Οι Γερμανοί ξύπνησαν σήμερα, Κυριακή, με ένα όνομα στα χείλη: Τόνι Κρόος. Είναι ο άνθρωπος που χθες βράδυ, στο Σότσι της Ρωσίας, έσωσε την ποδοσφαιρική τους τιμή. Η εθνική τους ομάδα -παγκόσμια πρωταθλήτρια και εκ των φαβορί για την κατάκτηση (και) του εφετινού Μουντιάλ-, η οποία από το 1954 φτάνει τουλάχιστον μέχρι τους προημιτελικούς των Παγκοσμίων Κυπέλλων, απείχε μόλις μερικά δευτερόλεπτα από έναν εξαιρετικά πρόωρο, ταπεινωτικό αποκλεισμό. Οι Σουηδοί κρατούσαν το (πολύτιμο γι’ αυτούς) 1-1 «με νύχια και με δόντια». Στις εξέδρες, οι βουβοί οπαδοί της «Νασιονάλμανσαφτ» είχαν χάσει το κουράγιο τους. Ακόμη και η Μοίρα φαινόταν να έχει διαλέξει στρατόπεδο, σε εκείνη τη φάση με το δοκάρι του Μπραντ στο 92′. Ο Κρόος, όμως, μετέτρεψε το Βατερλό σε θρίαμβο.
Υπέροχο γκολ. Ισως το καλύτερο, προσώρας, στη διοργάνωση. Αλλά, αυτό που ο κόσμος θαύμασε στον 28χρονο μέσο της Ρεάλ Μαδρίτης ήταν, πρωτίστως, η ψυχραιμία του. Η αποφασιστικότητα και η αυτοπεποίθησή του. Το ό,τι δεν φοβήθηκε να ξοδέψει την τελευταία -στην κυριολεξία- ευκαιρία της ομάδας του, στο 95′, επιχειρώντας κάτι τόσο παράτολμο: να σουτάρει προς το τέρμα του Ολσεν από πολύ πλάγια θέση, αντί να «ψάξει» κάποιον από τους συμπαίκτες του που είχαν πάρει θέσεις στην περιοχή των Σουηδών. Οι πιθανότητες να σκοράρει από εκείνο το σημείο ήταν ελάχιστες. Ακόμη και οι πιο σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμούν να μοιραστούν την αποτυχία στα 11, παρά να αναλάβουν την ευθύνη της τελευταίας προσπάθειας.
Η έμπνευση του Κρόος δικαιώθηκε. Είναι ο «κυριακάτικος ήρωας» των Γερμανών – σήμερα η εικόνα του φιγουράρει σε όλα τα ΜΜΕ της χώρας. Δεν τον βλέπουν, απλώς, ως τον παίκτη που την τελευταία στιγμή τους λύτρωσε με μια απίθανη ενέργειά του, αλλά σαν το άξιο τέκνο του γερμανικού ποδοσφαίρου της επιμονής και της πίστης στη νίκη. Η διάσημη ρήση του Γκάρι Λίνεκερ -ότι στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί- βρήκε την προσωποποίησή της.
Ποτέ στο παρελθόν ο Κρόος δεν είδε να γίνεται τέτοιος ντόρος γύρω από το όνομά του. Το παιχνίδι του δεν είναι τόσο «φαντεζί», ώστε να ενθουσιάζει τους φιλάθλους, ως χαρακτήρας είναι εσωστρεφής και λιγομίλητος, και η ζωή του δεν θα ενδιέφερε κανέναν εάν γινόταν βιβλίο ή ταινία. Παντρεύτηκε στα 25 του, έγινε πατέρας στα 26, είναι σπιτόγατος, διασκεδάζει παρακολουθώντας μπάσκετ (είναι φανατικός των Ντάλας Μάβερικς) και τένις (λατρεύει τον Ρότζερ Φέντερερ), απεχθάνεται το life-style των διάσημων συναδέλφων του. Κι αν ψάξεις για σκάνδαλα στην προσωπική του ζωή, θα χάσεις το χρόνο σου.
Εκτός γηπέδων ο Κρόος απασχόλησε την κοινή γνώμη μόνον τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν εκδήλωσε -αρκούντως θερμά- την υποστήριξή του προς τη γερμανίδα καγκελάριο, Ανγκελα Μέρκελ, μετά το ντιμπέιτ με τον Μάρτιν Σουλτς. «Να μας ζήσεις Αντζι!», έγραψε στον λογαριασμό του στο Twitter. «Οταν αθλητές φανερώνουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, μου έρχεται να ξεράσω», σχολίασε ένας follower. Και ο Κρόος του απάντησε: «Κάν’ το…».
Ως ποδοσφαιριστής είναι η επιτομή του απλού και ουσιαστικού. Μέγας τεχνίτης και εξαιρετικός πασέρ (στις καλές του μέρες φτάνει το 98% στις σωστές μεταβιβάσεις), θεωρείται ως ένας από τους πληρέστερους γερμανούς μέσους της τελευταίας εικοσαετίας. Ο Τσάβι (της Μπαρτσελόνα) τον είχε χρίσει διάδοχό του, κι ας έπαιζε στη μισητή αντίπαλο. Ο Ζινεντίν Ζιντάν τον είχε χαρακτηρίσει ως τον «τέλειο παίκτη». Σε αυτόν -και τον Μόντριτς- οφείλει η Ρεάλ, σε μεγάλο βαθμό, την εντυπωσιακή της κυριαρχία στο Champions League. Αλλά είναι «εργάτης» και σκοράρει σπανίως. Το χθεσινό του γκολ, το 13ο σε 85 συμμετοχές του στην εθνική ομάδα της Γερμανίας, θα τον βοηθήσει να κερδίσει λίγη παραπάνω από τη δημοφιλία που ο άχαρος ρόλος του μέσα στο γήπεδο του έχει στερήσει.
Πριν από 12 χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκε με τη Χάνσα Ρόστοκ, είχε χαρακτηριστεί ως «το ταλέντο του αιώνα». Και, όπως συμβαίνει με (σχεδόν) όλα τα μεγάλα ταλέντα στην Bundesliga, τον απέκτησε η Μπάγερν Μονάχου. Υστερα τον έδωσε δανεικό στην Μπάγερ Λεβερκούζεν, όπου ευτύχησε να πέσει στα χέρια του Γιουπ Χάινκες, του ποδοσφαιρικού του πατέρα. Συναντήθηκαν πάλι στο Μόναχο, μετά το 2010 που ο Κρόος επέστρεψε στους Βαυαρούς. Και το 2014, όταν ζήτησε αύξηση αποδοχών ώστε να παίρνει τα ίδια με τις φίρμες της Μπάγερν εκείνης της εποχής, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ηταν 24 ετών και η Ρεάλ Μαδρίτης πλήρωσε για χάρη του 25 εκατομμύρια ευρώ.
Εκείνον τον Ιούλιο, κατά την παρουσίασή του μπροστά σε 10.000 οπαδούς της «Βασίλισσας», είχε δηλώσει πως «η Ρεάλ Μαδρίτης είναι ο κορυφαίος σύλλογος στον κόσμο, και ένα σκαλί πάνω από την Μπάγερν». Οι γερμανοί φίλαθλοι, ακόμη κι όσοι δεν γουστάρουν τους Βαυαρούς, είχαν παρεξηγηθεί. Δεν τους άρεσε διόλου και η πρόσφατη τοποθέτησή του, ότι δεν σκοπεύει να επιστρέψει στο γερμανικό πρωτάθλημα. Ο γερμανικός Τύπος δεν έχανε την ευκαιρία να τον απαξιώνει, κάθε φορά που η απόδοσή του με τη «Νασιονάλμανσαφτ» δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Σήμερα, όμως, από το Μόναχο ως το Αμβούργο και από τη Δρέσδη ως το Ντίσελντορφ, όλοι τον λατρεύουν. Ενα γκολ μπορεί ν’ αλλάξει τα πάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News