Την παραμονή της κυκλοφορίας του νέου επικού του γουέστερν και αστυνομικού δράματος «Killers of the Flower Moon», ο αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορσέζε αναφέρει για το τρέχον κύμα ταινιών μπλοκμπάστερ franchise: «Δεν είναι για μένα. Μεγαλώνοντας, προσπαθώ να καταλάβω πού στο διάβολο να περάσω τον χρόνο μου. Δεν μπορώ να το κάνω μαζί τους».
Ο Σκορσέζε έδωσε συνέντευξη στην εκπομπή του BBC «Talking Movies», όπου αναφέρθηκε τόσο στους πρωταγωνιστές της νέας του ταινίας όσο και στο μέλλον της τέχνης του κινηματογράφου. Η άποψή του είναι ευθυγραμμισμένη με μια συχνά αναφερόμενη συνέντευξη που έδωσε πριν από τέσσερα χρόνια στο περιοδικό Empire, στην οποία είχε δηλώσει ότι οι ταινίες με υπερήρωες της Marvel μοιάζουν με «θεματικά πάρκα» και ότι «δεν είναι κινηματογράφος».
Ο Σκορσέζε αναπολεί το παρελθόν, όταν τα μεγάλα στούντιο έβγαζαν «σοβαρή δουλειά, ακόμα και σοβαρές κωμωδίες. Αυτό που λέω είναι ότι τα χρήματα τώρα πάνε στα franchise, στις ταινίες δράσης, και εκεί θα μείνουν». Με την ίδια λογική, κρίνει ότι οι σημερινές ανεξάρτητες ταινίες, όπου η έβδομη τέχνη συνεχίζει να ανθίζει, δεν παίρνουν τις πλατφόρμες που τους αξίζουν: «Τις θέλουν μεγαλύτερες. Θέλουν να τις βλέπει όλο και περισσότερο κοινό» εξηγεί.
Ο βραβευμένος σκηνοθέτης δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά μεγάλος παίκτης στο σύστημα των στούντιο, αλλά το «Killers of the Flower Moon» είναι με τον τρόπο του ένα σπάνιο δειγμα «σοβαρής δουλειάς» μεγάλου προϋπολογισμού, κάτι που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έχει χαθεί.
Πρόκειται για μια επική προσαρμογή διάρκειας τρισήμισι ωρών του βιβλίου του Ντέιβιντ Γκράν «Killers οf the Flower Moοn: The Osage Murders and the Birth of the FBI» (Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού: Οι Δολοφονίες του Εθνους των Οσάζ και η Γέννηση του FBI), με πρωταγωνιστές τους αγαπημένους του Ρόμπερτ ντε Νίρο και Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Η ταινία εξιστορεί τις δολοφονίες δεκάδων μελών της συγκεκριμένης κοινότητας ιθαγενών τη δεκαετία του 1920 στην Οκλαχόμα. Κατά τη «Βασιλεία του Τρόμου», όπως ονομάστηκε, σκοτώθηκαν περισσότεροι από 60 ιθαγενείς Αμερικανοί από λευκούς που εποφθαλμιούσαν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου κάτω από το έδαφος της Εθνικής Γης του Εθνους των Οσάζ.
Ο Σκορσέζε εξηγεί γιατί διάλεξε αυτό το θέμα: «Μεγάλωσα σε μια περιοχή γεμάτη εγκλήματα – υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που έκαναν κακά πράγματα. Ετσι, αυτή την ιστορία θα μπορούσες να τη δεις εξελικτικά – από τη ληστεία ενός καταστήματος έως το σημείο να εξαφανίσεις ένα έθνος, ένα έθνος ιθαγενών».
Αυτές τις ημέρες πολλές υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ, ειδικά οι ταινίες franchise, αποτυγχάνουν να προσφέρουν μια ξεχωριστή αφήγηση. Αν και ο Σκορσέζε έχει υπάρξει κατά καιρούς σκηνοθέτης ταινιών μεγάλων στούντιο, συνήθως έκανε ταινίες με τους δικούς του όρους, που αντικατόπτριζαν τη δική του φωνή. Ο σκηνοθέτης εκτιμά πραγματικά τον κινηματογράφο στον οποίο κυριαρχεί το ενιαίο καλλιτεχνικό όραμα του κινηματογραφιστή.
Φαίνεται ότι τα κατάφερε με το «Killers of the Flower Moon». Σύμφωνα με πληροφορίες, η ταινία χρηματοδοτήθηκε με περίπου 200 εκατ. δολάρια από την Apple Original Films, αλλά ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι λίγο-πολύ τον άφησαν στην ησυχία του να τη γυρίσει όπως ήθελε.
«Θα μπορούσες να πεις “Ε, λοιπόν, αυτό συμβαίνει επειδή είσαι αυτός που είσαι”, αλλά ναι, είμαι 80 χρόνων τώρα. Οπότε μπόρεσα να γυρίσω την ταινία μου χωρίς να έχω κανέναν να κοιτάζει πάνω από τον ώμο μου. Αν με παρακολουθούσαν, ήταν πολύ διακριτικοί» αποκαλύπτει.
Ο Σκορσέζε καταλαμβάνει μια σπάνια θέση, πλέον, στον αμερικανικό κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης που κάνει επικές ταινίες με τον δικό του τρόπο. Ο 80χρονος δημιουργός γνωρίζει ότι αυτός και άλλοι σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν ένα αλλαγμένο τοπίο, όπου η συνολική κινηματογραφική κίνηση δεν έχει επιστρέψει ακόμα στα προ της Covid επίπεδα.
Την ίδια στιγμή, όσον αφορά την κυκλοφορία των ταινιών του στις ΗΠΑ, έχει να αντιμετωπίσει ένα κοινό που αραιώνει ολοένα και περισσότερο, ενώ είναι και πολιτικά πολωμένο. Υπάρχει επίσης μεγαλύτερος έλεγχος στο τι παρουσιάζεται στην οθόνη και πώς: ο Σκορσέζε έπρεπε να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο κάστινγκ και στον τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας όπως αυτή των δολοφονιών του Εθνους των Οσάζ.
Για το «Killers of the Flower Moon» ήταν αποφασισμένος να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στους ιθαγενείς χαρακτήρες – άλλωστε η «ψυχή» του νέου έπους τους δεν ανήκει στους λευκούς χαρακτήρες που υποδύονται οι Ντε Νίρο και Ντι Κάπριο, αλλά σε μια ιθαγενή Αμερικανίδα την οποία ερμηνεύει η Λίλι Γκλάντστοουν.
Η ερμηνεία της ινδιάνικης καταγωγής Γκλάντστοουν έχει γίνει ένα από τα κεντρικά σημεία συζήτησης. Ο Σκορσέζε την εντόπισε στη δραματική ταινία της Κέλι Ράιχαρντ «Certain Women», του 2016. «Είδα αυτό το πρόσωπο, είδα τι συνέβαινε με τα μάτια της και είπα “αυτή είναι η πρωταγωνίστρια μου, είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα”» αποκαλύπτει, ενθυμούμενος τον αντίκτυπο που είχε πάνω του η ερμηνεία της.
Στην αναδυόμενη κούρσα των βραβείων Οσκαρ του 2024 η Γκλάντστοουν έχει βάλει πλώρη για να γίνει η πρώτη ερμηνεύτρια ιθαγενούς καταγωγής που θα είναι υποψήφια για βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου.
Αν και ο Σκορσέζε έχει τεράστια φήμη, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το «Killers of the Flower Moon» θα θριαμβεύσει στο box office. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ελπίζω ότι μπορεί» λέει. «Μπορεί να κάνω λάθος σε αυτό, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το κινηματογραφικό τοπίο είναι κατακερματισμένο. Οι ταινίες γίνονται για μια συγκεκριμένη ομάδα – υπάρχουν ταινίες που έχουν δημιουργηθεί για διαφορετικές ομάδες φύλου, σεξουαλικότητας κ.λπ. Θα έπρεπε να είναι απλά ταινίες για όλους».
Καθώς η μοίρα του κινηματογράφου φαντάζει αβέβαιη, ο Σκορσέζε επενδύει περισσότερο από ποτέ στη συντήρηση της ιστορίας του σελιλόιντ και στην αποκατάστασή της. Το 1990 βοήθησε στη δημιουργία του «The Film Foundation», οργανισμού αφιερωμένου στη συντήρηση ταινιών. Από την ίδρυση του ο οργανισμός έχει ασχοληθεί με την αποκατάσταση περισσότερων από 1.000 ταινίες.
Μεταξύ των πρόσφατων θριάμβων της είναι η αποκατάσταση, μαζί με το Εθνικό Αρχείο του Βρετανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου (BFI), του «Pressure», της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας μαύρων δημιουργών γυρισμένης στη Μεγάλη Βρετανία, που κυκλοφόρησε το 1976 σε σκηνοθεσία του Σερ Χόρας Οβέ, ο οποίος πέθανε τον περασμένο μήνα. Η παγκόσμια πρεμιέρα του «Pressure restoration» θα γίνει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, στις 11 Οκτωβρίου.
Συγκρίνοντας τις παλιές ταινίες με τα αρχαία βιβλία, ο Σκορσέζε πιστεύει ότι αξίζει να συντηρηθούν. «Η εικόνα που μας δίνουν είναι η αναπαράσταση του ποιοι είμαστε ή ποιοι ήμασταν, πώς έχουμε αλλάξει τα καλά πράγματα, τα επαίσχυντα πράγματα – όλα αυτά δεν μπορούν να μπουν κάτω από το χαλί».
Ο Σκορσέζε θα κλείσει τα 81 του τον προσεχή Νοέμβριο και υπάρχουν ταινίες που θα ήθελε ακόμα να κάνει. Οταν καλείται να αποφασίσει πού θα αφιερώσει την ενέργειά του, θυμάται τη συμβουλή του αείμνηστου ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι: «Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: “Μην κάνεις τίποτα που δεν θέλεις να κάνεις. Απλά μην το κάνεις”. Και ξέρω ακριβώς τι εννοούσε».
Στην πραγματικότητα, ο βετεράνος κινηματογραφιστής βλέπει τη δημιουργία ταινιών στις μέρες μας με μάλλον πραγματιστικούς όρους. «Εχει να κάνει με το τι υπάρχει στο κάδρο, πού να τοποθετήσεις αυτή την κάμερα και πού να αφιερώσεις όσο χρόνο έχει απομείνει στη ζωή σου αφηγούμενος μια ιστορία. Το ερώτημα είναι: Αξίζει τον κόπο για σένα;».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News