Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία επί δεκαετίες αποτέλεσαν αντικείμενο διπλωματικών παιχνιδιών ή και ευθείας αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βρετανία, πιθανότατα να παίξουν έναν νέο ρόλο, όπως αποκάλυψαν οι λονδρέζικοι Times: εκείνον του «πρέσβη» καλής θέλησης, σε μια διεθνή εκστρατεία εξωστρέφειας της Ντάουνινγκ Στριτ.
Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός, σερ Κιρ Στάρμερ, ανέφερε το σχετικό ρεπορτάζ, φαίνεται να έχει ανοίξει την πόρτα για την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών στην Αθήνα, εν μέσω μιας ευρύτερης προσπάθειας για επανεκκίνηση των σχέσεων της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση (οι οποίες, ως γνωστόν, διερράγησαν με το δημοψήφισμα του Brexit το 2016): Οι Εργατικοί, που συνέτριψαν τους Συντηρητικούς στις εκλογές της 4ης Ιουλίου, δείχνουν τώρα ότι θα μπορούσαν να δεχτούν μια μακροπρόθεσμη συμφωνία δανεισμού μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και της Ελλάδας.
Οπως σημείωσε η εφημερίδα –η οποία το 2022 έκανε η ίδια μια ιστορική στροφή, στηρίζοντας την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα– ο νέος υφυπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας, Κρις Μπράιαντ, απάντησε σε γραπτή ερώτηση στο κοινοβούλιο, λέγοντας ότι ο δανεισμός αντικειμένων είναι «θέμα των διαχειριστών» του Βρετανικού Μουσείου.
Αυτό φαίνεται να παρακάμπτει εμμέσως τον νόμο του 1963, σύμφωνα με τον οποίο το Βρετανικό Μουσείο απαγορεύεται να επιστρέφει μόνιμα τα αντικείμενα και τον οποίο οι Εργατικοί έχουν δηλώσει ότι δεν σκοπεύουν να καταργήσουν. Ο Μπράιαντ σημείωσε εξάλλου την «εποικοδομητική συνεργασία» μεταξύ του επικεφαλής του μουσείου, Τζορτζ Οσμπορν και των ελλήνων υπουργών.
Ο Οσμπορν, από την πλευρά του, δήλωσε ότι «πρεπει να υπάρξει συμφωνία» με την Ελλάδα για την «προσωρινή» έκθεση των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα.
Ο Κρις Μπράιαντ πρόσθεσε ότι χαιρετίζει την «επιτυχία» της συμφωνίας δανεισμού που συνήφθη από το Μουσείο Victoria and Albert και το Βρετανικό Μουσείο από τη μία και την Γκάνα από την άλλη, τον περασμένο Απρίλιο, για την επιστροφή 32 χρυσών και ασημένιων αντικειμένων που κλάπηκαν από τη χώρα πριν από 150 χρόνια. Ο δανεισμός διαρκεί τρία χρόνια με δυνατότητα παράτασης για άλλα τρία έτη.
Επί ηγεσίας του Νιλ Κίνοκ, τη δεκαετία του 1980, οι Εργατικοί υποστήριξαν την επιστροφή των Γλυπτών. Οταν όμως οι Εργατικοί ήρθαν στην εξουσία, το 1997 επί Τόνι Μπλερ, δεν πραγματοποίησαν την υπόσχεση. Ωστόσο έγγραφα που δημοσιεύθηκαν πέρυσι έδειξαν ότι η κυβέρνηση Μπλερ εξέταζε όντως το ενδεχόμενο ενός «μακροπρόθεσμου δανείου» προς την Ελλάδα, κυρίως με την ελπίδα να κερδίσει υποστήριξη για την υποψηφιότητα του Λονδίνου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012.
Πιο πρόσφατα, οι θησαυροί αποτέλεσαν πηγή ανοιχτής διπλωματικής διαμάχης. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Ρίσι Σουνακ ακύρωσε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη αφότου ο ελληνας πρωθυπουργός δήλωσε στο BBC ότι η διατήρηση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο είναι σαν να θέλει κάποιος να «κόψει στη μέση» η Μόνα Λίζα.
Ο Σούνακ ήταν κάθετος –όπως και η κυβέρνησή του– στο θέμα των Γλυπτών, σε σημείο που θα πίστευε κανείς ότι το είχε πάρει προσωπικά. Τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, η Μισέλ Ντόνελαν δήλωσε ότι τα Γλυπτά «ανήκουν εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο» και ότι η επιστροφή τους θα «άνοιγε ένα κουτί με σκουλήκια» και θα ήταν ένας «επικίνδυνος δρόμος».
Μια πηγή των Εργατικών είπε στους Times ότι η «νομική μας θέση σχετικά με αυτό παραμένει αμετάβλητη και ίδια με εκείνη της προηγουμενης κυβέρνησης» και επισήμανε μια επίσημη δήλωση της κυβέρνησης των Συντηρητικών ότι «υποστηρίζει πλήρως τη θέση των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου».
Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι κανένα αίτημα που να σχετίζεται με τα Γλυπτά δεν έχει κατατεθεί στο υπουργείο Πολιτισμού και ότι δεν τους έχει ζητηθεί να επανεξετάσουν το θέμα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να μη συνάντησε τελικά τον Ρίσι Σούνακ τον Νοέμβριο, συναντήθηκε όμως με τον Στάρμερ, όπως και τον Ντέιβιντ Λάμι, νυν υπουργό Εξωτερικών, και την Iβέτ Κούπερ, νυν υπουργό Εσωτερικών.
Τότε, ο Σούνακ κατηγόρησε τον ελληνα πρωθυπουργό ότι προσπαθεί να «μεγαλοστομίσει και να αναμοχλεύσει ζητήματα του παρελθόντος», αφού προφανώς είχε λάβει τη διαβεβαίωση από την Αθήνα ότι τα Γλυπτά δεν θα συζητούνταν.
Στις ερωτήσεις προς τον πρωθυπουργό, εκείνη την επεισοδιακή εβδομάδα, ο Στάρμερ είχε πει ότι η Ελλάδα ήταν «ένα άδελφο μέλος του ΝΑΤΟ, ένας οικονομικός σύμμαχος, ένας από τους σημαντικότερους εταίρους μας στην αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης» και ότι ο Σούνακ είχε «προσπαθήσει να ταπεινώσει» τον έλληνα ομόλογό του.
Ο Στάρμερ προσπαθεί ήδη να χρησιμοποιήσει την εκλογική νίκη του και την παρουσία του σε διάφορες διεθνείς συνόδους κορυφής, προκειμένου να αλλάξει τις σχέσεις της Βρετανίας με τις ευρωπαϊκές χώρες. Εχει πει ότι η κυβέρνησή του «σηματοδοτεί μια επανεκκίνηση στον τρόπο με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο συνεργάζεται με τον υπόλοιπο κόσμο, με ταπεινότητα και κοινή προσπάθεια».
Οπως σημείωσαν οι Times, δεν είναι σαφές αν η Ελλάδα θα συμφωνούσε και σε ένα δάνειο, καθώς η κυβέρνησή της πιστεύει ότι αυτό θα νομιμοποιούσε τη νομική διεκδίκηση του Βρετανικού Μουσείου επί των αντικειμένων. Οι υπουργοί της χώρας έχουν χαρακτηρίσει τα Γλυπτά που βρίσκονται στο Λονδίνο «προϊόν κλοπής».
Στην Ελλάδα, τα Γλυπτά θεωρούνται ευρέως έμβλημα του έθνους και ο Οσμπορν προσπάθησε να εξασφαλίσει μια συμφωνία δανεισμού που θα επέτρεπε την επιστροφή τους στην Ελλάδα, χωρίς αλλαγή του νόμου ή παραίτηση του μουσείου από τις αξιώσεις του.
Η βρετανική κοινή γνώμη φαίνεται σε γενικές γραμμές να συμφωνεί με την ελληνική θέση. Τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, μια δημοσκόπηση της YouGov, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Parthenon Project, το οποίο διεξάγει εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών, έδειξε ότι το 53% των ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριζε την επιστροφή, ενώ μόνο το 21% δήλωσε ότι αντιτίθεται σε μια τέτοια κίνηση.
Το Βρετανικό Μουσείο απορρίπτει την άποψη ότι ο λόρδος Ελγιν «έκλεψε» τα Γλυπτά, λέγοντας ότι «ενήργησε με πλήρη γνώση και άδεια των νομικών αρχών της εποχής τόσο στην Αθήνα όσο και στο Λονδίνο», οι οποίες αρχές ήταν εκείνες της κατοχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News