Μπροστά στον… γκρεμό της πολιτικής στροφής 180 μοιρών και στο… ρέμα των απρόβλεπτων πολιτικών εξελίξεων για ολόκληρη τη Γερμανία βρέθηκε ο Μάρτιν Σουλτς των Σοσιαλδημοκρατών:
Να αναιρέσει την απόφαση που είχε ήδη πάρει ήδη από τη βραδιά των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου να μην συμμετάσχει το SPD σε έναν νέo Μεγάλο Συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές;
Ή, μετά την αποτυχία σχηματισμού του συνασπισμού «Τζαμάικα», να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα και για την εκλογική τους δύναμη;
Φαίνεται ότι στο μυαλό του ηγέτη του SPD πρυτάνευσε –επιτέλους– η πρώτη επιλογή, ασχέτως αν για τον ίδιο θα είναι μια πολιτική υποχώρηση. Ο Σουλτς με δήλωσή του στο Twitter το μεσημέρι της Παρασκευής –και αφού είχε προηγηθεί την Πέμπτη η συνάντησή του με τον πρόεδρο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ– ανακοίνωσε ότι το κόμμα του θα συνδράμει στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. «Για το αν θα συμμετάσχουμε σε κυβέρνηση θα ψηφίσουν τα μέλη του SPD» συμπλήρωσε, σε μια εξέλιξη που απομακρύνει το ενδεχόμενο νέων εκλογών αλλά και οδηγεί τους Σοσιαλδημοκράτες (και τον ίδιο) σε μια σύνθετη κατάσταση εσωκομματικού δημοψηφίσματος.
In einem dramatischen Appell hat der Bundespräsident die Parteien zu Gesprächen aufgerufen. Dem werden wir uns nicht verweigern. Sollten diese dazu führen, dass wir uns in welcher Form auch immer an einer Regierungsbildung beteiligen, werden die SPD-Mitglieder darüber abstimmen.
— Martin Schulz (@MartinSchulz) November 24, 2017
Ως γνωστόν, η κατάρρευση, τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας, των συνομιλιών μεταξύ των CDU/CSU, FDP και Πρασίνων έφερε τις πρωτοβουλίες σχηματισμού κυβέρνησης πίσω στα χέρια του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Από τις διαδοχικές επαφές που είχε την Πέμπτη με τους επικεφαλής των Πρασίνων, των Φιλελευθέρων, των Χριστιανοκοινωνιστών αλλά και άλλων θεσμικών παραγόντων, η πιο σημαντική ήταν αυτή με τον επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών: ήταν μια «εσωκομματική» συζήτηση καθώς ο πρόεδρος της Γερμανίας προέρχεται από τις τάξεις του SPD.
Επισήμως, στόχος του προέδρου ήταν απλώς να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του Σουλτς και να διαπιστώνει πόσο κατηγορηματικό είναι το «όχι» του στο ενδεχόμενο νέας κυβερνητικής συνεργασίας με την παράταξη της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.
Οπως είχε προϊδέασει την περασμένη Κυριακή σε συνέντευξή του στην Welt am Sonntag, ο γερμανός πρόεδρος προειδοποίησε κάθε συνομιλητή του για τις συνέπειες νέων εκλογών. Είναι εξάλλου γνωστό ότι ο Σταϊνμάγερ είναι υπέρ σταθερών κυβερνήσεων και όχι υπέρ πειραμάτων τύπου κυβερνήσεων μειοψηφίας, σημείωσε η Deutsche Welle.
Δεν ήταν, λοιπόν, λίγοι εκείνοι που προεξόφλησαν ότι ο Σουλτς τελικά θα υπαναχωρήσει και θα ενδώσει στις όλο και μεγαλύτερες πιέσεις που δέχεται και από στελέχη του κόμματός του. Με κάποιο τρόπο ο Σουλτς «θα ανοίξει την πόρτα του Μεγάλου Συνασπισμού», εξήγησαν και σημείωσαν ότι αυτό θα γίνει είτε με την απευθείας συνεργασία (για την οποία πρέπει να αρχίσει νέος γύρος συνομιλιών) είτε με την έμμεση στήριξη με την μορφή της κυβέρνησης μειοψηφίας. Κάποιοι άλλοι προϊδέασαν την κοινή γνώμη ότι ο ηγέτης του SPD θα δεχτεί και να μείνει στο περιθώριο ώστε να μη δεχθεί τη φθορά της υπαναχώρησης.
Σε δηλώσεις του την Πέμπτη στο πρακτορείο ειδήσεων dpa, ο Σουλτς είχε εμφανιστεί αισιόδοξος λέγοντας ότι «τις επόμενες μέρες και εβδομάδες θα βρούμε μια καλή λύση για τη χώρα μας», δήλωση που, κατά τους αναλυτές, ήταν μια προαναγγελία αναδίπλωσής του.
«Δεν μπορεί το SPD να κάνει σαν παιδί»
«Θα αναμείνουμε την περαιτέρω διαδικασία από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από σεβασμό στον θεσμό του προέδρου, το κόμμα είναι διατεθειμένο να συζητήσει με τα άλλα κόμματα. Το SPD είναι πεπεισμένο ότι πρέπει να συνομιλήσουμε, το SPD δεν θα μείνει αποκλεισμένο από τη συζήτηση», δήλωσε αργά τη νύχτα ο γενικός γραμματέας του SPD Χουμπέρτους Χάιλ, έπειτα από οκτάωρη συνεδρίαση της ηγεσίας του κόμματος υπό τον Σουλτς.
Από την άλλη πλευρά, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μας, σημαίνον στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «το SPD δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν μουτρωμένο παιδί στη γωνιά του». Αλλα στελέχη του SPD τάχθηκαν υπέρ της υποστήριξης μίας κυβέρνησης μειοψηφίας υπό την παράταξη της Μέρκελ, επιλογή που μέχρι στιγμής αποκλείει η καγκελάριος για να μην αναγκάζεται «να αναζητεί πλειοψηφία για τη λήψη κάθε μίας απόφασης».
Η κυβέρνηση «Κένυα»
Εναν άλλον «δημιουργικό δρόμο» πρότειναν ο Bόλφγακνγκ Τίρζε, πρώην πρόεδρος της Μπούντεσταγκ και η πρώην υποψήφια για την προεδρία της Δημοκρατίας, Γκεζίνε Σβαν. Με ανοικτή επιστολή τους, η οποία δημοσιεύεται στην Berliner Zeitung, προς την κοινοβουλευτική εκπρόσωπο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Αντρέα Νάλες, τάχθηκαν υπέρ ενός συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, δηλαδή υπέρ του λεγόμενου συνασπισμού τύπου «Κένυα» (από τα χρώματα της σημαίας της χώρας αυτής και τα αντίστοιχα αυτών των γερμανικών κομμάτων).
Σε κάθε περίπτωση μια υπαναχώρηση του SPD από τις αρχικές θέσεις του ίσως χρειαστεί και μια πολιτική θυσία, αυτή του ίδιου του Σουλτς.
Το ρίσκο για το SPD
Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν πλέον να ζυγίσουν τα οφέλη και τις ζημιές από τη συμμετοχή σε έναν νέο συνασπισμό.
Με τον φόβο της ακυβερνησίας, θα μπορούσαν σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις να ζητήσουν και να λάβουν πολλά ανταλλάγματα. Μεταξύ άλλων, μια πιο φιλική και επιθετική ευρωπαϊκή πολιτική, την καθιέρωση κατώτατων συντάξεων, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την εκπαίδευση. Το SPD πιθανότατα θα εξασφάλιζε δυο σημαντικά υπουργεία, το Εξωτερικών αλλά και το Οικονομικών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πια στο κάδρο ο Βόλφγανγκ Σόιμπλε.
Πάντως η βάση του κόμματος δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιασμένη από το ενδεχόμενο, αλλά ούτε και όλη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος.
Τα πολύ χαμηλά ποσοστά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου χρεώνονται (και) στη συνεργασία με το CDU, η οποία ανάγκασε το SPD να συμφωνεί αλλά και να εφαρμόζει μέτρα που ήταν αντίθετα από την φιλοσοφία του. Η ήττα τον Σεπτέμβριο θα ήταν μια ευκαιρία για ιδεολογική και οργανωτική επανεκκίνηση που τώρα μπορεί να και να πάει χαμένη.
(Περίπου) Θετικοί και στο CDU
Από την άλλη πλευρά, στους Χριστιανοδημοκράτες εμφανίζονται και αυτοί πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, αν και εδώ οι αστερίσκοι είναι πολλοί.
Ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, Φόλκερ Κάουντερ, τάχθηκε υπέρ λέγοντας ότι η Ευρώπη περιμένει αποτελέσματα και υπενθύμισε ότι η Γερμανία πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσε ο Εμανουέλ Μακρόν.
Αν μη τι άλλο, η ίδια η Μέρκελ δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο, ωστόσο έχει δηλώσει έτοιμη και για νέες εκλογές αν αυτό χρειαστεί, οι οποίες θα ανοίξουν ένα νέο κύκλο συζητήσεων.
Υπάρχει, βέβαια, και το θέμα των συμφωνιών που θα πρέπει να γίνουν για να κλείσει ο πολυπόθητος συνασπισμός. Ο γνωστός για τις σκληρές του θέσεις επικεφαλής του CSU Χορστ Ζεεχόφερ προσδιόρισε με σαφήνεια ότι «δεν θα μας εκβιάσουν», εννοώντας ότι η παράταξη δεν μπορεί να υποχωρήσει πολύ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News