Οι κεντρικοί τραπεζίτες, εδώ και χρόνια, εφαρμόζουν, λίγο-πολύ, έναν απλό κανόνα που τους συμβουλεύει ως προς τον προσδορισμό των επιτοκίων. Πρόκειται για τον κανόνα που πρωτο-παρουσίασε ο John Taylor, καθηγητής στο Stanford. Ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί κανείς ή όχι με την ευλαβική χρήση του κανόνα του Taylor, σημασία έχει ότι χρησιμοποιείται και αποτυπώνει τις απόψεις των κεντρικών τραπεζιτών για το επίπεδο στο οποίο είναι καλό να κυμαίνονται τα επιτόκια δανεισμού.
Γιατί σας κουράζω με τον κανόνα του Taylor; Επειδή μας ανοίγει ένα παράθυρο από το οποίο μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά, χωρίς πάθη και φόβους, στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωζώνη σήμερα. Με έναν πολύ απλό τρόπο: Συγκρίνοντας το επιτόκιο της ΕΚΤ που επικρατεί στην Ευρωζώνη, το σημερινό 0,25%, με το επιτόκιο που προτείνει ο κανόνας του Taylor για κάθε μία από τις χώρες μας ξεχωριστά.
Σε μια συμπαγή, βιώσιμη νομισματική ένωση τα επιτόκια που δίνει ο κανόνας του Taylor δεν θα ήταν βέβαια ποτέ ίδια για κάθε χώρα αλλά, από την άλλη, οι διακυμάνσεις τους πάνω και κάτω από το ένα, κοινό επιτόκιο (αυτό της ΕΚΤ) θα πρέπει να είναι «ομαλές». Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Μια ματιά στο διάγραμμα (που παρήγαγε η Société General και αναπαρήγαγε το Reuters – βλέπε το πιο κάτω Παράρτημα για επεξήγηση των υπολογισμών στους οποίους βασίζεται το διάγραμμα) οδηγεί σε ένα απλούστατο συμπέρασμα: η σημερινή Ευρωζώνη είναι «χαλασμένη». Έχει «σπάσει». Δεν είναι βιώσιμη. Τελεία και παύλα.
Μέχρι που ξέσπασε η Κρίση του Ευρώ, προ του 2009, οι χρωματιστές γραμμές (που αποτυπώνουν το επιτόκιο για κάθε χώρα που πρότεινε ο κανόνας του Taylor) «σκαμπανεβάζουν» πάνω και κάτω από την γκρι γραμμή του επιτοκίου της ΕΚΤ. Για την ακρίβεια, το επιτόκιο της βασικής πλεονασματικής χώρας, της Γερμανίας, θα έπρεπε (σύμφωνα με τον κανόνα του Taylor) να είναι πολύ μικρότερο (από της ΕΚΤ) ενώ της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας θα έπρεπε να είναι αρκετά πιο υψηλά (για να μη δημιουργούνται οι φούσκες που δημιουργήθηκαν). Προσέξτε, γιατί αυτό έχει ενδιαφέρον, ότι την περίοδο 2004-2006, οι δύο χώρες που ήταν άκρως προβληματικές ήταν η Γερμανία (η οποία χρειαζόταν, για να μην αποσταθεροποιεί την Ευρωζώνη, αρνητικά επιτόκια – βλέπε την πράσινη γραμμή που εκείνη την περίοδο έπεφτε κάτω του μηδενός) και η Ελλάδα (που είχε ανάγκη πολύ υψηλότερων επιτοκίων, με σκοπό να συγκρατηθούν όλα εκείνα τα εορτοδάνεια συν οι αλόγιστες δαπάνες του κ. Αλογοσκούφη). Πάντως, σε γενικές γραμμές, αυτή η εικόνα, μέχρι το 2009, είναι σχετικά φυσιολογική για μια νομισματική ένωση αποτελούμενη από διαφορετικές περιοχές και υπο-οικονομίες – ακόμα και εντός της Γερμανίας να αναπαράξουμε το διάγραμμα αυτό, κοιτώντας την κάθε περιοχή της Γερμανίας ξεχωριστά, πάλι θα βρίσκαμε σημαντικές αυξομειώσεις πάνω και κάτω από το κοινό επιτόκιο.
Κοιτάξτε όμως τι συνέβη μετά το 2009/10: η απόκλιση μεταξύ των χρωματιστών γραμμών έχει γίνει εκρηκτική. Για να το πω με αριθμούς, ο κανόνας του Taylor συνιστά, σήμερα, την ώρα που το κοινό επιτόκιο της Κεντρικής μας Τράπεζας (της ΕΚΤ) είναι 0,25%, για τη Γερμανία ένα «κεντρικό» επιτόκιο 4,8% (!), για τη Γαλλία μόλις 0,15%, για την Ιταλία -1,5%, για την Ιρλανδία -4%, για την Ισπανία -5,3% και για την Ελλάδα… -19,6%.
Μην αναρωτιέσαι, αγαπητέ αναγνώστη, τι θα σήμαινε αρνητικό επιτόκιο. Δεν έχει σημασία καθώς είναι αδύνατον να επιβληθεί (θα ισοδυναμούσε με το τέλος των τραπεζών καθώς κανείς καταθέτης δεν είναι αρκετά ηλίθιος για να κρατά χρήματα στην τράπεζα με αρνητικό επιτόκιο, δηλαδή με την τράπεζα να του παίρνει ένα ποσό των καταθέσεών του κάθε χρόνο). Αυτό που έχει σημασία και καταδεικνύουν τα νούμερα αυτά είναι κάτι πολύ, πολύ απλό: Η Ευρωζώνη αποδομείται! Το διάγραμμα που βλέπετε είναι η ακτινογραφία μιας βαριά ασθενούσας νομισματικής ένωσης. Όταν το βέλτιστο επιτόκιο στη Γερμανία σήμερα αγγίζει το 5% και το βέλτιστο επιτόκιο στην Ισπανία πέφτει κάτω του… μείον 5%, δεν μιλάμε για νομισματική ένωση. Μιλάμε για νομισματική αποδόμηση σε slow motion.
Τι περιθώρια υπάρχουν για ανάκαμψη; Μήπως όλα αυτά τα «χαρμόσυνα» μαντάτα περί ανάκαμψης της Ευρωζώνης (για τα οποία έγραφα εδώ) σημαίνουν την επαναπροσέγγιση των χρωματιστών γραμμών του διαγράμματος; Σε καμία περίπτωση. Ακόμα και να σταματήσει η ύφεση στην Περιφέρεια, ακόμα να περάσουμε σε μια αναιμική ανάκαμψη του μηδέν κόμμα κάτι τοις εκατό, ή ακόμα και του +1% ή +2%, η Ευρωζώνη θυμίζει φράγμα που έχει κλονιστεί και που με μαθηματική ακρίβεια, αν δεν υπάρξουν παρεμβάσεις στην αρχιτεκτονική του, κάποια στιγμή θα καταρρεύσει.(*)
(*) Το Παράρτημα, πιο κάτω, καθιστά εμφανές πως η απόκλιση των επιτοκίων που δίνει ο κανόνας του Taylor θα ενισχύεται καθώς το ΑΕΠ των χωρών μας θα συνεχίσει βρίσκεται μακράν του επιπέδου που θα παραγόταν εάν όλοι οι ανθρώπινοι πόροι απαχολούνταν – βλ. το (δ) του Κανόνα – ενώ, παράλληλα, η απόκλιση των πληθωρισμών– το (γ) του Κανόνα – θα παραμείνει κι αυτή γιγαντιαία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Ο Κανόνας του Taylor
Σύμφωνα με τον John Taylor, το «κεντρικό» επιτόκιο μιας κεντρικής τράπεζας πρέπει να ορίζεται ως το άθροισμα:
(α) του σημερινού πληθωρισμού
(β) του πραγματικού επιτοκίου (δηλαδή το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό) που κρίνεται ως ένας καλός στόχος για την οικονομία
(γ) ενός ποσοστού της διαφοράς του παρατηρούμενου πληθωρισμού από τον στόχο για τον πληθωρισμό
(δ) ενός ποσοστού της διαφοράς του παρατηρούμενου ΑΕΠ από το ΑΕΠ που θα μπορούσε να παράξει η οικονομία με τους δεδομένους, σήμερα, πόρους (ανθρώπινους και μη)
Έστω ότι ο πληθωρισμός σήμερα, σε κάποια χώρα, δίδεται ως 3% την ώρα που ο στόχος της Κεντρικής Τράπεζας για αυτόν ήταν μόλις 2% και το πραγματικό επιτόκιο (δηλαδή το ονομαστικό μείον τον πληθωρισμό) που αποτελεί τον στόχο των αρχών να μην ξεπερνά το 1,5%. Έστω ακόμα ότι το ΑΕΠ της χώρας υπολείπεται κατά 5% του ΑΕΠ που θα μπορούσε να παραχθεί αν δεν είχαμε αυξημένη ανεργία, χαμηλές προσδοκίες κ.λπ.
Σε αυτό το παράδειγμα, τα (α) με (δ) πιο πάνω δίδονται ως:
(α) 3%
(β) 1,5%
(γ) (3%-2%) επί μια σταθερά, έστω α
(δ) -5% επί μια άλλη σταθερά έστω β.
Άρα, ο κανόνας του Taylor μας προτείνει ένα ονομαστικό επιτόκιο ίσο με (4,5+α-5β)%, το οποίο βέβαια θα εξαρτάται από τις σταθερές α και β. Αυτές επιλέγονται από τις νομισματικές αρχές ανάλογα με την έμφαση που δίνουν, από τη μία, στην απόκλιση του στόχου του πληθωρισμού (π.χ. όσο μεγαλύτερη η σταθερά α τόσο πιο μεγάλη έμφαση δίνεται στο να επανέλθει η οικονομία στον στόχο ενός πληθωρισμού γύρω στο 2%) και, από την άλλη, στην ύφεση (π.χ. όσο μεγαλύτερη η σταθερά β τόσο μεγαλύτερο το βάρος που δίνουν οι αρχές στη σταθεροποίηση του ΑΕΠ).
Κεντρικές Τράπεζες όπως εκείνες της Βρετανίας και των ΗΠΑ δίνουν λίγο-πολύ ίδιο βάρος σε αυτούς τους δύο στόχους, θέτοντας α=β=1/2. Αυτό θα σήμαινε, στο παράδειγμά μας, ένα ονομαστικό επιτόκιο 2,5%. Στην περίπτωση της ΕΚΤ, η οποία δίνει πολύ λιγότερη σημασία στο ΑΕΠ απ΄ ό,τι στον πληθωρισμό (ελέω γερμανικών προκαταλήψεων), το επιτόκιο θα προσέγγιζε το 3%.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News