Φερ’ ειπείν: Λίγοι ξέρουν ότι την ώρα που τραγουδούσε «Κίτρινο το σούρουπο, η ώρα έξι και μισή / πες μου κάτι, μίλησε, δεν αντέχω στη σιωπή / κλείσε το παράθυρο, τρέμω και το σκέπασμα βαρύ / τούτη η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή», στην «Ώρα του stuff» από τον αγαπημένο δίσκο «Φλου», είχε δίπλα του τη Δήμητρα Γαλάνη.
Ή, ότι συνόδευε τον Λάκη Χαλκιά στο «Τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου / στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου» του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ότι ήταν ο αεικίνητος «ηθοποιός», με την παράξενη εκφορά και την μαγνητική έλξη, στις συναυλίες του συνθέτη. Ακόμη κι όσοι τον αναγνωρίζουν στο πολυαγαπημένο «Να μ’ αγαπάς, / όσο μπορείς να μ’ αγαπάς» δεν ξέρουν ότι το τραγούδι δεν είναι δικό του, αλλά του Αντρέα Θωμόπουλου.
Πόσοι θυμούνται, ας πούμε, ότι είχε τραγουδήσει Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, στέλνοντας στο Σύμπαν το «Κάποτε Θα ‘ρθουν να σου πουν πως σε πιστεύουν», για την ταινία «Ο Ασυμβίβαστος» του Θωμόπουλου και, έξι χρόνια μετά, του τραγουδούσε τα… εξ αμάξης στον «Μίκη Μάους», από το γενναίο άλμπουμ «Zorba the Freak», με στίχους όπως «Συνθηματολογίες επικές, / σε πέντε νοτούλες γλυκές. / Για μέλλον πουλάς, / αυτά που πουλιόντουσαν χθες»;
Ακόμη λιγότεροι ξέρουν ότι «μπούρδα» έλεγε την ηρωίνη. Ή ότι θεωρούσε – ο πρώτος, ίσως – ελληνικό μπλουζ τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη. Στην εποχή της Wikipedia, κάποιοι ίσως, κάπου, έχουν διαβάσει ότι ήταν ανιψιός της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της ποιήτριας Έλλης Αλεξίου. Ή ότι ήταν δισέγγονος του εκ νομού Κοζάνης, πρόσφυγα Γιώργη Ζορμπά (και όχι Αλέξη, όπως λανθασμένα «περνάει» στην εποχή της διαδικτυακής παραπληροφόρησης).
Πόσοι, αλήθεια, γνωρίζουν ότι τον γιο του εύπορου Μικρασιάτη πρόσφυγα εμπόρου, ο οποίος χάθηκε στα 42 του από μια τελευταία «μπούρδα», σε ταξίδι δίχως επιστροφή, τον είχε απορρίψει ο Διονύσης Σαββόπουλος για την «Μαύρη θάλασσά» του; Προτού «του εγώ μου, φίλε, τα όσα στεγανά, διαλυθούν σε κάποια μαύρη φλέβα», όπως είχε γράψει. Κι ενώ είχε προλάβει να τραγουδήσει στον «Ηλεκτρικό Θησέα» του Γιάννη Μαρκόπουλου τους στίχους του πρωτεργάτη της εφημερίδας ταμπλόιντ στην Ελλάδα (μαζί με τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, στο «Έθνος») δημοσιογράφου και ποιητή Δημήτρη Βάρου «Σε εδίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική». Σε έναν ιστορικό δίσκο, με στίχους και του εκ Μάνου Χατζιδάκι ποιητή Γιώργου Χρονά.
Πόσοι τα θυμούνται σήμερα όλα αυτά; Και όμως. Ακόμη και σημερινοί εικοσάρηδες αναγνωρίζουν, με ασυγκράτητο θαυμασμό, το όνομά του. Είναι ο «Παύλος» Ο «Παυλάρας». Ο «πρίγκιπας του ελληνικού ροκ». Κι ας μην έχουν ακούσει, καν, έστω και ένα τραγούδι του.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι, απλά, μύθος. Από αυτούς που ακόμη και πάντα έχουμε ανάγκη στην Ελλάδα. Ίσως για να αναγνωρίζουμε, ακόμη και ασυνείδητα, τι ήμασταν. Ποιοι ήμασταν. Όχι μόνον επειδή ο Παύλος Σιδηρόπουλος «έφτιαξε» με τα υλικά του μουσικού του και ποιητικού ονείρου το ελληνικό ροκ. Είτε μόνος, είτε με τους – υπέρμαχους του πολιτικού – Σπυριδούλα, είτε με τα Μπουρμπούλια, είτε με τους Απροσάρμοστους (ως το τέλος), είτε με το αρχικό ντουέτο Δάμων και Φιντίας, ως φοιτητής του Μαθηματικού στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον πρώην κιθαρίστα των Olympians Παντελή Δεληγιαννίδη. Ίσως επειδή αντιπροσωπεύει ακόμη, έστω και δίχως την εμπειρία, το βίωμα της επικοινωνιακής παρουσίας του στη μουσική σκηνή, τον ιδεολόγο – εν πολλοίς ξεχασμένο πλέον – εαυτό μας που μπορούσε να γράφει για έρωτες και γυναίκες αλλά και για διαλυμένες κοινωνίες.
Όχι, δεν είναι κάποια επέτειος και τον θυμηθήκαμε τον «πρίγκιπα» Παύλο Σιδηρόπουλο. Αν και στην περίπτωσή του δεν την χρειαζόμαστε (δείτε σε πόσους «τόπους» και ονόματα ταξιδέψαμε ήδη σε αυτό το κείμενο μαζί του!), η αφορμή είναι ένα έργο, το πρώτο που τον φέρνει στη θεατρική σκηνή. Το «Rock Story» της Λείας Βιτάλη, που «γέννησε» το 2009 μια μουσική παράσταση ελληνικού ροκ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (με την Άννα Φόνσου στη διανομή!). Που αυτή τη φορά, σε σκηνοθεσία του συντοπίτη του Γιώργη Ζορμπά, Γιάννη Καραχισαρίδη, ανεβάζει τον «πρίγκιπα» στη σκηνή του Θεάτρου Αργώ, από τις 23 Μαρτίου. Με την μορφή του μουσικού και ηθοποιού Βασίλη Παναγιωτίδη. Στον οποίο οφείλουμε το άλμπουμ «Η Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων».
Ας κρατήσουμε τα λόγια του σκηνοθέτη της μη βιογραφικής παράστασης (με την συνεργασία της αδελφής του «Παυλάρα», Μελίνας) για να μυηθούμε, στο φινάλε, στο φαινόμενο Σιδηρόπουλος: «Εκείνος μέσω του ροκ έσπασε τους ορίζοντές του. Αναζήτησε κάτι παραπάνω, κάτι παραπέρα από τα σύνορα μέσα από τα οποία ζει η καθημερινότητα. Τα δε ναρκωτικά στον ροκ κόσμο, όπως και σε κείνον του Παύλου Σιδηρόπουλου, δεν ήταν καταφυγή. Ήταν ένας τρόπος να ιδωθεί ο κόσμος αλλιώς, στο παραπέρα του, μέσα από την ψυχεδέλεια. Όλη η ιστορία του ροκ – και σε αυτήν την ροκ ιστορία – ήταν να σπάσει τα δεσμά της κανονικότητας. Μια ενδοοικογενειακή επανάσταση, μια επανάσταση γενεών».
Οπως εκείνος, που έγραφε «Βλέπω λαούς / εμπόρευμα, να κρέμονται σαν τα σφαχτάρια / ναό του Σολωμόντα κι αρχηγούς / να παίζουν τη ζωή μας, στην αυλή, στα ζάρια», Παύλοι του ροκ, «Παυλάρες» υπάρχουν και σήμερα. Ο Παύλος Παυλίδης (άλλοτε των Ξύλινων Σπαθιών). Ο Παύλος Συνοδινός. Είναι όμως η εποχή που δεν πλάθει – ακόμη – μύθους αντίστοιχους. Που δεν σηκώνει, τελικά, Παύλο Σιδηρόπουλο. Κι ας τον θαυμάζει. Ακόμη.
Info
«Rock Story» της Λείας Βιτάλη, εμπνευσμένο από τον Παύλο Σιδηρόπουλο
Από την Κυριακή 24 Μαρτίου και κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21.00, στο θέατρο Αργώ (Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο, τηλ. 210-5201684, www.argotheater.gr)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καραχισαρίδης.
Πρωταγωνιστούν: Αιμιλία Υψηλάντη, Γιώργος Ζιόβας, Βασίλης Παναγιωτίδης, Δήμητρα Βαμβακάρη, Έλια Βεργανελάκη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News