Επρόκειτο να αποτελέσει το μανιφέστο του Μακρονισμού, την ενέργεια η οποία θα επιβεβαίωνε, τόσο σε πρακτικό όσο και συμβολικό επίπεδο, ότι πνέει όντως, πλέον, στη Γαλλία, εκείνος ο αέρας αλλαγής για τον οποίο έκανε λόγο πριν από περισσότερο από μια διετία ο πρόεδρος της, ένας ηγέτης, δηλαδή, ο οποίος επιθυμεί (ακόμα) να αλλάξει, πέρα από την πατρίδα του, την Ευρώπη και, κατά βάθος, ολόκληρο τον κόσμο.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται σκληρή. Γιατί η περίφημη επικείμενη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος της Γαλλίας –και το γιγάντιο και αναμενόμενο κύμα απεργιών που προκλήθηκε και θα μπορούσε να παραλύσει επί μακρόν τη χώρα– αναδεικνύει τα ιδεολογικά όρια του γάλλου προέδρου, ο οποίος, αντί να προβεί στη σύνθεση των καλύτερων στοιχείων της Αριστεράς και της Δεξιάς μέσω της περιβόητης επανεκκίνησης που ευαγγελιζόταν, κατέληξε να μην μπορεί να διακρίνει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει. Κατά συνέπεια ο Εμανουέλ Μακρόν το μόνο που καταφέρνει είναι να αναλώνεται στο πλαίσιο τεχνοκρατικών ευχολογίων τα οποία κάθε άλλο παρά καινοτόμα είναι.
Τουλάχιστον αυτό πιστεύει η συντακτική ομάδα της Monde η οποία, μέσω ενός κύριου άρθρου της, δείχνει να αποστασιοποιείται από έναν πρόεδρο τον οποίο στήριξε κατά τις πιο δύσκολες ώρες του, εκτιμώντας, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων και την ταπεινοφροσύνη με την οποία αποπειράθηκε να εισακούσει τα παράπονα των λιγότερο προνομιούχων πολιτών.
Αλλά το μεγαλεπήβολο σχέδιό του -πραγματικά επαναστατικό, λαμβάνοντας υπόψη τη γαλλική στατικότητα- για την ενοποίηση των περισσότερων από σαράντα διαφορετικών προγραμμάτων συνταξιοδότησης και τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος «πόντων» στο πλαίσιο του οποίου «κάθε ευρώ ασφαλιστικής εισφοράς θα αντιστοιχούσε σε ίδια δικαιώματα», απέτυχε, σύμφωνα με την έγκυρη γαλλική εφημερίδα.
Γιατί ο Μακρόν υποσχόταν πολλά περισσότερα από μια (απαραίτητη) προσαρμογή των λογαριασμών. Εκανε λόγο για «ένα κοινωνικό εγχείρημα» με τους ενεργούς πολίτες να πληρώνουν για τους συνταξιούχους, διασφαλίζοντας συγχρόνως τους ίδιους τους εαυτούς τους, και γνωρίζοντας ότι κάθε ώρα εργασίας θα έχει την ίδια αξία τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Επρόκειτο, τουλάχιστον θεωρητικά, για «μια ωδή στην ελεύθερη επιλογή», αναφέρει χαρακτηριστικά η Monde, με τον κάθε εργαζόμενο να μπορεί να φτιάξει την καριέρα του κατά το δοκούν, επιλέγοντας ο ίδιος πότε θα σταματήσει να εργάζεται.
Υπήρχε, με λίγα λόγια, η δυνατότητα διεξαγωγής ενός δημόσιου διαλόγου με στόχο τη συνένωση δύο διαστάσεων: της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών και των εργασιακών σχέσεων, έχοντας κατά νου πως το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά δεκατέσσερα χρόνια την τελευταία εξηκονταετία. Το έδαφος ήταν κατάλληλο γιατί το ισχύον σύστημα είναι ελάχιστα δημοφιλές. Στην πορεία, ωστόσο, «η κοινωνική διάσταση εξανεμίστηκε».
Κατά την προπαρασκευαστική φάση, ενόσω η κυβέρνηση διαβουλευόταν με τους κοινωνικούς εταίρους, όλα εξελίσσονταν ομαλά. Οταν όμως δημοσιοποιήθηκε ο διάλογος, «τίποτα δεν τέθηκε στο τραπέζι, ούτε οι υπαρκτές ανισότητες, ούτε οι αναταράξεις που θα προκαλούσε η μεταρρύθμιση. Διακηρύσσοντας ότι θα ήταν “δίκαιη” δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι θα υπήρχαν μόνο νικητές, το οποίο είναι προφανώς ψευδές».
Ο Μακρόν αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ της αριστερής πτέρυγας του κινήματός του, η οποία εστίαζε στην κοινωνική διάσταση της μεταρρύθμισης και των δεξιών υπουργών του, που επιδίωκαν περισσότερο την ισορροπία. Αναδείχτηκαν, οπότε, τα όρια ενός προέδρου που τα θέλει όλα αλλά δεν κάνει τίποτα ξεκάθαρο, ούτε αριστερό, ούτε δεξιό. Κατά συνέπεια, καταλήγει η Μonde, ο Εμανουέλ Μακρόν «επέτρεψε στην ασάφεια να ευδοκιμήσει και σήμερα πληρώνει το τίμημα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News