Τον έχουν αποκαλέσει «νέο Στεφ Κάρι», αν και είναι μόλις έναν χρόνο μικρότερος από τον διάσημο «τριποντάκια» των Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς. Εχει μιλήσει με θαυμασμό για αυτόν, μεταξύ άλλων, ο Μπαράκ Ομπάμα (όταν ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ): «Είναι απίστευτος! Προφανώς, ο κορυφαίος σκόρερ στη χώρα. Σπουδαίο ταλέντο». Το 2011 ο Κέβιν Ντουράντ είχε γράψει στο Twitter πως πρόκειται για τον «καλύτερο σουτέρ στον κόσμο».
Στο ΝΒΑ ο Τζίμερ Φριντέτ δεν έκανε την καριέρα που ο ίδιος ονειρευόταν (και όλοι περίμεναν), όμως δεν παύει να είναι ένας από τους παίκτες που δεν πιστεύαμε ότι θα δούμε με τη φανέλα δικού μας συλλόγου και, μάλιστα, στους μνημονιακούς καιρούς του ελληνικού μπάσκετ. Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό θυμίζει άλλες, μακρινές εποχές: τότε που ανυποψίαστοι απολαμβάναμε την επίπλαστη ευμάρειά μας, και ένα διετές συμβόλαιο 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν… ρουτίνα για τον πατέρα και τον θείο του Δημήτρη Γιαννακόπουλου.
Σήμερα αυτά τα χρήματα τα δίνουν η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, η Φενέρμπαχτσε… Στην Ισπανία ουσιαστικά τα πληρώνει η Εφορία. Η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ δεν θεωρούνται ξεχωριστές ανώνυμες εταιρείες, αλλά αθλητικά τμήματα των συλλόγων τους. Ετσι, τα ποσά που εκταμιεύονται για τις μπασκετικές ομάδες (από τα τεράστια έσοδα των ποδοσφαιρικών) βοηθούν τους συλλόγους να εμφανίζουν λιγότερα κέρδη – και να γλιτώνουν φόρο. Στη Ρωσία και στην Τουρκία οι φορολογικοί συντελεστές που ισχύουν για τα συμβόλαια των αθλητών είναι εξαιρετικά χαμηλοί. Ενώ εδώ…
Για τα 3,5 εκατ. δολάρια που θα εισπράξει «καθαρά» ο Αμερικανός, ο Παναθηναϊκός θα πληρώσει άλλα 1,6 εκατ. σε φόρους. Μαζί με τα μπόνους, το σπίτι που θα του παραχωρήσει, συν κάποιες άλλες παροχές (όπως τα 24 αεροπορικά εισιτήρια business class Αθήνα – Νέα Υόρκη – Αθήνα), το συνολικό κόστος της μεταγραφής θα ξεπεράσει τα 6 εκατ. δολάρια. Ο Φριντέτ θα είναι ο δεύτερος πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης του «εξάστερου» μετά τον Νικ Καλάθη, που έχει «καθαρές» ετήσιες αποδοχές γύρω στα 2,3 εκατ. δολάρια.
Ο ηγέτης της ΚΑΕ Παναθηναϊκός τόλμησε αυτήν την οικονομική υπέρβαση για να φέρει έναν… σεσημασμένο σκόρερ, που όμοιός του δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Αλλά και στην Ευρώπη, δεν θα βρεις περισσότερους από δύο τρεις παίκτες με τέτοιο «χέρι». «Τα βάζει από παντού», όπως λέμε στην μπασκετική αργκό. Με όποιον τρόπο επιθυμεί. Με μακρινό σουτ, με σουτ από μέση απόσταση, έπειτα από ντρίμπλα (καλύτερα, ίσως, από οποιονδήποτε άλλον γκαρντ στην Ευρωλίγκα), στον αιφνιδιασμό, ή στο «ένας εναντίον ενός». Το χαμηλό του ύψος (είναι 1,88 – δέκα πόντους πιο κοντός από τον Καλάθη) του χαρίζει ευελιξία και, κυρίως, ταχύτητα. Σουτάρει τόσο γρήγορα, που οι αντίπαλοί του δεν προλαβαίνουν να αντιδράσουν.
Το περιφερειακό σουτ είναι… η σπεσιαλιτέ του, από τότε που φοιτούσε στο κολλέγιο του Brigham Young (BYU) και αγωνιζόταν στους Κούγκαρς (2007-2011). Στην τελευταία του σεζόν στο NCAA αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ (με μέσον όρο τους 28,9 πόντους και 45,2% ευστοχία στο τρίποντο), αλλά και πολυτιμότερος παίκτης (MVP) του κολλεγιακού πρωταθλήματος. Γι’ αυτό, στο draft του 2011 επιλέχτηκε -από τους Μιλγουόκι Μπακς- στο Νο 10. Μπροστά από τον Καουάι Λέοναρντ (Νο 15), τον Κλέι Τόμπσον (Νο 11) και τον Τζίμι Μπάτλερ (Νο 30), σημερινούς «αστέρες» του ΝΒΑ.
Εκείνη την εποχή, στα 22 του, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του αμερικανικού μπάσκετ. Αλλά, άγνωστο γιατί, στο κορυφαίο πρωτάθλημα δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Ηταν και άτυχος. Στην πρώτη του σεζόν στο Σακραμέντο (όπου βρέθηκε μετά την ανταλλαγή που έκαναν οι Μπακς με τους Κινγκς) έπεσε πάνω στο μεγάλο λοκ-άουτ. Στους Κινγκς έπαιξε -ελάχιστα- έως το 2014. Στα δύο επόμενα χρόνια φόρεσε τις φανέλες των Σικάγο Μπουλς, Νιού Ορλίνς Πέλικανς και Νιού Γιόρκ Νικς. Κι έπειτα, το 2016, έφυγε για την Κίνα.
Εκεί, στους Σανγκάι Σαρκς, ξαναβρήκε τον εαυτό του. Επί τρεις σεζόν κατέγραψε ποσοστά ευστοχίας άνω του 41% στα σουτ τριών πόντων. Πυροβολούσε τα αντίπαλα καλάθια σαν πολυβόλο. Με αποκορύφωμα τους 70+ πόντους που πέτυχε σε δύο αγώνες, το 2017 και το 2018. Δεν έπεσε, ποτέ, κάτω από τους 30. Εφέτος, προτού επιστρέψει στο ΝΒΑ για να ολοκληρώσει τη χρονιά με τα χρώματα των Φοίνιξ Σανς, έβαζε (κατά μέσον όρο) 36,9 πόντους ανά αγώνα.
Ο νεοϋορκέζος γκαρντ, που γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1989, δεκαοκτώ μέρες μετά τον Καλάθη, θα μπορούσε να είχε έρθει στην Ελλάδα πέντε χρόνια νωρίτερα. Ο Γιαννακόπουλος τον είχε βάλει στο μάτι από τη χρονιά που ανέλαβε τον Παναθηναϊκό. Το 2014 οι δύο πλευρές βρέθηκαν πολύ κοντά στη συμφωνία, όμως τότε το «Τριφύλλι» διαπραγματευόταν και με τον Καλάθη, ο οποίος είχε ζητήσει χρόνο για να το σκεφτεί. Την ώρα που ο Φριντέτ ετοιμαζόταν να μπει στο αεροπλάνο για Αθήνα, ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να περιμένει τον Νικ. Ετσι, η μεταγραφή του Αμερικανού δεν ολοκληρώθηκε, αν και η άφιξη του Νικ καθυστέρησε κατά έναν χρόνο.
Δεν έχει ξαναπαίξει στην Ευρώπη. Οπότε, το ερώτημα είναι αν θα καταφέρει να προσαρμοστεί στο διαφορετικό μπάσκετ που παίζεται εδώ. Κυρίως, αν θα αντέξει το «ξύλο» που ρίχνουν οι σκληρές άμυνες των ομάδων της Ευρωλίγκας. Επιπλέον, δεν μαρκάρει. Ούτε… με τα μάτια. Είναι, ίσως, το μόνο του μειονέκτημα – και ένας πονοκέφαλος για τον κόουτς, Αργύρη Πεδουλάκη. Αλλά, το φονικό του σουτ είναι ένας πειρασμός, πιο ισχυρός από κάθε δισταγμό. Ακόμη και αν δεν βοηθήσει ουσιαστικά τον Παναθηναϊκό να επιστρέψει στα Φάιναλ-4, ο Φριντέτ είναι ο σόουμαν που θα φέρει πολύ κόσμο στο γήπεδο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News