Είναι απλώς ένας ηλικιωμένος που νοσταλγεί, όπως όλοι οι ηλικιωμένοι, την εποχή της νιότης του, όπου όλα ήταν πιο γνήσια, πιο αθώα, πιο ιδανικά; Ενας ηλικιωμένος που όπως κάθε ηλικιωμένος, αμφισβητεί τα επιτεύγματα των επιγόνων του; Οχι. Δεν μπορείς να το πεις αυτό για τον κολοσσό Μάρτιν Σκορσέζε, τον άνθρωπο που αναδιαμόρφωσε την Εβδομη Τέχνη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες αλλά τώρα βλέπει το κινηματογραφόφιλο κοινό να έχει παγιδευτεί στην υστερία και το στιλιζάρισμα των μπλοκμπάστερ και αυτό τον ενοχλεί. Τι ήθελε λοιπόν να πει ο αγαπημένος Μάρτιν όταν υποστήριξε ότι οι ταινίες της Marvel, σταθερά από τις πλέον εμπορικές και προβεβλημένες των τελευταίων ετών, δεν είναι σινεμά (εδώ);
Την απάντηση στο ερώτημα έδωσε ο ίδιος ο 77χρονος σκηνοθέτης, ο άνθρωπος που μεταξύ τόσων άλλων μας προσέφερε τον «Ταξιτζή», «Το οργισμένο είδωλο», τον «Τελευταίο Πειρασμό» «Τα καλά παιδιά», τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».
Ο Σκορσέζε έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα New York Times με το οποίο ξεκαθάρισε τα πράγματα: «Δεν νομίζω ότι είναι κινηματογράφος, δεν κάνουν για μένα αυτές οι ταινίες, δεν είναι κοντά σε ό,τι αγάπησα σε όλη μου τη ζωή» – σε αυτές τις αράδες, και με αυτήν ακριβώς τη λιτότητα, μπορεί να συνοψιστεί η εικόνα που έχει ο Σκορσέζε για τις εικόνες της Marvel, τους δημοφιλής «Χ-Men» και τους «Avengers».
Δηλώνει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για όσους θεωρούν ότι μίλησε με μίσος για τις ταινίες της Marvel. Βάζει όμως και λίγο νερό στο κρασί του: «Το ότι οι ταινίες αυτές δεν με ενδιαφέρουν, αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου και ιδιοσυγκρασίας. Αν ήμουν νεότερος, μπορεί και να ενθουσιαζόμουν με δαύτες».
Στη συνέχεια αναλύει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκε αυτός την κινηματογραφική κάμερα τόσα δημιουργικά χρόνια, θέλοντας να εμβαθύνει στους χαρακτήρες της πραγματικής ζωής: «Ο κινηματογράφος ήταν μία αποκάλυψη: αισθητική, συναισθηματική, πνευματική» υπογραμμίζει. Κατέγραφε τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων, την αντιφατικότητά τους, αναλύει περαιτέρω ο Σκορσέζε. «Ηταν μορφή τέχνης» αποφαίνεται.
Μπέργκμαν και Γκοντάρ περνούν από τις αράδες του κειμένου του σαν ευρωπαϊκές πινελιές ποιότητας πάνω στο σελιλόιντ, αλλά και ο Χίτσκοκ είναι, οπωσδήποτε, απαραίτητος: «Κάθε νέα ταινία του Χίτσκοκ ήταν ένα γεγονός». Εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος απήλαυσε τα φιλμ «Ψυχώ» και «Ξένοι στο τρένο» (μνημονεύοντας το δεύτερο, πάντως, δεν θυμάται την Πατρίτσια Χάισμιθ, τη μεγάλη συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε ο Χίτσκοκ – δεν πειράζει). «Αυτών των φιλμ δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία της πρώτης θέασης».
Επανερχόμενος στο θέμα του, στις ταινίες της Marvel, γράφει ότι «εδώ και σε όλον τον κόσμο αυτές οι ταινίες είναι η κύρια επιλογή, εφ’ όσον θέλετε να δείτε κάτι στη μεγάλη οθόνη». Αυτό λοιπόν τον ενοχλεί περισσότερο απ’ όλα.
«Τα τελευταία 20 χρόνια, αυτό το γνωρίζουμε όλοι, οι κινηματογραφικές μπίζνες έχουν αλλάξει. Η πιο δυσοίωνη αλλαγή είναι ότι σταδιακά αλλά σταθερά εξαλείφθηκε ο κίνδυνος. Πολλές ταινίες σήμερα είναι τέλεια προϊόντα, παρασκευασμένα για άμεση κατανάλωση. Πολλά από αυτά είναι καλά κατασκευασμένα, από ομάδες ταλαντούχων ατόμων. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν κάτι απαραίτητο για τον κινηματογράφο: το όραμα του μεμονωμένου καλλιτέχνη».
Τονίζει ότι ορισμένες επιχειρήσεις θεάματος αδιαφορούν πλέον απολύτως για το ζήτημα «τέχνη» στο σινεμά. «Δυστυχώς έχουμε δύο ξεχωριστά πεδία: την παγκόσμια οπτικοακουστική ψυχαγωγία και τον κινηματογράφο. Εξακολουθούν να επικαλύπτονται από καιρού εις καιρόν, αλλά όλο και σπανιότερα». Το τελικό συμπέρασμά του για το μέλλον του σινεμά, μάλλον πικρό: «Για όσους ονειρεύονται να κάνουν ταινίες ή που μόλις ξεκινούν, η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι βίαιη και αφιλόξενη. Ακόμη και η συγγραφή αυτού του κειμένου μού προκαλεί θλίψη»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News