Εξι μετάλλια, μεταξύ των οποίων τρία χρυσά, δεν τα περίμενε κανείς. Στο προηγούμενο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, στο Αμστερνταμ, είχαμε πάρει δύο. Τώρα, στο Βερολίνο, η Εθνική μας ομάδα στίβου ισοφάρισε την καλύτερή της επίδοση: τα έξι μετάλλια που είχε κατακτήσει το 2002 στο Μόναχο. Μόνο που, τότε, οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Η Ελλάδα προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, και στον αθλητισμό είχε πέσει πολύ χρήμα. Λεφτά υπήρχαν, ακόμα.
Η πέμπτη θέση στην τελική κατάταξη, ανάμεσα σε 51 χώρες, ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος. Δώδεκα αθλητές και αθλήτριές μας προκρίθηκαν στους τελικούς των αγωνισμάτων τους. Εξι κατέκτησαν μετάλλιο. Στις γυναίκες, το ποσοστό επιτυχίας ήταν τέσσερις στις έξι. Αρκετοί και αρκετές ακόμη έχασαν την πρόκριση στις λεπτομέρειες. Οι πρωταγωνιστές των υπέροχων παραστάσεων που έδωσε ο ελληνικός στίβος στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα, αποθεώθηκαν όπως τους άξιζε. Αδικήσαμε, όμως, τους σκηνοθέτες τους.
Ο πιο σημαντικός από αυτούς, ο Γιώργος Πομάσκι, έχει βάλει το χεράκι του σε τρία από τα έξι μετάλλια του Βερολίνου, αλλά και σε πολλά άλλα που η Ελλάδα κατέκτησε τα 20 τελευταία χρόνια. Είναι Ελληνας από επιλογή. Κάποτε λεγόταν Γκιόργκι και αγωνιζόταν (στο τριπλούν) για τη Βουλγαρία. Το 1988 τον έφερε στα μέρη μας ο έρωτας και ο ήλιος. Θα έμενε για λίγο. Εμεινε για πάντα. Απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και έγινε ομοσπονδιακός προπονητής του ΣΕΓΑΣ (ελληνική ομοσπονδία στίβου). Σήμερα καθοδηγεί, μεταξύ άλλων, τη Βούλα Παπαχρήστου, τον Μίλτο Τεντόγλου και τον Δημήτρη Τσιάμη. Από τα χέρια του έχει περάσει η ελίτ των ελλήνων αθλητών και αθλητριών του μήκους και του τριπλούν. Πέρυσι πήρε προαγωγή. Εγινε προπονητής – συντονιστής για όλα τα αγωνίσματα του στίβου.
Προτού αγαπήσει την Ελλάδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε (1985) την Εβίτα (Εύα Νικολάου). Εκείνη ήταν φοιτήτρια στη Σόφια. Εκείνος, «φτασμένος» αθλητής του τριπλούν. Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ (1988) αποφάσισε να πραγματοποιήσει την προετοιμασία του στην πατρίδα της συζύγου του, με τον γαλανό ουρανό και το υπέροχο κλίμα. Είχαν ήδη μια κόρη, την Ιλίνα, που τον έκανε παππού στα 55 του. Τελικώς δεν επιλέχθηκε για τους Αγώνες, κι έτσι αποφάσισε να στραφεί στην προπονητική. Στο τελευταίο άλμα της καριέρας του (17,03μ.) πρόλαβε να σπάσει το «φράγμα» των 17 μέτρων. Για να έχει το δικαίωμα να λέει στους μαθητές του, αργότερα, πως «δεν μπορείς να λέγεσαι αθλητής του τριπλούν, εάν δεν πηδάς τουλάχιστον 17 μέτρα».
Με την Ελλάδα «κόλλησε». Εφυγε για τη Βουλγαρία το 2005, όταν ήρθε σε ρήξη με τον ΣΕΓΑΣ, διαφωνώντας για τις μεθόδους προετοιμασίας των αθλητών. Εγκατέλειψε -προσωρινά- και την προπονητική. Θα γινόταν συνέταιρος του επιχειρηματία Γιώργου Γλου στη Σόφια. Αλλά, ένα χρόνο αργότερα, επέστρεψε. Στην οικογένειά του, που είχε μείνει εδώ, και στο πόστο του στον ΣΕΓΑΣ.
Ο πρώτος του μαθητής ήταν ο Σπύρος Βασδέκης. Τον ανέλαβε όταν η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει, ακόμη, επίδοση πάνω από τα 7,80μ. στο μήκος. Λίγο καιρό αργότερα, ο Βασδέκης ξεπέρασε τα οκτώ μέτρα. Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει ο βούλγαρος (τότε) προπονητής. Ετσι άρχισε η ένδοξη καριέρα του Πομάσκι στον ελληνικό στίβο, αλλά και η στενή φιλία του με τον (πρώην, πλέον) αθλητή του. Ανοιξαν μαζί μια καφετέρια στο Γαλάτσι και έχτισαν τα εξοχικά τους στη Λούτσα δίπλα – δίπλα.
Με την καθοδήγησή του, η αδελφή του Σπύρου Βασδέκη, η Ολγα, έγινε η πρώτη ελληνίδα που πέρασε τα 15 μέτρα στο τριπλούν. Η Νίκη Ξάνθου, τα επτά στο μήκος. Η Νίκη του έφερε και το παρθενικό του μετάλλιο: το αργυρό στο Παγκόσμιο της Αθήνας (1997). Αργότερα έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης στον κλειστό στίβο. Ο «πατέρας των αλμάτων» -έτσι τον αποκαλούν στον στίβο- διαθέτει μια εκπληκτική ικανότητα να παίρνει από τους αθλητές του ό,τι καλύτερο έχουν να δώσουν. Με… μαστίγιο και καρότο. Είναι φοβερό, πώς μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο τόση αυστηρότητα και τόση στοργή.
Το περιστατικό με τη Βούλα Πατουλίδου είναι χαρακτηριστικό. Το 1992, στη Βαρκελώνη, η Πατουλίδου είχε γράψει ιστορία με το χρυσό της μετάλλιο («για την Ελλάδα, ρε γαμώτο») στα 100μ. εμπόδια. Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, όμως, θα ήταν 31 ετών. Στα σπριντ δεν είχε καμία τύχη. Ετσι, ο Πομάσκι την έπεισε να αλλάξει αγώνισμα. Στην πρώτη τους προπόνηση στο μήκος, το επόμενο Φθινόπωρο, ο προπονητής εμφανίστηκε κρατώντας μια σοκολάτα. Της την προσέφερε και της είπε: «ας είναι γλυκός ο δρόμος μας». Αυτός ο δρόμος, μέχρι να φτάσει στους Αγώνες της Ατλάντα (1996), ήταν για τη Βούλα ο μεγαλύτερος ανήφορος στην αθλητική της καριέρα.
Σοκολάτα είπαμε; Ενα άλλο περιστατικό δείχνει την εφευρετικότητα του Πομάσκι στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τους αθλητές του. Η Τσιαμήτα (Βούλα κι αυτή), που ήταν σπουδαία αθλήτρια αλλά πολύ δύσκολος χαρακτήρας, είχε μανία με τις σοκολάτες. Κάθε Δευτέρα ο προπονητής τη ζύγιζε και διαπίστωνε ότι μέσα στο Σαββατοκύριακο είχε πάρει δυο τρία κιλά. Με τα «μη» δεν γινόταν τίποτα. Μια μέρα, λοιπόν, ο Πομάσκι την προέτρεψε να τρώει κάθε μέρα σοκολάτες. Οσο περισσότερες μπορεί. Ωσπου η Τσιαμήτα τις σιχάθηκε και δεν ήθελε ούτε να τις δει. Πολύ σύντομα οι επιδόσεις της απογειώθηκαν. Το 1999 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο τριπλούν. Παρά το γεγονός ότι τρεις φορές διέκοψε την καριέρα της, για να επιστρέψει και να αρχίσει από την αρχή.
Το ίδιο συνέβη και με την τρίτη Βούλα της προπονητικής του ζωής, τη Βούλα Παπαχρήστου. Την ανέλαβε σε πολύ μικρή ηλικία και την έκανε πρωταθλήτρια Ευρώπης σε δυο διαδοχικές διοργανώσεις νεανίδων (2009, 2011). Επειτα από την εξαφάνισή της από τον στίβο, η Παπαχρήστου έτρεξε πάλι στον Πομάσκι για να αναστήσει την καριέρα της. Εκείνος της έβαλε κάποιους όρους, εκείνη τους δέχτηκε και η συνέχεια είναι γνωστή: τέσσερα μετάλλια σε μεγάλη διοργάνωση μέσα σε τρία χρόνια, με αποκορύφωμα το «χρυσό» στο Βερολίνο.
Από τα χέρια του δεν πέρασαν μόνον ο Βασδέκης, η Ξάνθου, η Βασδέκη, η Τσιαμήτα, η Πατουλίδου, ο Παπακώστας, ο Τσάτουμας, ο Τσιάμης, η Παπαχρήστου, ο Τεντόγλου κ.ά., αλλά και… ο Τζιοβάνι, ο Γκόγκιτς, ο Ζάχοβιτς, ο Αλεξανδρής, ο Τζόρτζεβιτς, ο Οφορίκουε… Το 2000 η ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού, με τον Τάκη Λεμονή στον πάγκο, τον είχε προσλάβει ως γυμναστή. Η συνεργασία του με την ΠΑΕ κράτησε δύο χρόνια. Του έλειψε ο στίβος. Επιπλέον, οι ποδοσφαιριστές τον έβρισκαν πολύ απαιτητικό.
Μοιάζει με σκηνοθέτη των μεταλλίων και των ρεκόρ. Διευθύνει τα πάντα, καθοδηγεί τους αθλητές – πρωταγωνιστές, μα εκείνος δεν φαίνεται πουθενά. Εχει ανεβάσει στο πόντιουμ των νικητών «γενιές και γενιές», όμως ο ίδιος ανέβηκε σε αυτό μόνο μια φορά: όταν η ευρωπαϊκή ομοσπονδία στίβου τον βράβευσε, το 2017 στο Βίλνιους της Λιθουανίας, για το έργο του στην προπονητική. Παρέλαβε το βραβείο του στην Ελλάδα. Για να μην απουσιάσει, έστω δυο μέρες, από τα καθήκοντά του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News