Πολλοί θα θυμηθούν σε λίγες ημέρες, στην 70ή επέτειό της, την πρώτη δίκη της Νυρεμβέργης, που άρχισε στις 20 Νοεμβρίου του 1945 και ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1946. Θα κυκλοφορήσουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την αίθουσα όπου οι πιο στενοί συνεργάτες του Αδόλφου Χίτλερ κλήθηκαν να απολογηθούν για τα εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και θα υπενθυμίσουν οι ειδικοί ότι ήταν η πρώτη φορά που οι δικαστές προέρχονταν από τις νικήτριες χώρες και όχι από ουδέτερες κατά τον πόλεμο ζώνες. Λίγοι θα δώσουν σημασία σε αυτούς που διακρίνονται στο φόντο των φωτογραφιών, πίσω από μια τζαμαρία, με ακουστικά στο κεφάλι και μικρόφωνο στο χέρι. Σ’ αυτούς είναι αφιερωμένη η έκθεση «Μία Δίκη – Τέσσερις Γλώσσες» που διοργανώνει αυτές τις μέρες η Διεθνής Ένωση Διερμηνέων Συνεδρίων (AIIC) στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με δύο εκδηλώσεις που θα μυήσουν τους επισκέπτες στον κόσμο της διερμηνείας και -κυριολεκτικά- στον εγκέφαλο των διερμηνέων (εδώ το πρόγραμμα).
Η έκθεση παρουσιάζει όσο υλικό έχει βρεθεί για τους διερμηνείς που πήραν μέρος σ’ ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα της παγκόσμιας Ιστορίας και σ’ αυτό που πλέον δεν απουσιάζει από κανένα συνέδριο ή γεγονός διεθνούς βεληνεκούς: τη διερμηνεία σε πραγματικό χρόνο και σε περισσότερες από δύο γλώσσες. Χρειάστηκε ένα σύστημα της διεθνούς εταιρείας μηχανών γραφείου, IBM, με πέντε κανάλια, μικρόφωνα και ακουστικά, και μια ομάδα 108 διερμηνέων, μεταφραστών και στενογράφων για να αποδοθούν σε πραγματικό χρόνο τουλάχιστον 6 εκατ. λέξεις στις τέσσερις διαφορετικές γλώσσες -γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά- που μιλούσαν οι δικαστές, κατηγορούμενοι, εισαγγελείς και μάρτυρες οι οποίοι συμμετείχαν στις δίκες της Νυρεμβέργης.
«Ήταν αδύνατο να διεξαχθούν οι δίκες με την υφιστάμενη διαδοχική διερμηνεία (ο διερμηνέας κρατά σημειώσεις και μεταφράζει μόνο όταν ο ομιλητής κάνει παύση ή ολοκληρώσει)», μας εξήγησε η Τζένιφερ Φερνσάιντ Μπίτσιου, γραμματέας του AIIC στην περιφέρειας Ελλάδος – Κύπρου, που είχε την πρωτοβουλία ώστε να διοργανωθεί η έκθεση που έκανε «πρεμιέρα» στη Γερμανία το 2013, και τώρα βρίσκεται στην Αθήνα. Η ιδέα της ταυτόχρονης διερμηνείας προϋπήρχε, είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το 1919 στην Ειρηνευτική Διάσκεψη των Παρισίων, αλλά για δύο μόνο γλώσσες. «Οι διερμηνείς της Νυρεμβέργης ήταν οι πρωτεργάτες του πολύγλωσσου επικοινωνιακού συστήματος που γνωρίζουμε σήμερα», επισήμανε η κυρία Φερνσάιντ, την Πέμπτη το βράδυ στα εγκαίνια της έκθεσης.
Ο ομιλητής της βραδιάς ήταν ο Ρότζερ Κάμινκερ, εγγονός του Ζορζ Κάμινκερ, ο οποίος, ως διερμηνέας, είχε παρακολουθήσει τμήματα της πρώτης δίκης της Νυρεμβέργης και ανιψιός του ανθρώπου που κάθε επαγγελματίας του χώρου γνωρίζει και θαυμάζει, τον συνιδρυτή και πρώτο πρόεδρο της AIIC, Αντρέ Κάμινκερ. «Ο Αντρέ δεν είχε παρευρεθεί στη δίκη, και ούτως ή άλλως θα αρνούνταν να εργαστεί εκεί, να χάσει, δηλαδή, την επαφή με τον ομιλητή, να εξαφανιστεί από το προσκήνιο, να απομονωθεί πίσω από μια γυάλινη καμπίνα και να μιλά ταυτόχρονα με αυτόν», δήλωσε ο ανιψιός του στο Protagon. Ως απόγονος τού ίσως μοναδικού διερμηνέα που μπορούσε να απομνημονεύσει χωρίς σημειώσεις μια ολόκληρη ομιλία και να τη μεταδώσει σε άλλη γλώσσα –«το κόλπο του ήταν να συνδέει λέξεις – κλειδιά με αντικείμενα στο χώρο ή αναμνήσεις στο μυαλό του»- εύλογα ακολούθησε τα ίδια βήματα και σήμερα είναι διακεκριμένος διερμηνέας στον ΟΗΕ, και υπεύθυνος του αγγλικού τμήματος.
Ο καλεσμένος της έκθεσης επεσήμανε ότι όπως και ο θείος του, πολλοί διερμηνείς ήταν δύσπιστοι απέναντι στο εγχείρημα που οργανώθηκε στη Νυρεμβέργη. «Υπήρχε, μάλιστα, μια έχθρα, οι μεν αποκαλούσαν τους δε ‘’τηλεφωνητές’’», δήλωσε ο ίδιος. «Αλλά χάρη σ’ αυτό το σύστημα, που έκανε πραγματικότητα ο Λεόν Ντοστέρ, το μήνυμα θα περνούσε σε τέσσερις γλώσσες ταυτοχρόνως, πράγμα πολύ σημαντικό, ιδίως σε μία δίκη». Αυτό κατάφεραν οι διερμηνείς στη δίκη της Νυρεμβέργης και έτσι έγιναν μέρος μιας ιστορικής δίκης. Και για τον κ. Κάμινκερ, το να είσαι διερμηνέας σημαίνει να είσαι ένα πολύ μικρό κομμάτι της μεγάλης Ιστορίας. «Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν αρχίζουν να μιλούν ή να γράφουν οι διερμηνείς επικρατεί μια νευρικότητα», είπε χαμογελαστά.
Πράγματι, από τους κρυφούς ήρωες της Νυρεμβέργης μαθαίνουμε εμείς σήμερα ότι ο αρχηγός της Λουφτβάφε και για κάποιο διάστημα υπαρχηγός του Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ, ένα «άγριο ζώο παρά το κατ’ επίφαση χαρούμενο παρουσιαστικό του», σε κάποια στιγμή της δίκης του είχε εκνευριστεί τόσο πολύ με την κατάθεση ενός μάρτυρα ώστε παραλίγο να ξηλώσει το καλώδιο των ακουστικών του. Ο υπαρχηγός του Χίτλερ, Ρούντολφ Ες, την ώρα της δίκης διάβαζε φτηνά βουκολικά μυθιστορήματα, ο στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ, ο άνθρωπος που υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους, ήταν ένας «μικρός κλαψιάρης άνδρας που προσπαθούσε να ρίξει όλο το φταίξιμο στον Χίτλερ», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Τρίτου Ράιχ, Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ –ποιος άλλος;- προσπαθούσε να μεταπείσει τους δικαστές με διαπραγματεύσεις.
Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα για τους διερμηνείς. Η Νυρεμβέργη επιλέχθηκε ως πόλη διεξαγωγής της δίκης, έναντι του Λουξεμβούργου ή του Βερολίνου, επειδή διέθετε ευρύχωρο Δικαστικό Μέγαρο που δεν είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς, ωστόσο σχεδόν όλη η υπόλοιπη πόλη ήταν ένα ερείπιο. Οι εικόνες και οι μυρωδιές έξω θύμιζαν ακόμη θάνατο, ενώ στο εσωτερικό των αιθουσών τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Οι διερμηνείς ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν τις φρικαλεότητες του πολέμου δια στόματος των ίδιων των εγκληματιών. «Ήταν μια βρώμικη δουλειά, αλλά μια δουλειά που έπρεπε να γίνει», είχε δηλώσει ο Άλφρεντ Στιρ, συντονιστής της διερμηνείας, μαζί με τον Ντοστέρ. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είπε ένας μεταφραστής που ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με τα στοιχεία των νεκρών ενός μικρού στρατοπέδου, με μια φωνή που πρόδιδε τη φρίκη που αισθάνθηκε όταν συνειδητοποιούσε αυτό που διάβαζε: ‘Αυτοί σκοτώθηκαν με αλφαβητική σειρά!’».
Οι περισσότεροι διερμηνείς ήταν πολύ νέοι –ο νεότερος ήταν 18 χρονών- ενώ μερικοί δούλευαν για πρώτη φορά ως διερμηνείς στο εγχείρημα που χαρακτηρίστηκε αργότερα από το αμερικανικό περιοδικό Time «ένας θρίαμβος που θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε φιάσκο». Ακόμα και τα βοηθητικά εργαλεία που είχαν –κίτρινο φως για να επιβραδύνει ο ομιλητής, κόκκινο για να σταματήσει και να επαναλάβει- πολλές φορές στρέφονταν εναντίον τους. Ένας από τους τρεις κατηγορούμενους που αθωώθηκαν στην πρώτη δίκη, ο ίδιος είχε διατελέσει επικεφαλής του Τύπου και του ραδιοφώνου, ο Χανς Φρίτζε, δήλωσε αργότερα ότι κατά τη διάρκεια της δίκης «τίναζε τα χέρια του με απόγνωση κάθε φορά που ένας γερμανός μάρτυρας ή συνήγορος έκανε παύση όποτε άναβε το κίτρινο φως ώστε να διευκολύνει τον διερμηνέα, ο οποίος, όμως, είχε κολλήσει γιατί περίμενε με αγωνία το ρήμα (που στη γερμανική γλώσσα μπαίνει στο τέλος)!».
Η Πατρίτσια Βάντερ Ελστ, ήταν μόνο 21 ετών όταν ανέλαβε να εργαστεί για πρώτη φορά ως διερμηνέας στη δίκη της Νυρεμβέργης και είχε χαρακτηριστικά δηλώσει ότι μέσα σε λίγους μήνες απέκτησε δέκα χρόνια. «Συχνά το σύστημα έπεφτε ή ο ήχος δεν ήταν καλός και έπρεπε να αυτοσχεδιάζουμε», είχε πει, συμπεραίνοντας ότι «τις περισσότερες ικανότητες τις είχαμε εκ φύσεως».
Σε κάτι παρόμοιο καταλήγει και σήμερα ένας από τους διοργανωτές της έκθεσης, και μέλος του AIIC, ο Βενιαμίν Δασκαλάκης: «Αν δεν είναι φιλοπερίεργος από τη φύση του ο διερμηνέας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στο ευρύ φάσμα γνώσεων που απαιτείται να έχει και συνεχώς να διευρύνει». Ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι το μυστικό ενός καλού διερμηνέα είναι «να μπορεί να μεταφέρει όχι μόνο την ουσία ενός συλλογισμού αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του ομιλητή». Συμφώνησε και ο, επίσης διοργανωτής της έκθεσης, και Σύμβουλος Διερμηνέας στην AIIC, Χάρης Ν. Γκίνος, τονίζοντας «τη σημασία που έχει αποκατάσταση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ομιλητή και τον διερμηνέα». Κάτι τέτοιο είπε πριν από 70 χρόνια και ο Χέρμαν Γκέρινγκ. «Φυσικά και θέλω συνήγορο. Περισσότερο απ’ όλα, όμως, θέλω έναν καλό διερμηνέα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News