Ηταν 8 Αυγούστου του 1969. Η πανέμορφη ηθοποιός Σάρον Τέιτ, 8,5 μηνών έγκυος στα 26 της, περίμενε το πρώτο της παιδί, καρπό του έρωτά της με τον σύζυγό της, τον σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. Εκείνος, βρισκόταν στην Ευρώπη για τα γυρίσματα μιας ταινίας. Εκείνη, αν και τον είχε επισκεφθεί εκεί, προτίμησε να επιστρέψει τρεις εβδομάδες νωρίτερα στο σπίτι τους, στο Λος Αντζελες. Καθώς επρόκειτο να γεννήσει από στιγμή σε στιγμή, ένιωθε ανασφάλεια να βρίσκεται μόνη στο σπίτι, ειδικά τα βράδια, και έτσι καλούσε φίλους για συντροφιά.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, με το ημερολόγιο να δείχνει 9 Αυγούστου, τέσσερις εντελώς ανεπιθύμητοι επισκέπτες, μέλη της νοσηρής «οικογένειας» του Τσαρλς Μάνσον, έφταναν στο μοιραίο σπίτι, με μία πολύ συγκεκριμένη εντολή από τον αρχηγό τους: «Καταστρέψτε εντελώς όλους εκεί μέσα, σκοτώστε τους όσο πιο φριχτά γίνεται».
Τρεις γυναίκες, οι Σούζαν Ατκινς, Πατρίσια Κρένγουινκελ και Λίντα Καζάμπιαν και ένας άνδρας, ο Τεντ Γουάτσον, έκαναν τη διεστραμμένη εντολή του Μάνσον πραγματικότητα, πυροβολώντας και σφάζοντας την έγκυο Σάρον Τέιτ, τον στενό της φίλο και γνωστό κομμωτή του Χόλιγουντ Τζέι Σέμπρινγκ, τον φίλο του Πολάνσκι και ταλαντούχο σεναριογράφο Βόιτσεχ Φραϊκόφσκι και τη σύντροφό του, Αμπιγκεϊλ Φόλγκερ. Προτού εισβάλουν στο σπίτι, πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα ακόμη άτομο, που εκείνο το βράδυ βρισκόταν ως επισκέπτης στο διπλανό κτίσμα, όπου έμενε ο επιστάτης.
Το Χόλιγουντ δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο όταν ξημέρωσε η 9η Αυγούστου 1969. Οσα άρχισαν να βγαίνουν στο φως για τις αποτρόπαιες δολοφονίες, τύλιξαν στον φόβο έναν κόσμο που συνήθιζε να κυκλοφορεί φωτογενής και ανέμελος, με μοναδικό άγχος, αν θα κέρδιζε τον έναν, ή τον άλλο ρόλο.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις των δολοφόνων της, με τον Γουάτσον και την Ατκινς σχεδόν να μαλώνουν στο δικαστήριο για το ποιος είχε τελικά την «τιμή» να σκοτώσει την έγκυο γυναίκα, η Τέιτ παρακαλούσε να της δώσουν έστω την ευκαιρία να γεννήσει το παιδί της, προτείνοντάς τους να την κρατήσουν ως όμηρο. Η απάντησή τους, ήταν 16 θανάσιμες μαχαιριές, και ενώ η γυναίκα ξεψυχούσε, σύμφωνα πάντα με τις καταθέσεις των δολοφόνων, έλεγε «μητέρα…μητέρα…».
Η Ατκινς έγραψε με το αίμα της Τέιτ τη λέξη «PIG» (γουρούνι) στην πόρτα του σπιτιού. Ακολούθησε η φρίκη, οι συλλήψεις και η καταδίκη των ενόχων, όπως όμως έρχεται να μας υπενθυμίσει η νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, στην πραγματικότητα το Χόλιγουντ δεν συνήλθε ποτέ από όλα αυτά.
Οι πόρτες και τα παράθυρα άρχισαν να κλειδώνουν, οι φράχτες έγιναν ψηλοί και απροσπέλαστοι, τα εντυπωσιακά σπίτια έμοιαζαν πλέον με φρούρια. Και το σημαντικότερο όλων: η οπλοκατοχή, έγινε συνώνυμο της ασφάλειας, καθώς οι περισσότεροι άρχισαν να κοιμούνται με ένα όπλο πάνω στο κομοδίνο τους.
Οπως είχε πει χρόνια αργότερα, η μητέρα της Σάρον, Ντόρις Τέιτ: «Μου πήρε τρία ολόκληρα χρόνια για να συνειδητοποιήσω τι συνέβη στο παιδί μου. Δεν συνέρχεσαι ποτέ από κάτι τέτοιο. Κοιμάμαι με τη Βίβλο και ένα όπλο δίπλα μου. Αν κάποιος μπει στο σπίτι μου, δεν πρόκειται να τον ρωτήσω “ποιος είσαι;”. Θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα».
Ο ηθοποιός Στιβ ΜακΚουίν, λαμπερός σταρ της εποχής, επρόκειτο να βρίσκεται σε εκείνο το σπίτι, εκείνο το βράδυ, όπως όμως αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα η τότε σύζυγός του, ηθοποιός Νέιλι Ανταμς, ήταν μία από τις γνωστές του ατασθαλίες που τον έσωσαν από σίγουρο θάνατο: ο άτακτος Στιβ, προτίμησε να βγει ραντεβού με μία νέα του κατάκτηση, παρά να επισκεφθεί τη φίλη του Σάρον Τέιτ. Είναι από τις φορές, που η συζυγική απιστία, στην κυριολεξία σώζει ζωές.
Η εικόνα του ΜακΚουίν να τοποθετεί σοκαρισμένος και αμίλητος ένα όπλο πάνω στο κλειστό φέρετρο της Τέιτ την ημέρα της κηδείας της, για πολλούς σήμανε τη μανία της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας που έπληξε και πλήττει τις ΗΠΑ. Η Νέιλι Ανταμς είχε άλλωστε πει, πως ήταν τόσο μεγάλο το σοκ του, που «έγινε παρανοϊκός με το θέμα» και δεν την άφηνε να πάει πουθενά χωρίς να έχει μαζί της ένα όπλο.
Το «Once upon a time in Hollywood» (Κάποτε στο Χόλιγουντ) λοιπόν, με τίτλο που παραπέμπει τόσο σε αρχή παιδικού παραμυθιού όσο και σε τίτλο ταινίας γουέστερν, είναι η ματιά του Ταραντίνο πάνω στον φριχτό απόηχο που μπορεί να αφήσει σε μία ολόκληρη κοινωνία ένα τόσο φρικιαστικό γεγονός.
Κεντρικοί ήρωες, ένας όχι και τόσο επιτυχημένος ηθοποιός της τηλεόρασης (Λεονάρντο ντι Κάπριο) και ο κασκαντέρ του (Μπραντ Πιτ), που προσπαθούν να κάνουν καριέρα στο σινεμά, πιστεύοντας ότι τα κατάλληλα άτομα, θα τους ανοίξουν τις κατάλληλες πόρτες.
Την καλλονή Σάρον Τέιτ υποδύεται η Μάργκο Ρόμπι. Οι δύο τυχοδιώκτες θεωρούν ότι όσο πιο κοντά της φτάσουν, τόσο πιο εύκολα θα κερδίσουν τη χολιγουντιανή δόξα. Αλλωστε, όπως είχε γίνει αργότερα γνωστό, ο ίδιος ο παράφρων Μάνσον, ο εγκέφαλος των δολοφονιών, πέρα από τα κτηνώδη του ένστικτα, είχε και καλλιτεχνικά απωθημένα: είχε προσεγγίσει τον ΜακΚουίν ως κινηματογραφικό παραγωγό με ένα σενάριο που ο σταρ του είχε απορρίψει χωρίς καν να το διαβάσει.
Και είχε μπει παλιότερα στο σπίτι της μεγάλης σφαγής ως επίδοξος μουσικός, προσπαθώντας να πείσει τον μουσικό παραγωγό Τέρι Μέλτσερ, ο οποίος ήταν ο προηγούμενος ενοικιαστής, από το 1966 ως το 1969, να του βγάλει δίσκο. Και ο Μέλτσερ, όπως και ο ΜακΚουίν, είχαν απαξιώσει το καλλιτεχνικό όραμα του Μάνσον.
Οπως έχει τονίσει ο Ταραντίνο, στο εντυπωσιακό καστ του οποίου περιλαμβάνονται επίσης ο Αλ Πατσίνο, η Ντακότα Φάνινγκ, ο Κερτ Ράσελ, ο Λουκ Πέρι που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, κ.ά, η ταινία δεν ασχολείται με τα ίδια τα εγκλήματα, αλλά με τα όσα άλλαξαν μια για πάντα στο Χόλιγουντ εξαιτίας τους.
Και ίσως με αυτόν τον τρόπο, ο δαιμόνιος Κουέντιν, ξανασκοτώνοντας την Σάρον Τέιτ, θα προσπαθήσει να αναστήσει το Χόλιγουντ. Το φιλμ, όπως είναι αναμενόμενο, θα κάνει πρεμιέρα στις ΗΠΑ στις 9 Αυγούστου του 2019, όταν δηλαδή θα συμπληρώνονται 50 ολόκληρα χρόνια από το βράδυ που ένας από την άτυχη συντροφιά της Τέιτ ρώτησε έναν από τους εισβολείς «ποιος είσαι;» για να πάρει την απάντηση: «Είμαι ο διάβολος και ήρθα να κάνω τη διαβολοδουλειά μου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News