμσεν είναι απολύτως λάθος. Για τρεις λόγους.
Πρώτον, δεν υπάρχει το μαγικό κουμπί που θα μειώσει το κόστος παραγωγής και τις τιμές ταυτόχρονα. Πάρτε μια επιχείρηση η οποία προκατέβαλε τους μισθούς, το ενοίκιο, τις πρώτες ύλες τον Σεπτέμβριο και που θα φέρει τα προϊόντα της στην αγορά, προς πώληση, στα τέλη Νοεμβρίου. Αν οι τιμές πέσουν τον Οκτώβριο (αφού εκείνη έχει προ-καταβάλει τα κόστη της τον Σεπτέμβριο), τότε τον Νοέμβριο (που θα εισπράξει τα έσοδα από τις πωλήσεις των προϊόντων της) θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ποσοστό κέρδους μειωμένο κατά 20%. Καθώς το αρχικό ποσοστό κέρδους, στο οποίο προσέβλεπε, μπορεί να ήταν κατά πολύ χαμηλότερο (π.χ. 8%), δεν είναι καθόλου απίθανο η επιχείρηση αυτή να βρεθεί αντιμέτωπη με μια καταστροφική ζημιά (π.χ. της τάξης του 12%). Να γιατί η λογική της εσωτερικής υποτίμησης έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων: Σε μια περίοδο που οι τιμές και οι μισθοί μειώνονται (ακόμα και αν μειώνονται στον ίδιο βαθμό), δεδομένου του ότι περνά ένα διάστημα μηνών μεταξύ της εκκίνησης της παραγωγικής διαδικασίας και της είσπραξης του τζίρου της επιχείρησης, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να προπληρώσουν εργασία, πρώτες ύλες, ενοίκια στις υψηλότερες τιμές του παρελθόντος αλλά να εισπράξουν τις χαμηλότερες τιμές που θα επικρατήσουν σε μερικούς μήνες. Για αυτόν τον απλό λόγο, η εσωτερική υποτίμηση (δηλαδή η σταδιακή υποχώρηση τιμών και μισθών) διώχνει τις επιχειρήσεις από την χώρα, συμπιέζει τις επενδύσεις και, γενικότερα, επιδεινώνει την υφιστάμενη Ύφεση.
Δεύτερον, δεν υπάρχει το μαγικό κουμπί που θα μειώσει τις τιμές και τους μισθούς ταυτόχρονα. Σε περίοδο ύφεσης, κάθε μέρα που περνά, επιχειρήσεις πτωχεύουν ή, τουλάχιστον, συρρικνώνουν την παραγωγή τους. Εκείνες που επιβιώνουν, γίνονται όλο και πιο… μόνες – καθώς οι ανταγωνιστές τους κατεβάζουν τα ρολά. Έτσι, μειώνεται ο ανταγωνισμός σε κάθε αγορά ή κλάδο. Στον τραπεζικό, στα γαλακτοκομικά, στις υπηρεσίες, στην βιομηχανία, στις εισαγωγές ακόμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιχειρήσεις που παραμένουν εν ζωή, παρά την μείωση της ζήτησης που αντιμετωπίζουν, αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη (μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή) εξουσία επί της τιμής. Μπορεί η πίτα να μικραίνει στο σύνολό της, αλλά οι επιχειρήσεις που τα καταφέρνουν να επιβιώσουν αποσπούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της πίτας. Έτσι, ο ρυθμός μείωσης των τιμών είναι σημαντικά μικρότερος από τον ρυθμό μείωσης των μισθών. Σε ιδιωτικό επίπεδο, και πρόσκαιρα, οι επιχειρηματίες χαίρονται που το χάσμα τιμών και μισθών αυξάνεται υπέρ τους (καθώς σηματοδοτεί αύξηση του ποσοστού κέρδους τους). Όμως, πολύ γρήγορα αρχίζουν να θορυβούνται, καθώς αναρωτιούνται (σωστά): «Και τώρα ποιος θα αγοράζει τα προϊόντα μας στο μέλλον, όταν η αγοραστική αξία των μισθών μειώνεται συνεχώς, δεδομένου ότι οτι οι τιμές συνολικά πέφτουν πιο αργά από τους μισθούς);» Αυτή η ερώτηση δεν έχει «καλή» απάντηση. Η μόνη λογική απάντηση είναι ότι η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους είναι καταδικασμένη να φθίνει. Λογικά, οι επιχειρηματίες, μπροστά σε αυτό το φάσμα, ακυρώνουν όλα τα επενδυτικά τους σχέδια, μειώνουν το προσωπικό και, το χειρότερο, στέλνουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό.
Τρίτον, η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης αφήνει εκτός ανάλυσης την τραπεζική κρίση, η οποία φουντώνει όσο μισθοί και τιμές μειώνονται. Ας εξετάσουμε την περίπτωση της Άννας η οποία, πριν μερικά χρόνια, σύναψε δύο δάνεια με μια τράπεζα. Το ένα ήταν για την επιχείρησή της, με το οποίο αγόρασε το γραφείο της και τον σχετικό εξοπλισμό, ενώ το άλλο ήταν στεγαστικό δάνειο, με το οποίο αγόρασε διαμέρισμα. Έστω ότι το πρώτο δάνειο ήταν για 500 χιλιάδες και το δεύτερο, το στεγαστικό, ήταν για 200 χιλιάδες. Αυτά τα δάνεια ύψους 700 χιλιάδων είχαν υπολογιστεί, τόσο από την μεριά της Άννας όσο και από την πλευρά της τράπεζας, δεδομένων των τιμών που χρέωνε η επιχείρηση της Άννας στους πελάτες της (καθώς από αυτόν τον τζίρο θα κατέβαλε η Άννα να στην τράπεζα, μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε, τις δόσεις της). Έστω ότι το σενάριο του κ. Τόμσεν εφαρμόζεται άψογα, πατώντας το μαγικό κουμπί που μειώνει όλες τις τιμές κατά 20%. Παρατηρείτε το πρόβλημα; Καθώς το μαγικό αυτό κουμπί δεν θα μειώσει, παράλληλα με τις τιμές και τους μισθούς, το ύψος των δύο δανείων της Άννας, η Άννα θα πρέπει τώρα να πληρώνει τις ίδιες δόσεις από τον κατά 20% χαμηλότερο τζίρο της επιχείρησής της. Πολλές Άννες απλά δεν θα μπορέσουν να το κάνουν. Έτσι, αυξάνεται το ποσοστό των τραπεζικών δανείων που δεν εξυπηρετούνται. Που «σκάνε» στα χέρια των τραπεζών. Ακόμα και να κατασχέσει το σπίτι και το γραφείο της Άννας η τράπεζα, δεν μπορεί να το πουλήσει (παίρνοντας τα δανεικά πίσω) σε μια αγορά ακινήτων γεμάτη πωλητές και χωρίς σχεδόν κανέναν αγοραστή. Να λοιπόν γιατί η λογική του κ. Τόμσεν είναι καταστροφική για τις ήδη πτωχευμένες τράπεζες οι οποίες θα χρειάζονται όλο και περισσότερα κεφάλαια (στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης που γιγαντώνει το δημόσιο χρέος) όσο περισσότερο προχωρά η εσωτερική υποτίμηση.
Περιληπτικά, παρ' όλο ότι, εκ πρώτης όψεως, η εμμονή του κ. Τόμσεν φαίνεται να έχει μια λογική βάση, μια προσεκτική ματιά στις επιπτώσεις της οδηγεί στο ασφαλέστατο συμπέρασμα πως αποτελεί το απεχθέστερο μέρος της Κρίσης και όχι την ελπίδα επίλυσής της. Γεννάται όμως, σε αυτό ακριβώς το σημείο, το εύλογο ερώτημα: Καλά, και ο κ. Τόμσεν, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΕ δεν το γνωρίζουν αυτό; Γιατί εμμένουν στην εσωτερική υποτίμηση; Επιτρέψτε μου να απαντήσω στην βάση τριών εξηγήσεων:
Πρώτος λόγος είναι ότι η ιδεολογία τυφλώνει ακόμα και τους «τεχνοκράτες». Όπως ακριβώς κάποιοι στο ΚΚΕ θα αρνούνται τα εγκλήματα του Στάλιν ακόμα κι αν τους μεταφέρουμε με μια χρονομηχανή στα γκούλαγκ και στα κρατητήρια της NKGB, έτσι και οι άνθρωποι του ΔΝΤ δύσκολα απαγκιστρώνονται από μια ιδεολογική τοποθέτηση. Σε πιο πολιτισμένο περιβάλλον, από την μυστική αστυνομία απολυταρχικών καθεστώτων και τους διαδρόμους του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρώ εντός των πανεπιστημίων την αδυναμία συναδέλφων μου, οικονομολόγων, να έρθουν αντιμέτωποι με στοιχεία και επιχειρήματα που αντικρούουν τα μοντέλα στα οποόα έχουν επενδύσει μια ζωή. Το κατανοώ. Ανθρώπινο είναι. Χρειάζεται μια μορφή ηρωισμού και αυταπάρνησης για να παραδεχθεί ακόμα κι ένας τεχνοκράτης ότι η κοσμοθεωρία του ήταν λανθασμένη. Ιδίως όταν δεν έχει άλλη για να την αντικαταστήσει!
Δεύτερος λόγος είναι ότι δουλειά του ΔΝΤ είναι να πάρει το μέρος των δανειστών μετά την έκρηξη ενός μεγάλου δημόσιου χρέους. Να σπεύσει να δανείσει τους υπερχρεωμένους με σκοπό να μην κουρευτούν τα δάνεια των δανειστών τους (ή, τουλάχιστον, να πάρουν πίσω οι δανειστές το μέγιστο δυνατόν ποσοστό των ποσών που τους οφείλουν). Το ΔΝΤ, με άλλα λόγια, μπαίνει στον πόλεμο μεταξύ δανειστών και οφειλετών πάντα με το μέρος των δανειστών. Η ειρωνεία είναι ότι στην σκέψη των ανθρώπων του ΔΝΤ κυριαρχεί μια απλουστευμένη έκδοση της θεωρίας του… Μαρξ (συγκεκριμένα του πρώτου τόμου του Das Kapital), σύμφωνα με την οποία η μείωση των μισθών οδηγεί νομοτελειακά στην αύξηση της υπεραξίας των εργοδοτών. Και που καταλήγει, σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτή η υπεραξία; Η υπεραξία, έλεγε ο Κάρολος, χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές για να αποπληρωθούν δάνεια και τόκοι, κι ότι μείνει να τους μείνει ως κέρδος. Να λοιπόν μια άλλη διάσταση της εμμονής του κ. Τόμσεν και του ΔΝΤ: στηριζόμενος σε μια υπεραπλουστευτική μαρξιστική θεώρηση, ελπίζει πως η μείωση των μισθών (εφόσον τελικά είναι μεγαλύτερη από την μείωση των τιμών) θα ωφελήσει τους… δανειστές γαι τους οποίους πασχίζει.
Τρίτος (και τελευταίος) λόγος είναι ότι η λογική του ΔΝΤ συνάδει με το μύθευμα που κυριαρχεί στην Γερμανία (ως προς το τι έφταιξε στην Ευρωζώνη και πως πρέπει να επιλυθεί το πρόβλημα σε χώρες όπως η Ελλάδα). Η γερμανική κοινή γνώμη ακούει για τρία χρόνια τώρα ότι η Κρίση του Ευρώ προκλήθηκε επειδή στις χώρες της Περιφέρειας οι εργαζόμενοι χαμηλής παραγωγικότητας εισέπρατταν μισθούς που δεν δικαιολογούσε η παραγωγικότητά τους. Το απλοϊκό (και πέρα για πέρα καταστροφικό) συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ένας νους που δεν ενδιαφέρεται να εντρυφήσει περισσότερο στο πρόβλημα (αλλά αρκείται στην καταδίκη του «ξένου», του μεσογειακού, του «άλλου») είναι ότι η λύση θα έρθει με την μείωση των μισθών. Καθώς λοιπόν το ΔΝΤ πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις να παραμείνει εμπλεγμένο στις «διασώσεις» των πτωχευμένων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, κάτι για το οποίο τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει η Γερμανία, η λογική του κ. Τόμσεν συνάδει πλήρως με τα συμφέροντα του οργανισμού που εκπροσωπεί.
Όταν λοιπόν βλέπουμε στην τηλεόραση την συνοφρυωμένη έκφραση του κ. Τόμσεν, την ώρα που εισέρχεται στο Υπουργείο Οικονομικών για να απαιτήσει άλλη μια φορά από τον κ. Στουρνάρα κι άλλες περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, καλό είναι να θυμόμαστε τι κινεί τον άνδρα. Ούτε ο ανθελληνισμός, ούτε ο μισανθρωπισμός, ούτε καν η έλλειψη συμπάθειας προς τους δεινοπαθούντες. Όχι, τον κινεί ένας φρικτός συνδυασμός θεωρητικής υπερπλούστευσης και θεσμικών δεσμεύσεων ο οποίος, στον καιρό της Κρίσης, αντί να την επιβραδύνουν της δίνουν νέα πνοή.
Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη "Κρίσης λεξιλόγιο" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News