Πάνω από έξι δεκαετίες κοσμεί τις κινηματογραφικές οθόνες με το πηγαίο ταλέντο του, το βρετανικό του φλέγμα και μια αλυσίδα τεράστιων ερμηνειών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στα 91 του χρόνια, έχοντας μόλις ανακοινώσει τη συνταξιοδότησή του και έχοντας πρόσφατα κάνει το ντεμπούτο του στη συγγραφή βιβλίου μυθοπλασίας, ο Μάικλ Κέιν εμπιστεύθηκε σε έναν βρετανό δημοσιογράφο τα απομνημονεύματά του.
Στο βιβλίο «Don’t Look Back, You’ll Trip Over» (Μην Κοιτάς προς τα Πίσω, θα Σκοντάψεις), που κυκλοφορεί στα τέλη της εβδομάδας στη Βρετανία, ο δημοσιογράφος Μάθιου Ντ’Ανκόνα μεταφέρει στο χαρτί μια σειρά συζητήσεών του με τον ηθοποιό –ο οποίος ενέπνευσε μέχρι και ποπ τραγούδι– για την καριέρα, τη ζωή και τους ρόλους του, όπως αναφέρει δημοσίευμα των Times του Λονδίνου.
Ο Κέιν λέει ότι δεν ξεχνάει ποτέ τις εργατικές ρίζες του, καθώς ο πατέρας του ήταν αχθοφόρος στην ψαραγορά και η μητέρα του καθαρίστρια σε σπίτια και γραφεία. Τα παιδικά του χρόνια διαμορφώθηκαν από το εργατικό υπόβαθρο της οικογένειάς του και από τον πόλεμο, που ξέσπασε όταν εκείνος ήταν μόλις επτά ετών. Ο πατέρας του έφυγε μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις για τη Δουνκέρκη και ο μικρός Μάικλμ μαζί με τον αδελφό του Στάνλεϊ, ανέλαβαν να φροντίζουν τη μητέρα τους.
Ο ηθοποιός λάτρευε την Ελεν Κέιν, η οποία του πρόσφερε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής όταν τον δίδαξε πώς να απαντά «η μαμά λείπει» κάθε φορά που ο σπιτονοικοκύρης ερχόταν να ζητήσει το ενοίκιο. Το ξέσπασμα του πολέμου βρήκε τον Μάικλ, την Ελεν και τον Στάνλεϊ να μετακομίζουν σε μια φάρμα στο Νόρφολκ. Τα έξι χρόνια που πέρασε σε εκείνη τη φάρμα ήταν από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του.
Παρότι ως παιδί έπασχε από ραχίτιδα, ο καθαρός αέρας της εξοχής και το φρέσκο φαγητό μάλλον ευθύνονται για τα 1.88 μέτρα του ύψους του. Επιστρέφοντας με την οικογένεια σε μια εργατική συνοικία του νότιου Λονδίνου, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις συμμορίες κακοποιών της περιοχής –κάποιοι από αυτούς ήταν θείοι του– αλλά ποτέ δεν ένιωσε έλξη για τον υπόκοσμο. Χρησιμοποίησε, όμως, αυτές τις μνήμες του όταν γύρισε την γκανγκστερική ταινία «Συλλάβετε τον Κάρτερ», το 1971.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως αντικαταστάτης του Πίτερ Ο’Τουλ στη θεατρική παράσταση «The Long and the Short and the Tall» στο θέατρο Ρόιαλ Κορτ του Λονδίνου το 1959. Ο Ο’Τουλ τον ρωτούσε κάθε βράδυ αν υπήρχε κάποιος διάσημος στο κοινό. Ενα βράδυ ο Κέιν του είπε ότι υπήρχαν δύο και θα τους έφερνε στο καμαρίνι του μετά το τέλος της παράστασης. Ηταν η Κάθριν Χέπμπορν και ο θεατρικός συγγραφέας, Τενεσί Γουίλιαμς. Ο Ο’Τουλ παραλίγο να πάθει αποπληξία.
Οι δυο τους έκαναν καλή παρέα και συχνά έβγαιναν μαζί στις παμπ για να γίνουν τύφλα στο μεθύσι. Οταν ο Ο’Τουλ έφυγε για τα γυρίσματα του «Λόρενς της Αραβίας», ο Κέιν ανέλαβε τον ρόλο του στην παράσταση. Στη διάρκεια μιας περιοδείας ο θίασος βρέθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί, σε μια παμπ, ο Κέιν γνώρισε τους Beatles πριν ακόμη γίνουν διάσημοι. Συμπάθησε περισσότερο τον Λένον και τον ΜακΚάρτνεϊ, αλλά ο αείμνηστος Τζον ήταν πάντα το αγαπημένο του «Σκαθάρι».
Παρότι ξεκίνησε από το θέατρο, αυτό που τον τράβηξε στην ερμηνευτική ήταν ο κινηματογράφος. Παρακολουθούσε ανελλιπώς ταινίες σε μια μεγάλη αίθουσα του νότιου Λονδίνου που δεν υπάρχει πια, και τον μάγευαν αριστουργήματα της δεκαετίας του 1940, όπως η «Καζαμπλάνκα», ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» και το «Γεράκι της Μάλτας».
Η πρώτη του εμπειρία στο σανίδι ήρθε με τον ρόλο ενός ρομπότ σε μια ερασιτεχνική παράσταση γυναικείας θεατρικής ομάδας. Στο τέλος η σκηνοθέτις τού έδωσε συγχαρητήρια για την ερμηνεία του, λέγοντάς του ότι «τα ρομπότ δεν δείχνουν συναισθήματα – και εσύ ήσουν τέλειος στον ρόλο». Τότε πίστεψε για πρώτη φορά ότι είχε ταλέντο.
Το 1951, σε ηλικία 18 ετών, έκανε τη στρατιωτική του θητεία – αρχικά στο Δυτικό Βερολίνο, την περίοδο της συμμαχικής κατοχής και της αρχής του Ψυχρού Πολέμου, και ακολούθως στην Κορέα, όπου, ως μέλος ενός τάγματος 500 στρατιωτών, πολεμούσε καθημερινά εναντίον των κινεζικών στρατευμάτων που μάχονταν στο πλευρό της Βόρειας Κορέας. Ο αντίκτυπος των εμπειριών του από τον πόλεμο ήταν τεράστιος: δεν τις ξέχασε ποτέ.
Απαντώντας σε μια αγγελία θεατρικού περιοδικού, ανέλαβε καθήκοντα βοηθού διευθυντή σκηνής σε μια μικρή θεατρική ομάδα του δυτικού Σάσεξ. Μέχρι τα 30 του είχε περάσει από τουλάχιστον 1.000 οντισιόν, γεγονός που τον βοήθησε να αποκτήσει την απαραίτητη εμπειρία. Αρχισε να παίζει μία διαφορετική θεατρική παράσταση κάθε εβδομάδα και να αποστηθίζει τις ατάκες του για την επόμενη παράσταση ανάμεσα στις καθημερινές πρόβες.
Η δεκαετία του 1960 έφερε μια μικρή κοινωνική επανάσταση στην Αγγλία μετά τα σκληρά μεταπολεμικά χρόνια, και ο Μάικλ Κέιν υπήρξε μέρος της. Μια γενιά ταλαντούχων ηθοποιών, όπως ο ίδιος, ο Πίτερ Ο’Τουλ και ο Αλμπερτ Φίνεϊ ξεπήδησαν από τη θεατρική σκηνή της δεκαετίας, ως «επαναστάτες» απέναντι στο θεατρικό κατεστημένο: ήθελαν να τους αντιμετωπίζουν ως ερμηνευτές που τύχαινε να είναι Κόκνεϊ (μέλη της λαϊκής τάξης), και όχι το αντίστροφο.
Η πρώτη του τεράστια επιτυχία ήρθε με το «Αλφι» το 1966, μια από τις ελάχιστες βρετανικές ταινίες που βρήκαν διανομή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κάπως έτσι τον «ανακάλυψαν» οι αμερικανοί θεατές και κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ ερμηνείας. Το αγαλματάκι κέρδισε ο επίσης βρετανός Πολ Σκόφιλντ. Οι άλλοι χαμένοι της βραδιάς, εκτός του Κέιν, ήταν ο Αλαν Αρκιν, ο Στιβ ΜακΚουίν και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Εναν χρόνο νωρίτερα, καθώς δειπνούσε με τον φίλο και συνάδελφό του Τέρενς Σταμπ, ο Κέιν δέχθηκε ένα σημείωμα από τον καναδό παραγωγό Χάρι Σόλτσμαν, γνωστό από τις πρώτες ταινίες Τζέιμς Μποντ. Τον είχε δει στην πολεμική ταινία «Ζουλού» και του πρότεινε τον ρόλο του Χάρι Πάλμερ στο κατασκοπικό θρίλερ «Φάκελος Ιπκρες», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Λεν Ντέιτον. Στη συνέχεια του πρότεινε επταετές συμβόλαιο συνεργασίας με την εταιρεία παραγωγής του.
Το 1980 γύρισε την απόλυτη ποδοσφαιρική ταινία –την «Απόδραση των 11»– στη Βουδαπέστη, με τη συμμετοχή θρύλων του αθλήματος, όπως ο Πελέ, ο Μπόμπι Μουρ, ο Οσβάλντο Αρντίλες κ.ά., και με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στον ρόλο του τερματοφύλακα. Ο Κέιν τον συμπάθησε, καθώς και εκείνος ήταν παιδί της εργατικής τάξης. Δύο δεκαετίες αργότερα ο «Σλάι» γύρισε το ριμέικ μιας από τις κορυφαίες ταινίες όπου πρωταγωνίστησε ο Κέιν, το «Συλλάβετε τον Κάρτερ».
Στη διάρκεια της καριέρας του έπαιξε δίπλα σε «ιερά τέρατα» της οθόνης και της σκηνής, όπως ο Λόρενς Ολίβιε, η Λιζ Τέιλορ και ο Τζακ Νίκολσον. Με τον Ολίβιε υπήρχε ένας υγιής ανταγωνισμός στα γυρίσματα της ταινίας «Sleuth». Ο Κέιν θυμάται συζητήσεις όπου ο Ολίβιε του έλεγε πως όταν του προσέφεραν τη διεύθυνση του Βρετανικού Εθνικού Θεάτρου το 1962, άρχισε να παίρνει ηρεμιστικά γιατί αισθανόταν πολύ ανασφαλής.
Γνώρισε τον Ρίτσαρντ Μπάρτον το 1972, όταν ο Κέιν έπαιζε στο πλευρό της Λιζ Τέιλορ στην ταινία «Zee & Co». Θυμάται ότι ο Μπάρτον μπορούσε να είναι ο πιο γλυκός και γοητευτικός άνδρας, αλλά όταν έχανε την ψυχραιμία του γινόταν αγροίκος με τους πάντες. Είχε τρομερές συναισθηματικές μεταπτώσεις, μάλλον εξαιτίας του αλκοόλ και της κοκαΐνης, όπως πιστεύει ο Κέιν. Ο ίδιος κατάφερε να ελέγξει το αλκοόλ στα μέσα της δεκαετίας του 1970, για να μη χάσει τη ζωή του όπως ο Μπάρτον.
Ο Κέιν δεν συγχρωτίζεται με πολιτικούς, καθώς δεν τους έχει σε μεγάλη υπόληψη. Αλλά ένας φίλος του είχε βγει για φαγητό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν όταν ο δεύτερος εργαζόταν ως πράκτορας της KGB, τη δεκαετία του 1980, στην Ανατολική Γερμανία. Ο φίλος του, λοιπόν, του μετέφερε ότι ο νεαρός τότε Πούτιν είχε δει την κατασκοπική ταινία του Κέιν «Funeral In Berlin» του 1966 και του ζήτησε να μεταφέρει στον ηθοποιό ότι βρήκε την ταινία «ξεκαρδιστική».
Ο ηθοποιός χαρακτηρίζει τον εαυτό του πολιτικά «συντηρητικό παλαιάς κοπής», που πιστεύει στην προσωπική και στη συλλογική ευθύνη. Δηλώνει πατριώτης, αλλά όχι εθνικιστής. Ψήφισε τον Τόνι Μπλερ τη δεκαετία του 1990 γιατί τον θεωρούσε ωραίο τύπο. Αντιπαθεί τον σοσιαλισμό επειδή είναι ένα σύστημα που πληγώνει όσους ισχυρίζεται ότι στηρίζει, πολεμώντας τη φιλοδοξία και την επιχειρηματικότητα, όπως λέει.
Παντρεμένος εδώ και 51 χρόνια με τη δεύτερη σύζυγό του, την πρώην ηθοποιό Σακίρα Μπακς, ο Κέιν την εμπιστεύεται περισσότερο από τον καθένα και εκείνη στέκεται μονίμως στο πλευρό του. Είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά μαζί λειτουργούν ως μονάδα. Εχει μία κόρη από τον πρώτο γάμο του με την ηθοποιό Πατρίσια Χέινς, άλλη μία από τον δεύτερο, και τρία εγγόνια που υπεραγαπά.
Η πρώτη του κόρη, Ντομινίκ, ήταν αυτή που τον έπεισε το 1984 να ηχογραφήσει μια φράση («Eίμαι ο Μάικλ Κέιν») για το τραγούδι της βρετανικής ποπ μπάντας Madness με τίτλο το όνομά του. Στην αρχή αρνήθηκε να το κάνει, αλλά η 30χρονη, τότε, κόρη του ήταν φαν του συγκροτήματος και επέμενε ότι έπρεπε να συμμετάσχει στο τραγούδι. Το έκανε και έγινε ένας από τους ελάχιστους ηθοποιούς για τους οποίους ηχογραφήθηκε κομμάτι που έγινε επιτυχία στα τσαρτς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News