Για «αριστούργημα» κάνει λόγο ο Αλεσάντρο Τρότσινο, γράφοντας για το «Poor Things», για «μια πραγματικά μεγαλειώδη ταινία, μια τρέλα του έλληνα Γιώργου Λάνθιμου που απελευθερώνει όλη τη δύναμη και την ομορφιά του κινηματογράφου – μέσω την ιστορίας, των διαλόγων, της φωτογραφίας, της μουσικής, του μοντάζ», όπως χαρακτηριστικά προσθέτει ο απεσταλμένος της Corriere della Sera στη Βενετία, όπου διεξάγεται, για ογδοηκοστή φορά, το περίφημο φεστιβάλ κινηματογράφου της Γαληνοτάτης.
Το τελευταίο πολυαναμενόμενο κινηματογραφικό πόνημα του Λάνθιμου «πραγματικά κάνει τους σινεφίλ και όχι μόνο σχεδόν να κλαίνε από χαρά», προσθέτει ο ιταλός δημοσιογράφος, λαμβάνοντας υπόψη το «βροντερό και παρατεταμένο χειροκρότημα» που κυριάρχησε στη Sala Grande του Palazzo del Cinema στο Λίντο της Βενετίας, μετά την ολοκλήρωση της προβολής της ταινίας την προηγούμενη Παρασκευή.
Οσον αφορά την υπόθεση του έργου που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, ο Γιώργος Λάνθιμος αυτή τη φορά αφηγείται «την απίστευτη ιστορία και τη φανταστική εξέλιξη της Μπέλα Μπάξτερ, μιας νεαρής γυναίκας που επανέφερε στη ζωή ο λαμπρός και ανορθόδοξος επιστήμονας δρ Γκόντγουιν Μπάξτερ. Υπό την προστασία του Μπάξτερ η Μπέλα λαχταρά να μάθει. Διψασμένη για εμπειρίες που στερείται, η Μπέλα το σκάει με τον Ντάνκαν Γουέντερμπερν, έναν επιδέξιο και ακόλαστο δικηγόρο, σε μια χαοτική περιπέτεια ανά τις ηπείρους. Ελεύθερη από τις προκαταλήψεις της εποχής της, η Μπέλα αναπτύσσεται, προσηλωμένη απόλυτα στον σκοπό της να υπερασπίζεται την ισότητα και την απελευθέρωση», όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της ταινίας στον επίσημο ιστότοπο του ιστορικού βενετσιάνικου φεστιβάλ κινηματογράφου.
To «Poor Things» (με το οποίο ο Γιώργος Λάνθιμος δικαίωσε όσους τον συγκαταλέγουν μεταξύ των φαβορί για τον Χρυσό Λέοντα) βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλιστερ Γκρέι το οποίο διασκεύασε ελεύθερα ο Τόνι Μακναμάρα. Οσον αφορά τους πρωταγωνιστές του, τον δρ Γκόντγουιν Μπάξτερ τον υποδύεται ο Γουίλαμ Νταφόε, την Μπέλα Μπάξτερ, μια πλήρως ανεπτυγμένη γυναίκα, η οποία, όμως, μαθαίνει τον κόσμο από την αρχή, καθώς φέρει τον εγκέφαλο του αγέννητου παιδιού της, την ερμηνεύει η Εμα Στόουν ενώ ο γοητευτικός Ντάνκαν Γουέντερμπερν, μαζί με τον οποίο η Μπέλα θα γνωρίσει τον κόσμο και τον εαυτό της, είναι ο Μαρκ Ράφαλο.
Ο Αλεσάντρο Τρότσινο γράφει στην κριτική του πως ο Νταφόε είναι ένας «απίστευτος Φρανκεστάιν» ενώ η Στόουν «μια σχεδόν θαυματουργή ηθοποιός» και με την άποψή του συμφωνεί και ο Πίτερ Μπράντσο του Guardian.
Ο βρετανός κριτικός χαρακτηρίζει τον Γιώργο Λάνθιμο ως «βιρτουόζο του παραλογισμού» και το «Poor Things» ως «μια τρομερά ιδιότυπη κωμωδία», την οποία βαθμολογεί με πέντε αστέρια ενώ για την πρωταγωνίστρια του φιλμ υποστηρίζει πως «είναι κάποια που περνάει στο επόμενο στάδιο ή στο στάδιο μετά το επόμενο στάδιο». Υποδυόμενη την «σεξουαλικά αθώα και πρωτόγονη Μπέλα Μπάξτερ», η Εμα Στόουν δίνει μια «εκπληκτική και ξεκαρδιστική ερμηνεία», βιώνοντας μια περιπέτεια σεξουαλικού, κυρίως, χαρακτήρα. «Ωσάν παιδί αλλά με ενήλικο σώμα και ολοένα πιο ενθουσιασμένη που ανακάλυψε τον αυνανισμό – που, με τη σειρά του, διεγείρει τις γλωσσικές της δεξιότητες πέρα από τα βρεφικά αγγλικά – η Μπέλα είναι μια συγκλονιστική και σαγηνευτική φιγούρα», συνοψίζει ο Πίτερ Μπράντσο.
Την Μπέλα την καθοδηγούν και τη φροντίζουν ο δρ Μπάξτερ τον οποίο η ίδια αποκαλεί «Θεό», η οικονόμος του, κυρία Πριμ (Βίκι Πέπερνταιν) και ο νεαρός ερευνητής-βοηθός του Μαξ ΜακΚάντλς (Ράμι Γιούσεφ), ο οποίος ερωτεύεται παράφορα την Μπέλα. Κάποια στιγμή ο «Μπάξτερ» επιτρέπει στον βοηθό του να κάνει πρόταση γάμου στο δημιούργημά του με την προϋπόθεση ότι το ζευγάρι θα συνεχίσει να ζει μαζί του στο απίστευτα δαιδαλώδες αρχοντικό του.
Ομως όλα αλλάζουν όταν εμφανίζεται ο Ντάνκαν Γουέντερμπερν, ο οποίος αντί να επισημοποιήσει την εν λόγω συμφωνία, σαγηνεύει την Μπέλα και την παίρνει μαζί του σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία «αισθησιακής απόλαυσης και περιπέτειας», με τον δρ. Μπάξτερ να συμπεραίνει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να την αφήσει να φύγει.
Ο κριτικός του Guardian σχετίζει το «Poor Things» με τον «Ανθρωπο Ελέφαντα» του Ντέιβιντ Λιντς και το «Μάτια χωρίς Πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί ενώ για την Εμα Στόουν γράφει πως έχει κάτι από τον Κάσπαρ Χάουζερ (όπως τον παρουσίασε ο Βέρνερ Χέρτσογκ στην ταινία «Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων») και από την Μπες Μακνίλ (Εμιλι Γουάτσον) στο «Δαμάζοντας τα Κύματα» του Λάρς φον Τρίερ.
Με τον ανυπόληπτο Ντάνκαν Γουέδερμπερν, η Μπέλα επισκέπτεται τη Λισαβόνα, όπου μαγεύεται από ένα όμορφο τραγούδι φάντο, και την Αλεξάνδρεια, όπου αναλαμβάνει να σώσει τους ανθρώπους από τη φτώχεια χρησιμοποιώντας τα κέρδη του συνοδού της από το καζίνο. Στο Παρίσι θα ξεπέσουν εντελώς και η Μπέλα συνειδητοποιεί ότι η σεξουαλική εργασία είναι το κλειδί για την πληρωμή των λογαριασμών, μας πληροφορεί ο βρετανός δημοσιογράφος, σημειώνοντας πως η ηρωίδα του Γιώργου Λάνθιμου «καθίσταται, με τον τρόπο της, μια σπουδαία βικτωριανή εξερευνήτρια και τυχοδιώκτρια που ανακαλύπτει τον σεξουαλικό εαυτό […] Και πόσο εκπληκτικό είναι ότι στο τέλος είναι απόλυτα πειστική ως ένας ρομαντικός και αυτοδίδακτος χαρακτήρας που, σε αντίθεση με το τέρας του Φρανκενστάιν, φιλοδοξεί να σπουδάσει η και εκείνη ιατρική», προσθέτει ο Μπράντσο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News