Οι παλιοί θα τον θυμούνται ως τον «κέρβερο» τερματοφύλακα των τριών διαδοχικών «νταμπλ» (1957-1959), που κανείς δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Ούτε, καν, οι καλύτεροι απ’ όσους τα επόμενα χρόνια υπερασπίστηκαν την «ερυθρόλευκη» εστία: ο Κελεσίδης, ο Σαργκάνης, ο Νικοπολίδης, ο Ρομπέρτο, ο Σα… Οι νεώτεροι, ως τον ανιδιοτελή παράγοντα -γενικό αρχηγό, αντιπρόεδρο και επίτιμο πρόεδρο- που έβαζε την αγαπημένη του ομάδα πάνω απ’ όλα: την οικογένειά του, τη δουλειά του, τις πολιτικές του πεποιθήσεις, το συμφέρον του και, στο τέλος, την υγεία του. Και οι αντίπαλοι, ως τον μονότονο προπαγανδιστή του μεγαλείου του Ολυμπιακού, που επιτίθετο με ιερή μανία σε όποιον δεν συμφωνούσε ότι το Σύμπαν συνωμοτούσε σε βάρος του συλλόγου.
Αλλοι τον λάτρευαν, άλλοι τον αντιπαθούσαν. Ετσι συμβαίνει, συνήθως, με τις ισχυρές προσωπικότητες που δεν στρογγυλεύουν τα λόγια τους κι έχουν το σπαθί τους πάντα γυμνό, έτοιμο για μάχη. Η Ιστορία, όμως, που βλέπει τα πράγματα με τη δική της, ψύχραιμη ματιά, του έχει κρατήσει μια θέση στην «αθανασία» για δυο λόγους που το συναίσθημα δεν μπορεί να αμφισβητήσει.
Ο ένας είναι η αφοσίωσή του στον σύλλογο που αγάπησε. Αρχίζοντας να μετράμε από το καλοκαίρι του 1952, που υπέγραψε το δελτίο του στον Ολυμπιακό, του αφιέρωσε 68 από τα 85 χρόνια της ζωής του. Ως γκολκίπερ του μέχρι το 1962, και ως διοικητικός παράγων στη συνέχεια. Και τον υπηρέτησε, πάντοτε, με ανιδιοτέλεια. Τη μεταγραφή του στους «ερυθρόλευκους» την πλήρωσε ο πατέρας του (η διοίκηση Ανδριανόπουλου είχε επικαλεστεί οικονομικές δυσκολίες). Κάθε φορά που η ομάδα έδινε πριμ, ο Σάββας, ο οποίος προερχόταν από εύπορη οικογένεια, το μοίραζε στους συμπαίκτες του. Και αργότερα, ως κυρ-Σάββας πλέον, ποτέ δεν δέχτηκε αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Είχε να το λέει: «Από τον Ολυμπιακό δεν έχω πάρει ούτε μια δραχμή».
Ο άλλος (λόγος) είναι ότι υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα που ξεχώρισε από τους υπόλοιπους «κυριακάτικους ήρωες» της εποχής του σαν ξανθός πιγκουΐνος. Μορφωμένος (απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών και, στη συνέχεια, φοιτητής της Φαρμακευτικής), γόνος της ανώτερης αστικής τάξης (ο πατέρας του διατηρούσε φαρμακείο στην Πλατεία Συντάγματος), με αριστοκρατικό παρουσιαστικό («γόης του Κολωνακίου» ήταν ένα από τα παρατσούκλια του), με δικό του αυτοκίνητο (ένα αστραφτερό Βόξχολ με αριθμό κυκλοφορίας 88292), δεν είχε καμία σχέση με τα λαϊκά παιδιά που κλωτσούσαν την ίδια μπάλα: τον Μουράτη, τον Ρωσίδη, τον Δαρίβα, τον Μπέμπη, τον Υφαντή, τον Κοτρίδη, τον Πολυχρονίου… Καμία, εκτός από το κοινό τους πάθος για τον Ολυμπιακό.
Οταν δεν είχε αγώνα ή προπόνηση, θα τον έβρισκες στη Σχολή του, σε κάποια πολιτιστική εκδήλωση, ή να παίζει τένις και πινγκ πονγκ. Μικρός ήταν μεγάλο ταλέντο και στο μπάσκετ (αγωνιζόταν σε ομάδα της Ρόδου). Μιλούσε και τρεις ξένες γλώσσες. Ηταν ένας αριστοκράτης των γηπέδων, εντελώς ξένος με το πρότυπο του ποδοσφαιριστή στα τέλη των ’50s – αρχές των ’60s. Διόλου τυχαία, όταν ο Μάνος Χατζηδάκις είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη στο ΦΩΣ (1960), στην οποία είχε εξομολογηθεί οτι υποστήριζε τον Ολυμπιακό, η εφημερίδα είχε διαλέξει τον Θεοδωρίδη για να φωτογραφηθεί δίπλα στον μεγάλο συνθέτη.
Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1935. Δέκα χρόνια μετά τον Ολυμπιακό. Στους Αμπελόκηπους, δίπλα από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ολοι του οι φίλοι και οι περισσότεροι συγγενείς του ήταν πράσινων αισθημάτων. Εκτός από τον πατέρα του, ιδρυτικό μέλος των «ερυθρόλευκων». Αρχισε την ποδοσφαιρική του καριέρα από την Αθλητική Ενωση Αμπελοκήπων, που τροφοδοτούσε τον Παναθηναϊκό με τα καλύτερά της ταλέντα, όμως εκείνος πήρε το δρόμο για τον Πειραιά. Αφού εξέτισε ποινή αποκλεισμού δυο ετών (επειδή η ομάδα του δεν είχε εγκρίνει τη μεταγραφή του), πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα στις 20 Φεβρουαρίου 1955, δυο μέρες αφότου είχε κλείσει τα 20.
Στο πρώτο του ματς (Ολυμπιακός – Απόλλων 2-0 στη Λεωφόρο), φορώντας μαύρη στολή και ανοιχτόχρωμο τζόκεϊ, απέκρουσε πέναλτι και έκανε άλλες δυο σωτήριες επεμβάσεις. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν, την επομένη του αγώνα: «Το αστέρι της ημέρας ήταν ο 20ετής Θεοδωρίδης. Οι Ολυμπιακοί ενθουσιάστηκαν με τον θαυμάσιο τερματοφύλακα». Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και πέντε Κύπελλα Ελλάδας. Αλλά το 1962, μόλις στα 27 του χρόνια, είχε έρθει η ώρα να τηρήσει τη συμφωνία του με τον πατέρα του. Αποσύρθηκε από τα γήπεδα για να αφοσιωθεί στην επιστήμη του, κι έφυγε στην Ολλανδία για μετεκπαίδευση. Τον Ολυμπιακό, όμως, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Κάθε φορά που οι διοικήσεις του συλλόγου ζητούσαν τη βοήθειά του, τα παρατούσε όλα και έτρεχε. Χωρίς λεφτά, χωρίς όρους, χωρίς κανένα συμφέρον.
Ακόμη κι όταν πέρασε τα 80, ήταν κοντά στην ομάδα του. Με κρύα, με καύσωνες, ή με βροχές, εμψύχωνε τους παίκτες και περπατούσε πέρα – δώθε έξω από τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου, έχοντας πάντα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια μικρή εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Πανορμίτη. Ηταν παρών, ακόμη και στα πιο αφιλόξενα γήπεδα της χώρας. Δεν φοβήθηκε, ποτέ, κανέναν και τίποτα. Εκτός από το αεροπλάνο.
Δεν φοβήθηκε ούτε τον καρκίνο, που τον «χτύπησε» στα 82 του. Μόλις τελείωνε τις χημειοθεραπείες, έτρεχε να συναντήσει την αγαπημένη του ομάδα. Τον Δεκέμβριο του 2017, μια συνέντευξή του στο ΦΩΣ είχε συγκλονίσει. «Οποτε ξεκινάω να πάω στον Ολυμπιακό, δεν πονάω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν νιώθω πόνο, τα ξεχνάω όλα. Εχω σκοπό να αγωνιστώ και να ζήσω για να δω κι άλλους τίτλους με τον Ολυμπιακό», είχε εξομολογηθεί στον Θέμη Σινάνογλου. Πρόλαβε τον εφετινό, τον οποίο, μάλιστα, ο Βαγγέλης Μαρινάκης του αφιέρωσε. Είτε ως Σάββας (αθλητής), είτε ως κυρ-Σάββας (παράγων), έχει συνδέσει το όνομά του με 30 από τα 45 πρωταθλήματα του Ολυμπιακού.
Πικράθηκε, που ο ένας του γιος έγινε οπαδός του Παναθηναϊκού. Αλλά δεν προσπάθησε πολύ να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει. Οσοι τον γνώρισαν, έχουν την υποψία πως ο Θεοδωρίδης ήταν… δυο διαφορετικοί άνθρωποι σε ένα σώμα.
Ο ένας, «Ταλιμπάν» του Ολυμπιακού. Που, κάποτε, εξόργισε ακόμη και τους ομοϊδεάτες του. Πρώτα ο σύνδεσμος Ηλιούπολης – Μπραχαμίου με ανακοίνωσή του κι έπειτα η «Θύρα 7» στον επίσημο ιστότοπό της, είχαν αντιδράσει εναντίον του πολύ άσχημα.
Ο άλλος, ένας ευγενικός, φιλόξενος και ήρεμος άνθρωπος με μπόλικο χιούμορ. Οταν σου μιλούσε για τον Ολυμπιακό σε έπιανε από το χέρι (για να μην του ξεφύγεις), αλλά μέχρι εκεί. Εκείνος ο Σάββας, μακριά από τις κάμερες και τα μικρόφωνα, μπορούσε να αντέξει και την αντίθετη γνώμη. Αρκεί να μην του έθιγες τον πρόεδρο. Τον όποιον πρόεδρο του Ολυμπιακού. Ηταν για ‘κείνον πρόσωπο ιερό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News