Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που οι Γερμανοί μάς θεωρούσαν έναν λαό όχι ιδιαίτερα επιρρεπή στην εργασία, κοινώς τεμπέληδες. Ετσι είχαμε καταγραφεί στη συλλογική τους συνείδηση, άσχετο αν τελικά συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: ξεπατωνόμασταν στη δουλειά, χωρίς βέβαια υψηλή παραγωγικότητα –άλλη τραγωδία αυτή. Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι Γερμανοί ήταν στο μυαλό όλων ως ο πιο δουλευταράς λαός του σύμπαντος. Και παραμένουν ως τέτοιοι, μόνο που η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης που διεξήχθη σε βάθος χρόνου, αλλά και πρόσφατες έρευνες και δημοσκοπήσεις, οι Γερμανοί προσπαθούν να ξεφύγουν όλο και περισσότερο από τη δουλειά και τώρα το κράτος προσπαθεί να τους συμμαζέψει. Οι Times έχουν ένα ρεπορτάζ για τα συνολικά ευρήματα, που συνοψίζονται στο εξής:
Ο μέσος Γερμανός νοσταλγεί τις εποχές της Μέρκελ όπου όλα έδειχναν ρόδινα και ο ρυθμός ανάπτυξης κάλπαζε, όπως περίπου ο μέσος Ελληνας νοσταλγεί τις καλές εποχές του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η ικανοποίηση των Γερμανών εκτινάχθηκε στα ύψη κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας της Aνγκελα Μέρκελ, μια περίοδο που η οικονομία αναπτύχθηκε περισσότερο και ο πληθυσμός εργαζόταν λιγότερες ώρες, σύμφωνα με μια μακροχρόνια μελέτη. Ωστόσο, αυτή η ικανοποίηση κορυφώθηκε το 2020 και έκτοτε χτυπήθηκε από την πανδημία, την έναρξη του πολέμου στη Ρωσία, την κρίση κόστους ζωής, τον υψηλό πληθωρισμό και το τέλος της φθηνής ενέργειας.
Η 70χρονη Μέρκελ ήταν στην εξουσία για 15 χρόνια, από το 2005 ως το 2020 και μέχρι το τέλος της θητείας της η μέση ετήσια ανάπτυξη της χώρας είχε τριπλασιαστεί, σε σύγκριση με τα τέσσερα χρόνια πριν από την άνοδό της στην εξουσία. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν και η ανεργία μειώθηκε περισσότερο από το ήμισυ.
Η «ικανοποίηση από τη ζωή» του πληθυσμού αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών την Τετάρτη 21 Αυγούστου.
Οταν του ζήτησαν να βαθμολογήσει την ικανοποίησή του, με άριστα το δέκα, το 2004 ο μέσος Γερμανός απάντησε με 6,7, αλλά μέχρι το 2021, το τελευταίο έτος για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, ο βαθμός είχε αυξηθεί στο 7,4. Οι τιμές κορυφώθηκαν το 2020, στην αρχή της πανδημίας, με βαθμολογία 7,5, σύμφωνα με έρευνες που έγιναν σε περίπου 30.000 άτομα με την πάροδο του χρόνου.
Αυτή η περίοδος άνθησης δημιουργεί μια μεγάλη αντίθεση με αυτό που ακολούθησε: οι μετασεισμοί της Covid-19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο υψηλός πληθωρισμός και μια γενική οικονομική ύφεση, που δεν καλύπτονταν χρονικά από την έρευνα.
Ωστόσο, η ζήτηση για ευέλικτη εργασία συνεχίζεται, με τις νεότερες γενιές να επιδιώκουν να εργάζονται με μερική απασχόληση ή λιγότερες ώρες, και πολλές να αρνούνται να ελέγχουν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εκτός γραφείου. Σύμφωνα με τις τάσεις των τελευταίων δεκαετιών, οι Γερμανοί εργάστηκαν λιγότερες ώρες κατά μέσο όρο πέρυσι από οποιονδήποτε άλλον στην ομάδα των 38 πλουσίων χωρών που μετέχουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Αν και η παραγωγικότητα παραμένει σχετικά υψηλή, οι ηερμανοί εργαζόμενοι κατά μέσο όρο έλαβαν επίσης 19,4 ημέρες ασθενείας πέρυσι, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη εταιρεία ασφάλισης υγείας της χώρας. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση του YouGov, περισσότεροι από το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων που είχαν δηλώσει πρόσφατα άρρωστοι, παραδέχθηκαν ότι είπαν ψέματα για την ασθένειά τους.
Υποφέροντας από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και τα υψηλά επιτόκια, η Γερμανία έγινε τελικά η μεγαλύτερη οικονομία με τις χειρότερες επιδόσεις πέρυσι, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο πιστεύει ότι αυτή η θέση είναι απίθανο να αλλάξει το 2024.
Όλα αυτά έχουν βλάψει την «εθνική ευτυχία» και προκάλεσαν πολιτική δυσαρέσκεια προς τον Σολτς και τον συνασπισμό του, και πολλοί Γερμανοί αναπολοπύν με νοσταλγία τα χρόνια της Μέρκελ.
Στην τελευταία Εκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας, που συντάχθηκε από μια διεθνή ομάδα ακαδημαϊκών, η Γερμανία είχε υποχωρήσει στην 24η θέση, από την 17η που κατείχε πριν από πέντε χρόνια.
Ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, εξέφρασε επίσης ανησυχία, κάνοντας λόγο για μια «προφανή χαλάρωση της εθνικής εργασιακής ηθικής» νωρίτερα φέτος.
«Οι άνθρωποι στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού δουλεύουν πολύ περισσότερο από εμάς», αναγνώρισε ο Λίντνερ, ο οποίος ανακοίνωσε φορολογικά κίνητρα για «να κάνουν τους Γερμανούς να ερωτευτούν ξανά τις υπερωρίες».
Σύμφωνα με έρευνα του YouGov που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, μόνο το 7% των γερμανών ψηφοφόρων πιστεύει ότι οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί μετά το τέλος της καγκελαρίας της Μέρκελ. Το 61% λέει ότι οι συνθήκες στη Γερμανία έχουν επιδεινωθεί, ενώ το 83% από αυτούς κατηγορεί τουλάχιστον εν μέρει τον Σολτς.
Με τις πολιτειακές εκλογές στη Θουριγγία, τη Σαξονία και το Βραδεμβέργιο να αναμένεται τον επόμενο μήνα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ακροδεξιό AfD και η αριστερή λαϊκίστικη συμμαχία της Ζάρα Βάγκενκνεχτ θα κερδίσουν και στις τρεις περιφέρειες, προκαλώντας ανησυχία στα μεγάλα κόμματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News