Την Κυριακή 19 Απριλίου, ημέρα κατά την οποία 260 εκατομμύρια ρώσοι χριστιανοί Ορθόδοξοι γιόρτασαν το Πάσχα υπό πρωτόγνωρες συνθήκες λόγω του υποχρεωτικού εγκλεισμού τους στα σπίτια τους, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, όντας και αυτός έγκλειστος στην υπερπολυτελή ντάτσα του στο πλαίσιο των παρατεταμένων «διακοπών» που υποχρεώθηκαν να κάνουν όλοι οι πολίτες της Ρωσίας, θέλησε να τους καθησυχάσει, μέσω της τηλεόρασης, ότι «η κατάσταση βρίσκεται υπό πλήρη έλεγχο».
Ομως σήμερα, τέσσερις εβδομάδες μετά, η Ρωσία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που πλήττονται χειρότερα από τον κορονοϊό ενώ αποτελεί γεγονός πως πάρα πολλοί Ρώσοι δεν εμπιστεύονται πια τον πρόεδρό τους. Εκείνος, ωστόσο, δείχνει να μην πτοείται και συνεχίζει να επαναλαμβάνει μέσω των συχνών τηλεοπτικών διαγγελμάτων του πως η κατάσταση εξακολουθεί να είναι υπό έλεγχο.
Αρκετοί, ωστόσο, και στο εσωτερικό της Ρωσίας και σε χώρες της Δύσης υποστηρίζουν ανοικτά πλέον πως οι ρωσικές αρχές έπειτα, φυσικά, από σχετική εντολή του ηγέτη τους, αποκρύπτουν την αλήθεια και από τους πολίτες και από τον υπόλοιπο κόσμο όσον αφορά τις πραγματικές διαστάσεις της πανδημίας στη χώρα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο αρθρογράφος της La Repubblica Πάολο Γκαριμπέρτι ο οποίος ισχυρίζεται μάλιστα πως ο πρόεδρος της Ρωσίας κατέστη εν μέσω της πανδημίας «η ενσάρκωση των ψεμάτων του κράτους», καθώς επέλεξε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, καταφεύγοντας στην «dezinformatsiya», την πρακτική της παραπληροφόρησης δηλαδή, στα μυστικά της οποίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν μυήθηκε κατά τη θητεία του στην KGB.
Η θρυλική και διαβόητη Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας των Σοβιετικών διέθετε και ειδική Διεύθυνση Παραπληροφόρησης με παραρτήματα σε όλες τις σοβιετικές Δημοκρατίες (καθώς επίσης και στις χώρες που ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας) γεγονός που εξηγεί γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν οπαδοί της παραποίησης της αλήθειας σε κράτη που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Ο πρόεδρος – δικτάτορας της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο, για παράδειγμα, όχι μόνον δεν αντιμετωπίζει τον κορονοϊό ως απειλή για τη δημόσια υγεία, μην λαμβάνοντας κανένα περιοριστικό μέτρο με στόχο την προστασία των πολιτών αλλά διοργανώνει στρατιωτικές παρελάσεις με χιλιάδες συμμετέχοντες και ακόμη περισσότερους θεατές και επισημαίνει πως αρκεί μια γερή δόση βότκας και συχνές επισκέψεις στη σάουνα για να νικήσουν οι πολίτες του τον κορονοϊό. Την ίδια ώρα οι αρχές του Τουρκμενιστάν υποστηρίζουν, όπως υποστηρίζουν και οι αρχές της Βόρειας Κορέας, πως στις επικράτειές τους δεν έχει καταγραφεί κανένα κρούσμα του κορονοϊού.
«Φαίνεται πως η πανδημία τονώνει το φρόνημα των δικτατόρων που μαθήτευσαν στη σχολή της παραπληροφόρησης», αναφέρει χαρακτηριστικά στο κείμενό του ο ιταλός δημοσιογράφος, για να υπογραμμίσει πως στον καιρό της πανδημίας, η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν κατέληξε να αποτελεί (μαζί με την Κίνα) τον κύριο παραγωγό ψευδών ειδήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με την πανδημία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι υποψίες περί απόκρυψης της αλήθειας και παραπληροφόρησης των πολιτών της Ρωσίας, δεν αλλάζουν το γεγονός πως ο ρώσος πρόεδρος βρίσκεται σε δεινή θέση. Αντιθέτως το επιβεβαιώνουν.
«Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη εκλογή του ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι πλέον τόσο εξουθενωμένος που η όλη κατάσταση έχει αρχίσει να θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε το 1999, όταν οι δύο κυρίαρχες δυνάμεις στη μετασοβιετική Ρωσία, οι εύποροι και οι δυνάμεις ασφαλείας, οι ολιγάρχες και οι αποκαλούμενοι “siloviki”, συμπέραναν πως ο αλκοολισμός του Μπόρις Γέλτσιν και το γεγονός πως η δημοτικότητά του μειωνόταν διαρκώς ενώ αυξανόταν η διαφθορά, απειλούσαν τόσο την εξουσία όσο και την πολιτική σταθερότητα» στη χώρα, αναφέρει σε κείμενό του Μπερνάρ Γκετά. Μάλιστα ο γνωστός γάλλος δημοσιογράφος, συγγραφέας και ευρωβουλευτής θεωρεί πως η ΕΕ πρέπει να σπεύσει να εκμεταλλευτεί τις πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ρωσία και ο πρόεδρός της, με στόχο τον ριζικό επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Οπως ο Τραμπ, έτσι και ο Πούτιν έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει το τίμημα της άρνησης του να αντιμετωπίσει εξαρχής τον κορονοϊό ως ύψιστη απειλή για τον λαό του αλλά και για τον ίδιο. Λόγω της πανδημίας ο ρώσος πρόεδρος αναγκάστηκε να αναβάλει το δημοψήφισμα μέσω του οποίου επρόκειτο να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία έως το 2024 ενώ βαρύτατο πλήγμα αποτελεί αναμφίβολα και η ιστορική κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου.
Την ίδια ώρα ο Πούτιν γνωρίζει πως σύντομα θα χρειαστεί να διαχειριστεί τις επιπλοκές που δημιουργεί στη Μέση Ανατολή η αποδυνάμωση του Ιράν (συμμάχου της Μόσχας) αλλά οι αντιπαλότητες στους κόλπους της οικογένειας του Μπασάρ αλ Ασαντ. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο ρώσος πρόεδρος εν μέσω της πανδημίας είναι σύμφωνα με τον Γκετά, η διαρκής επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των ρώσων πολιτών η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ανατολικής Ουκρανίας.
Ο Γκετά αναγνωρίζει φυσικά πως, σε αντίθεση με τον Γέλτσιν, ο Πούτιν εξακολουθεί ελέγχει τις δομές της εξουσίας τόσο όσο χρειάζεται ούτως ώστε να μπορεί να αποτρέψει κάθε απόπειρα ανατροπής του. «Η ιστορία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επαναληφθεί, αλλά οι ολιγάρχες, τα στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας και το Κρεμλίνο θα πρέπει σύντομα να βρουν μια διέξοδο από αυτήν την κατάσταση», σημειώνει ο βετεράνος δημοσιογράφος, εξηγώντας πως πρέπει συγχρόνως να αποτρέψουν την κατάρρευση της οικονομίας, να μετριάσουν τη δυσφορία των πολιτών και να αποφύγουν την επιδείνωση της θέσης της Ρωσίας στη Συρία και την Ουκρανία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, σίγουρα θα επωφελούνταν σημαντικά από μια Ρωσία στην οποία θα μπορούσε να προβεί σε επενδύσεις (λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα εγγυήσεις για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών) και με την οποία θα μπορούσε να συνεργαστεί με στόχο τη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής αλλά και της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ και η Ρωσική Ομοσπονδία θα μπορούσαν να προωθήσουν από κοινού μια ομοσπονδιακή λύση για τη Συρία και να διευθετήσουν τα ζητήματα που εκκρεμούν όσον αφορά την κατάσταση στην Ουκρανία και τη Γεωργία, με άμεσο στόχο την ουσιαστική επαναπροσέγγιση Βρυξελλών – Μόσχας και απώτερο σκοπό «την οικονομική ανάκαμψη των δύο πυλώνων της ευρωπαϊκής ηπείρου μέσω μιας αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας. «Η Ρωσία αναζητά τον εαυτό της», σημειώνει ο Γκετά, «ολοένα και περισσότερο, ειδικά εν μέσω της πανδημίας, ενώ κατά τους επόμενους μήνες η κατάσταση κατά πάσα πιθανότητα θα επιδεινωθεί και αυτό είναι κάτι που πρέπει να εκμεταλλευτεί η ΕΕ, προσφέροντας της Ρωσία μια νέα ευρωπαϊκή προοπτική».
Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων κατά πόσο μια τέτοια πρωτοβουλία θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά αξίζει να προσπαθήσουν οι Ευρωπαίοι, γνωρίζοντας όχι μόνον ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα αλλά και ότι, τόσο τα ρωσικά κεφάλαια όσο και τα μέλη της ρωσικής μεσαίας τάξης, επιθυμούν όσο ποτέ άλλοτε να δουν τη χώρα τους να προσκολλάται στην Ευρώπη, καταλήγει ο Γκετά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News