Ερχεται μία στιγμή στη ζωή του κάθε ανθρώπου, που θεωρείται η πιο αποφασιστική όλων. Υπήρξε μια εποχή, στη δεκαετία του ’90, που ήταν η προσωποποίηση της νίκης, της δύναμης, της αντοχής. Ο Μάικλ Τζόνσον –με το χαρακτηριστικό τρέξιμο της «πάπιας»– ήταν αήττητος στα 200 και 400 μέτρα, έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, έστελνε στα ύψη τα αγωνίσματα και βεβαίως τον ίδιο του τον εαυτό του, που ανέβαινε με ευκολία πιο ψηλό σκαλί του βάθρου. Κι ύστερα; Υστερα ήρθε το εγκεφαλικό…
Ο Μάικλ Τζόνσον ένιωσε ότι έδωσε τον πιο δύσκολο αγώνα αφού είχε αποσυρθεί από τον πρωταθλητισμό, τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν, λίγο προτού κλείσει τα 51 του χρόνια, υπέστη ένα σοβαρότατο εγκεφαλικό.
Η συνέντευξη-εξομολόγησή του στην εφημερίδα Telegraph αποτελεί ένα σπουδαίο παράδειγμα για το πώς είναι να προσπαθεί να ξαναπερπατήσει και να σταθεί στα πόδια του, ένας άνθρωπος που ήταν γεννημένος να τρέχει και να τερματίζει πρώτος.
Η στιγμή λοιπόν, κατά την οποία ο Τζόνσον ένιωσε ότι θα κατάφερνε να αναρρώσει πλήρως από το εγκεφαλικό, ήταν για τον ίδιο ανακουφιστικά οικεία και τρομακτικά εξωπραγματική.
Ηταν μόλις διακόσια μέτρά –η ίδια ακριβώς απόσταση που τον είχε κάνει πρώτο όνομα και κάποτε την είχε τρέξει μέσα σε 19,32 δευτερόλεπτα, επιτυγχάνοντας παγκόσμιο ρεκόρ. Μόνο που αυτή τη φορά, αυτή η απόσταση, ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν υπήρχε το πιστόλι του αφέτη να ηχήσει ώστε εκείνος να ξεκινήσει να τρέχει με όλη του την ορμή. Δεν υπήρχε κόσμος να ζητωκραυγάζει στις κερκίδες. Κι ο ίδιος, δεν είχε πλέον εκείνη υπερήφανη στάση σώματος, με το προτεταγμένο στέρνο, που έγινε σήμα-κατατεθέν και ήταν ασυναγώνιστο σε οποιοδήποτε photo finish.
Αυτή τη φορά, η εκκίνηση ήταν η πιο κρίσιμη απ’ όλες, καθώς ο διάδρομος των 200 μέτρων βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο του Λος Αντζελες. Αντιμέτωπος μονάχα με τον εαυτό του, όρθιος για πρώτη φορά ύστερα από τρεις κρίσιμες ημέρες, με μία ανησυχητική αίσθηση για το τι θα επακολουθούσε.
Επειδή οι παλιές συνήθειες κόβονται πολύ δύσκολα, κοίταξε το ρολόι και άρχισε να χρονομετρά τον εαυτό του. Υστερα από μία ολόκληρη ζωή που ήταν δέσμιος ενός ρολογιού που μετρούσε όχι τα λεπτά, αλλά τα δευτερόλεπτα, του φάνηκε φυσιολογικό ότι έπρεπε να χρονομετρήσει την πιο κρίσιμη κούρσα της ζωής του. Προτάσσοντας το δεξί του πόδι, επιστράτευσε όλη του την αυτοσυγκέντρωση ώστε να το μιμηθεί και η αριστερή, μουδιασμένη του πλευρά και να ακολουθήσει.
«Μου πήρε δεκαπέντε λεπτά» λέει στην πρώτη του συνέντευξη που δίνει μετά το εγκεφαλικό. «Εγώ, που κάποτε ήμουν ο πιο γρήγορος άνθρωπος του κόσμου στην ίδια ακριβώς απόσταση. Ομως δεν με πτόησε αυτή μου η επίδοση. Επέστρεψα στο δωμάτιο του νοσοκομείου και είπα στη γυναίκα μου: “Θα αναρρώσω πλήρως και θα το κάνω πιο γρήγορα από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο».
Αντιμετωπίζοντας την ανάρρωση με στόφα πρωταθλητή, δεν θα μπορούσε να αποτύχει. Προσπαθώντας να κρατηθεί σε φόρμα στα πενήντα του, δεν κάπνιζε, τρεφόταν υγιεινά και γυμναζόταν καθημερινά. Δεν μπορούσε να φανταστεί σε καμία περίπτωση ότι θα πάθαινε εγκεφαλικό στις 31 Αυγούστου 2018. Βγαίνοντας εκείνη την ημέρα από το γυμναστήριο, ένιωσε ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν ένιωσε πόνο, αλλά μία ασυνήθιστη, άβολη αίσθηση στην αριστερή πλευρά του σώματός του. Για κάποιον που είχε τόσο καλή σχέση με το σώμα του, ήξερε ότι το να μην τον υπακούει ξαφνικά το αριστερό του πόδι, δεν ήταν καλό σημάδι.
Οταν άρχισαν οι εξετάσεις στο νοσοκομείο, άρχισε να επιδεινώνεται και η κατάστασή του. Η αριστερή του πλευρά ήταν εντελώς μουδιασμένη και δεν υπάκουγε σε καμία εντολή.
«Οι πρώτες ερωτήσεις που σου έρχονται είναι “θα γίνω καλά; Θα ξαναπερπατήσω; Θα ξανασταθώ στα πόδια μου;”» λέει ο Τζόνσον, συμπληρώνοντας ότι το πιο τρομακτικό απ’ όλα, ήταν το γεγονός ότι οι γιατροί δεν είχαν καμία σαφή απάντηση.
«Αρχίζεις να σκέφτεσαι όσους αγαπάς – “η γυναίκα μου θα αναγκαστεί να με φροντίζει για όλη μου τη ζωή;”. “Θα ζω σε αναπηρικό καροτσάκι;”. “Θα μπορώ να κάνω μόνος μου μπάνιο και να πάω στην τουαλέτα;”. Ξαφνικά το χειρότερο σενάριο δεν φαντάζει και τόσο μακρινό» εξηγεί ο Μάικλ Τζόνσον.
Μετά, έρχονται και άλλα συναισθήματα, όπως θυμός. «Αρχισα να αναρωτιέμαι τι είχα κάνει τόσο λάθος, για να φτάσω σε αυτό το σημείο. Γρήγορα όμως, αποφάσισα να συγκεντρωθώ στο πώς θα γίνω καλύτερα, και να μην αναλωθώ με τέτοιες σκέψεις» εξηγεί.
Και τότε άρχισαν τα δύσκολα. Ουσιαστικά, ήταν σαν να παίρνει από το χέρι τον πενηντάχρονο, ηττημένο εαυτό του, και να του μαθαίνει από την αρχή πώς να περπατάει: δεξί-αριστερό, δεξί αριστερό. «Ηταν οι δικοί μου, πολύ προσωπικοί Ολυμπιακοί Αγώνες. Και χαίρομαι πολύ που πήρα και σε αυτούς ένα μετάλλιο» καταλήγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News