1222
Η συνάντηση αρτ ροκ και Κράουτροκ με την ηλεκτρονική μουσική αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στον χώρο της μουσικής του 20ού αιώνα |

Ο Κλάους Σούλτσε ήταν ένας «προφήτης» της ηλεκτρονικής μουσικής

Η συνάντηση αρτ ροκ και Κράουτροκ με την ηλεκτρονική μουσική αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στον χώρο της μουσικής του 20ού αιώνα
|

Ο Κλάους Σούλτσε ήταν ένας «προφήτης» της ηλεκτρονικής μουσικής

Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι αναφορές σε ιστορικούς ροκ δίσκους που κυκλοφόρησαν πριν από 45 έως 55 χρόνια. Μόνο την τελευταία εβδομάδα είχαμε τα γενέθλια του «Sticky Fingers» των Rolling Stones και του «Argus» των Whisbone Ash, καθώς και την πρώτη εκτέλεση του «Whole Lotta Love» των Led Zeppelin στην Αμερική. Ολα αυτά μας θυμίζουν πόσο πιο δημιουργική ήταν η εποχή των 60s και 70s. Ομως, από την άλλη πλευρά πληθαίνουν και οι θάνατοι σημαντικών μουσικών δημιουργών, υπογραμμίζοντας το τέλος της.

Τελευταία απώλεια ήταν ο θάνατος του σημαντικού γερμανού πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής μουσικής και ενός από τους κυριότερους συντελεστές του Krautrock (όπως ονομάστηκε η ιδιότυπη γερμανική εκδοχή του ροκ), Κλάους Σούλτσε.

Η είδηση πέρασε και σε κάποια ελληνικά ΜΜΕ, ακολουθώντας την πλημμύρα των σχετικών δημοσιεύσεων στον διεθνή Τύπο, αναμασώντας τα βασικά σημεία: Κλάους Σούλτσε, Γερμανός, ηλικία 74, πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής, τεράστια δισκογραφία (60 δίσκοι) και αρχικό μέλος συγκροτημάτων όπως οι Tangerine Dream και οι Ash Ra, Tempel (όπου δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την άγνοια των συντακτών που σε πολλές ιστοσελίδες έγραψαν πανομοιότυπα τον Εντγκαρ Φρέζε (Froese) των Tangerine Dream σαν Αγγλο… Φρόουζε!).

Ομως, η συνάντηση του αρτ ροκ και του Κράουτροκ με την ηλεκτρονική μουσική, με τον Κλάους Σούλτσε μεταξύ των βασικών δημιουργών, αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στον χώρο της μουσικής του 20ού αιώνα, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη στην εποχή μας (και αφήνοντας να φανεί η σχετική φτώχεια της σε σχέση με ό,τι γινόταν δεκαετίες πριν).

Η ηλεκτρονική μουσική

Δύο από τις σημαντικότερες τομές στη μουσική του 20ού αιώνα ήταν η απομάκρυνση από την κλασική αρμονία με τους πρωτοπόρους Σένμπεργκ, Μπεργκ και Βέμπερν, και η εφεύρεση των ηλεκτρικών μουσικών οργάνων.

Ο σημαντικός θεωρητικός της φουτουριστικής μουσικής Λουΐτζι Ρούσολο, συγγραφέας του «Η τέχνη των θορύβων» το 1913, εφηύρε μηχανικούς δημιουργούς θορύβων με προγραμματικό και ταυτόχρονα ακραίο στόχο «…να σπάσουμε τον στενό κύκλο των καθαρών μουσικών ήχων και να κατακτήσουμε την άπειρη ποικιλία των θορύβων (…) παίρνοντας πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση από ιδεατούς συνδυασμούς θορύβων από αυτοκίνητα, μηχανές εσωτερικής καύσης και ήχους από πλήθη, παρά από την ηρωική ή την ποιμενική».

Το ίδιο θέμα, η εξερεύνηση νέων τονικών συστημάτων και νέων ήχων, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ: το 1922 ο μηχανικός Λεβ Τέρμιν παρουσίασε στον Λένιν το πρωτότυπο ενός ηλεκτρονικού μουσικού οργάνου, το «terminvoks», γνωστό στη Δύση ως «theremin», που παρήγαγε ήχους μέσω ηλεκτρικών ταλαντώσεων, τις οποίες μπορούσε να χειρίζεται από απόσταση με τη βοήθεια μιας κεραίας στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο ρύθμιζε την ένταση του ήχου. Για το όργανο αυτό έγραψαν μουσική διάφοροι σοβιετικοί συνθέτες, ενώ το χρησιμοποίησε και ο Βαρέζε στη Δύση.

Σταθμός στην ανάπτυξη της ηλεκτρονικής μουσικής ήταν το θερινό σχολείο στο Ντάρμσταντ της Δυτικής Γερμανίας, όπου μεταξύ άλλων σημαντική ήταν η συνεισφορά του Ιάννη Ξενάκη (που ακολούθησε όμως άλλους προσωπικούς δρόμους) και το εργαστήρι ηλεκτρονικής μουσικής που ίδρυσε στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κολωνίας ο Χέρμπερτ Αϊμερτ τη δεκαετία του 1950. Με τον Αϊμερτ συνεργάσθηκε ο Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, ο οποίος έχει να επιδείξει σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής.

Λίγο αργότερα, ραδιοφωνικοί σταθμοί σε άλλες χώρες δημιούργησαν ανάλογα εργαστήρια: το Εργαστήριο Φωνολογίας στο Μιλάνο, με πρώτους διευθυντές τον Μαντέρνα και τον Μπέριο (επίσης από τη σχολή του Ντάρμσταντ), το 1954, στη Βαρσοβία το 1957, στο Λονδίνο και τη Στοκχόλμη το 1958. Το ίδιο έτος παίχθηκε στη διεθνή έκθεση των Βρυξελλών το «ηλεκτρονικό ποίημα» του Βαρέζε, με τη χρήση 350 ηχείων της Philips. Αλλά και στην ΕΣΣΔ, περίπου την ίδια εποχή ιδρύθηκε ένα ανάλογο εργαστήρι στη Μόσχα, όπου δοκιμάζονταν νέα τονικά συστήματα με τη χρήση συνθεσάιζερ. Το εργαστήρι αυτό συγκέντρωσε όλους τους συνθέτες που ήθελαν να πειραματίζονται, μεταξύ αυτών και τους γενικά αναγνωρισμένους σήμερα Σνίτκε και Γκουμπαϊντουλίνα.

Στη δεκαετία του 1960 έκαναν την εμφάνισή τους τα (αναλογικά τότε) συνθεσάιζερ, που πρόσφεραν τη δυνατότητα νέων καθαρά ηλεκτρονικών ήχων μεγάλης ποικιλίας, όπως και τη δυνατότητα να παραμορφώνονται ήχοι ακουστικών οργάνων. Με τα όργανα αυτά πειραματίσθηκαν αρχικά συνθέτες όπως ο Κέιτζ, ο οποίος μάλιστα ενσωμάτωσε τη νέα τεχνολογία στήνοντας θεαματικές παρουσιάσεις μουσικών έργων, με δραματοποιημένη κίνηση, χορό, προβολή σλάιντς και οπτικά εφέ.

Η συνάντηση της ηλεκτρονικής μουσικής με το ροκ

Κατά τη δεκαετία του 1960, σημειώθηκε μια ακόμη σημαντική καμπή, καθώς η ηλεκτρονική μουσική συνάντησε το ροκ. Σημαντική ήταν η επίδραση των συγκροτημάτων ψυχεδελικής ροκ από την Αμερική, όπως οι Grateful Dead και οι Jefferson Airplane και βέβαια των Pink Floyd από την Αγγλία (μέχρι το «Ummagumma»). Ομως μία χαρακτηριστική μορφή ηλεκτρονικής μουσικής εμφανίσθηκε στη Γερμανία, στο πλαίσιο της ιδιότυπης γερμανικής ροκ, που αναπτύχθηκε τα ταραγμένα χρόνια της έκρηξης του φοιτητικού κινήματος, μέσα στο πνεύμα αναζήτησης νέων τρόπων έκφρασης εκείνη τη δημιουργική εποχή, που ονομάστηκε Krautrock. Σημαντικοί εκπρόσωποι της «ηλεκτρονικής πλευράς» του Krautrock ήταν οι Tangerine Dream και ο Κλάους Σούλτσε, ο Μάνουελ Γκέτσινγκ και λίγο μετά οι Kraftwerk. Βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής τους ήταν η απομάκρυνση από το αμερικανο-αγγλικό στυλ του μπλουζ-ροκ, οι επιρροές της σύγχρονης ατονικής μουσικής και ο έντονος πειραματισμός, με ένα είδος ηλεκτρονικών διαλογισμών.

Ο Κλάους Σούλτσε

Ξεκίνησε παίζοντας ντραμς στους Tangerine Dream και μετά τον πρώτο τους καθαρά πειραματικό δίσκο («Electronic Meditation», 1970) ο Κλάους Σούλτσε σχημάτισε με τον κιθαρίστα Μάνουελ Γκέτσινγκ και τον μπασίστα Χάρτμουτ Ενκε τους Ash Ra Tempel. Λίγο αργότερα όμως, και μετά την κυκλοφορία του πρώτου (ομώνυμου) δίσκου τους to 1971, αποφάσισε να ασχoληθεί με τα πλήκτρα και ακολούθησε σημαντική σόλο καριέρα, καθώς συνέθεσε και παρουσίασε 60 άλμπουμ. Ιδιαίτερα οι πρώτοι σόλο δίσκοι του («Irrlicht» το 1972, «Cyborg», 1973, «Blackdance», 1974, «Picture Music», 1975, «Timewind», 1975, «Moondawn», 1976) αποτυπώνουν εντυπωσιακά τις πρωτοπόρες μουσικές συνθέσεις του, μέσα από τη δημιουργική χρήση των νέων ηλεκτρονικών οργάνων – συνθεσάιζερ. O Σούλτσε δημιούργησε στους δίσκους του νέα ηχητικά τοπία, με ασταμάτητες μουσικές εξερευνήσεις. Ετσι, ανάμεσα στα δικά του σόλο άλμπουμ θα συναντήσουμε το άλμπουμ «Go» (με τους Στιβ Γουίνγουντ, Αλ ντι Μιόλα, Στόμου Γιαμασίτα και μέλη των Santana, Traffic και των Bob Marley and the Wailers ή τις συνεργασίες με τη Λίσα Tζέραρντ των Dead Can Dance.

Και μετά…

Μετά το δημιουργικό ξέσπασμα εκείνης της εποχής, με τους τολμηρούς πειραματισμούς και τις πολύπλευρες αναζητήσεις, ακολούθησε η εμπορική μορφή της ηλεκτρονικής μουσικής: τη θέση των πειραματισμών κατέλαβαν εύκολες μελωδίες και ψευδοσυμφωνικά μέρη, αλλά και νέα μουσικά είδη, με μεγάλη εμπορική απήχηση, όπως το ambient, το trance και η techno.

Οι δίσκοι εκείνης της εποχής φαντάζουν και σήμερα τόσο πρωτοποριακοί όσο και τότε, υπογραμμίζοντας για άλλη μία φορά τη διαφορά της τέχνης από την εύκολη διασκέδαση. Και για το κλασικό επιχείρημα, πως η τέχνη δεν είναι κοντά στην πραγματικότητα, θα θυμίσω την παρατήρηση του Χέρμπερτ Ριντ για τη μοντέρνα τέχνη (το λέμε ακόμα και ειπώθηκε 100 χρόνια πριν!) ότι οι εικόνες του υποατομικού κόσμου είναι πολύ πιο κοντά στους αφηρημένους πίνακες ζωγραφικής. Το ίδιο ισχύει και για την πειραματική ηλεκτρονική μουσική – μπορείτε να φανταστείτε άλλο είδος να συνοδεύει την πανδαισία χρωμάτων στο σημείο εκείνο της ταινίας «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» του Κιούμπρικ, που αντιστοιχεί στο ταξίδι στο Διάστημα; (και όχι μόνο). Ετσι και ο Κλάους Σούλτσε κατάφερε με τη μουσική του να συνδυάσει την καλλιτεχνική δημιουργία με τον κόσμο του ατόμου που ανακάλυψε και αξιοποίησε η επιστήμη, χρησιμοποιώντας τα όργανα που προέκυψαν από αυτήν την ανακάλυψη.

Από τα πάρα πολλά κομμάτια του, ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει το «Voices of Syn», από τον δίσκο Blackdance, που αρχίζει με έναν συνδυασμό ηλεκτρονικού ήχου με την άρια Fiesco από το Σιμόνε Μπογκανέγκρα του Βέρντι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...