Λένε πως η μνήμη εκείνου που φεύγει παραμένει ζωντανή στις δικές του μεγάλες αγάπες. Αυτές γίνονται οι άγγελοί του επί της γης. Αν ισχύει, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είχε καταφέρει να μας συστήσει προκαταβολικά όλες τις μεγάλες του αγάπες – πέρα από το Τραγούδι – και τους αγγέλους του σε μια μεγάλη συναυλία, στις 9 Ιουλίου 2012, σε ένα κατάμεστο Καλλιμάρμαρο.
«Τρεις γενιές Ελλήνων γέμισαν το Καλλιμάρμαρο» είχε γραφτεί τότε, για την αξέχαστη συναυλία που μας προϊδέαζε από τον τίτλο της: «Οι άγγελοι ζουν ακόμα στην Μεσόγειο». Ήταν η συναυλία που ο Γάλλος ποιητής και τροβαδούρος Μπερνάρ Λαβιγιέ είχε αναφωνήσει «Είμαστε όλοι Έλλληνες»… γκρεμίζοντας από το χειροκρότημα και τις ιαχές ενθουσιασμού το αρχαίο στάδιο. Εκεί όπου η συγκίνηση είχε χτυπήσει κόκκινο την ώρα που μαζί με τον Σαλβατόρε Ανταμό (σε γαλλικά και ελληνικά) ο Λαυρέντης τραγουδούσε για το «Καφέ του χαμένου Χρόνου», «Au café du temps perdu». Εκεί που αφιέρωσε ένα τραγούδι στη Μαρία Κάλλας, μαζί με την Βελγίδα σοπράνο Αν-Κατρίν Ζιλέ.
Εκεί που έδωσαν το «παρών» φίλοι και παλιές (μουσικές) αγάπες του: Από την Ελισάβετ Καρατζόλη και την Ελεονώρα Ζουγανέλη έως τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Διονύση Τσακνή, το Χάρη Κατσιμίχα, το Μίλτο Πασχαλίδη και τον Φίλιππο Πλιάτσικα. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αλλά και οι «άγγελοι (του) από τη Μεσόγειο». Όχι μόνον τον Σαλβατόρε Ανταμό, αλλά και ο θρυλικός Κριστόφ (των «Aline» και «Oh mon Amour»), ο Καταλανός τροβαδούρος Ζοζέπ Τερό, οι Ιταλοί Nomadi, ο μεγάλος εκκεντρικός Τονίνο Καροτόνε και η μόνιμη συνοδός του Πιλούκα Αρανγκούρεν.
Στο «καστ» και ο λαϊκός Γιώργος Μαργαρίτης, που είχε τραγουδήσει εξαιρετικά το «Πεθαίνω για σένα», πάνω σε μία ιδέα της Ελένης Ράντου, για την ομότιτλη ταινία του Νίκου Καραπαναγιώτη. Ένα από τα λαϊκά τραγούδια-σταθμούς, που κρατάω από τον τραγουδοποιό Λαυρέντη (τραγουδισμένο και από τον ίδιο σαν αργή κιθαριστική μπαλλάντα).
Δεν θα ξεχάσω τον αγαπημένο του ιταλό συνθέτη Άντζελο Μπραντουάρντι, στο Καλλιμάρμαρο. Με τον οποίο ο «ροκ» Λαυρέντης είχε εξερευνήσει τα λόγια του Φραγκίσκου της Ασίζης και τους μεσαιωνικούς μουσικούς δρόμους, χαρίζοντας στην ελληνική δισκογραφία – πάνω σε ελληνικούς στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου – με τον κοινό τους δίσκο «L’ Infinitamente Piccolo» (2000) ένα ρυθμικό, ταραντελίστικο, τραγούδι – σταθμό: «Ο Σουλτάνος της Βαβυλώνας και η Γυναίκα». Και ένα χρόνο μετά, μαζί με τη δραστήρια Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου και πάνω σε στίχους του φίλου του Ισαάκ Σούση ένα ακόμη τραγούδι επιτυχία του Μπραντουάρντι, τον οποίο θαύμαζε πολύ: «Τερατάκια τσέπης».
Ο μόνος που έλειπε από εκείνη την σύναξη των «αγγέλων» ήταν ο αξέχαστος Δημήτρης Μητροπάνος (είχε φύγει τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς). Που είχε «δέσει» τη λαϊκή δωρικότητά του με την ροκιά του Μαχαιρίτσα. Ο τελευταίος επέμενε να τα παντρέψουν αυτά, παρέα με τον Διονύση Τσακνή, στο νεόκοπο τότε «Music Box» της Πέτρου Ράλλη, το χειμώνα του 2000.
Θυμάμαι τον Λαυρέντη να τσιγκλάει τον Μητροπάνο, στα καμαρίνια: «Έλα, ρε Μήτσο, ρίξε μια ζεϊμπεκιά». Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι ο Μήτσος έστελνε όλη την ένταση της ερμηνείας του στις φλέβες του λαιμού και στο τεντωμένο χέρι του. Έμενε όμως πάντα ακίνητος στη σκηνή.
Μια βραδιά ο Δημήτρης Μητροπάνος τον άκουσε. Και, αίφνης, στην μουσική γέφυρα της θρυλικής «Ρόζας» (Θάνος Μικρούτσικος – Άλκης Αλκαίος) έκανε μια γύρα. Έπεσε το μαγαζί. Σχεδόν πηδούσαν από τον εξώστη για να του… βαρέσουν παλαμάκια στην ζεϊμπεκιά του. Έκτοτε, όλοι περίμεναν την χορευτική γύρα του Μητροπάνου, δωρική κι αντρίκια πάντα, όποτε τραγουδούσε την «Ρόζα». Ακόμη και στο Ηρώδειο. Που επίσης έπεσε από το χειροκρότημα και τις ιαχές ενθουσιασμού, σε μία από τις τελευταίες συναυλίες του.
Τι να θυμηθώ ακόμη; Το ανάποδα κρεμασμένο πιάνο με ουρά στα λιμανάκια του Λαυρίου, όταν γύριζαν το βιντεοκλίπ για το εμβληματικό «Διδυμότειχο Blues», με τον Γιώργο Νταλάρα, το 1991. Παρουσία, πάντα, του Γιάννη Σπυρόπουλου «Μπαχ», που είχε παραδώσει τους στίχους στον Λαυρέντη, όταν εκείνος μια βραδιά του αφηγήθηκε τα της 20μηνης (14 ως «προστάτης» συν έξι μήνες κράτηση!) στρατιωτικής του θητείας. Το μέτρο της αποδοχής του κοινού στο τολμηρό «Διδυμότειχο Blues» χτύπησε κόκκινο, από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του τραγουδιού του. Όχι μόνον σε στρατώνες ή κουτούκια. Το εντυπωσιακό ήταν ότι το «Διδυμότειχο» πέρασε σε όλα τα – ακμάζοντα τότε – «σκυλάδικα». Και καταχωρίστηκε στο ρεπερτόριό τους!
«Και τι ζητάω; Μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω». Όμως αυτό γράφτηκε το 1999, παρέα με το Διονύση Σαββόπουλο, σε στίχους Γιάννη Γεωργακόπουλου. Χιτ σε κάθε εμφάνιση του Λαυρέντη. Μαζί με το «Πόσο σε θέλω» (1987), σε στίχους Γιάννη Σπυρόπουλου «Μπαχ». Ίσως το μεγαλύτερο χιτ, από το 1980, που είχε πλάσει μαζί με τον Αντώνη Μιτζέλο και άλλους, τους «Τερμίτες» (για να θυμίζουν την πρώτη μεγάλη του μουσική αγάπη, τα Σκαθάρια – Beatles). Πολλοί έχουν ξεχάσει ότι το συγκρότημα αρχικά εμφανίστηκε ως αγγλόφωνη P.L.J. Band. Στα χρόνια που ο Λαυρέντης ήταν «το αγόρι με το πλατύ χαμόγελο» που δούλευε, τραγουδώντας συνήθως (έστω, μουρμουρίζοντας), στις αποθήκες της δισκογραφικής «Μίνως Μάτσας και Υιός».
Και χρόνια πολλά πριν την ύστατη συναυλία (επανένωσης) των «Τερμιτών», παρέα με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το 1998, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Όταν πια του άλμπουμ τους «Armageddon» είχε γίνει περιζήτητο, καθώς είχε μπει στα καλύτερα του ελληνικού ροκ.
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με μια προσωπική ανάμνηση, παρέα με ένα ακόμη τραγούδι-σταθμό του Λαυρέντη. Το «Ένας Τούρκος στο Παρίσι», σε στίχους Ισαάκ Σούση, από το σημαντικό άλμπουμ «Νότος». Λευκωσία, τέλη 1996. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας έχει παίξει εκεί τις προηγούμενες μέρες.
Είμαστε σε ένα κλαμπ κολλητά στην «Πράσινη Γραμμή». Στο βάθος, εκεί που τελειώνει το κλαμπ λαβύριθνος, μια τζαμαρία και πίσω της ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο, γεμάτο ροκανίδι. Η κενή «Πράσινη Γραμμή» προς τα Κατεχόμενα. Εκεί έχουν στριμωχτεί οι περισσότεροι θαμώνες. Και χοροπηδώντας (κυριολεκτώ), τραγουδούν, ή μάλλον ουρλιάζουν: «Αυτός ο Τούρκος, Τούρκο θα με κάνει»! Κι ας ήταν ο Τούρκος μόνον ένας… γάτος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News