-
The Sunday Times
Ο κίνδυνος μιας κοσμικής σαρίας
«Είμαι κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης. Καταδικάζω οποιονδήποτε καταχράται την εξουσία του στο εργασιακό περιβάλλον. Στηρίζω την επανάσταση των ηθών. Η ανησυχία μου είναι ότι επαναστάσεις του είδους αυτού τείνουν να πυροβολούν πέρα από τον στόχο. Διερωτώμαι: κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε προς ένα είδος κοσμικής σαρίας, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι άνδρες είναι εν δυνάμει σεξουαλικά αρπακτικά και μόνον οι αυστηρές ποινές μπορούν να αποτρέψουν τους βιασμούς ρουτίνας;
» Θα αποτελούν σύντομα παρελθόν οι συνελεύσεις μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας στους χώρους εργασίας; Και μετά; Θα προβούμε στο διαχωρισμό των φύλων; Πόσο πρέπει να αρέσει όλο αυτό στους ισλαμιστές»...
Είναι αυτή η κατακλείδα της ενδιαφέρουσας παρέμβασης του Νάιαλ Φέργκιουσον στους Sunday Times, ο οποίος προσφέρει υπέρ της άποψης του μια πλούσια επιχειρηματολογία, από την σκοπιά της Δεξιάς όπως πάντα, όσον αφορά τις συνέπειες της υπόθεσης του χολιγουντιανού μεγαλοπαραγωγού Χάρβεϊ Γουάινσταϊν.
Ο διάσημος (όσο και αμφιλεγόμενος) αναθεωρητής ιστορικός από τη Βρετανία προβαίνει σε μια οξυδερκή ανάλυση της έννοιας του αποκαλούμενου «politically correct», πολιτικά ορθού στη γλώσσα μας, της υποτιθέμενης, δηλαδή, ηθικής ανωτερότητας που καπηλεύεται, σύμφωνα με τη γνώμη του, η Αριστερά των δύο μέτρων και των δύο σταθμών.
Σχεδόν διασκεδάζοντάς το, ο Φέργκιουσον επισημαίνει πως το σκάνδαλο Γουάινσταϊν οδήγησε στην κατάρρευση σημαινόντων προσωπικοτήτων και εκφραστών της φιλελεύθερης Αμερικής όπως ο γερουσιαστής Αλ Φράνκεν, ο Κέβιν Σπέισι, ο Λούις Σ. Κ. αλλά και οι δημοσιογράφοι Μαρκ Χάλπεριν και Τσάρλι Ρόουζ. Ανθρωποι, δηλαδή, που εμφανίζονταν ιδιαίτερα επικριτικοί προς τον Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά την προσβλητική, αν όχι καταχρηστική, συμπεριφορά του προς τις γυναίκες. Μέλη μιας ελίτ που καλλιεργούσαν «μια ανησυχητική διπλοπροσωπία», από τη μία πλευρά «επιτηρώντας τον κόσμο της εκπαίδευσης με την αστυνομία των σπουδών φύλου» (gender studies), από την άλλη πλευρά κυριαρχώντας και επιβάλλοντας στο Χόλιγουντ ταινίες με «ήρωες κυρίαρχα αρσενικά που απολαμβάνουν περιστασιακές ερωτικές συνευρέσεις με ημίγυμνες ναζιάρες εικοσάχρονες».
Συμβουλεύει, επίσης, τις φεμινίστριες όλου του κόσμου να μην επικαλούνται την εξαιρετική Μάργκαρετ Άτγουντ αλλά τον βαρύ Μισέλ Ουελμπέκ. Όλοι όσοι εντυπωσιάστηκαν από το εμβληματικό «The Handmaid’s Tale» («Η ιστορία της πορφυρής δούλης», εκδ. Εστία), υποστηρίζει ο Φέργκιουσον, δεν αντιλαμβάνονται πως η δυστοπία που περιγράφει η καναδή συγγραφέας έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό παρά με τον χριστιανικό φονταμενταλισμό. Και αποκαλύπτει πως προτιμά, θεωρώντας το περισσότερο διδακτικό, το «Soumission» («Υποταγή», Εκδ. Εστία) του φλεγματικού Γάλλου ποιητή και (μετά) συγγραφέα ο οποίος παρουσιάζει τα μέλη της γαλλικής ελίτ να υποκύπτουν στη σαρία.
Φωτό: H Oύμα Θέρμαν προστέθηκε στις καταγγέλλουσες τον Χάρβεϊ Γουάινσταϊν. Πηγή: Miramax
-
The American Interest
Τζορτζ Όργουελ, ο ψεύτης προφήτης
Γιατί είναι πάντα επίκαιρος ο Τζορτζ Oργουελ; Γιατί κάθε ανησυχητικό χαρακτηριστικό του κρατικού μηχανισμού των Ηνωμένων Πολιτειών μοιάζει να είναι «οργουελικό»; Γιατί είμαστε κολλημένοι με αυτόν τον κύριο που έπεσε έξω σε πολλές από τις προβλέψεις του, την ώρα, μάλιστα, που ήταν ήταν ο ίδιος προβληματικός, μια εξαιρετική προσωπικότητα με πολλά, ωστόσο, ανησυχητικά στοιχεία;
Ο Μπεν Τζούντα υπογράφει στο American Interest ένα δοκίμιο πάνω στον συγγραφέα του εμβληματικού «1984» το οποίο, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμφωνεί ο καθένας με τις απόψεις που εκφράζει ο γαλλοβρετανός δημοσιογράφος, αποτελεί υπόδειγμα όσον αφορά την αποδόμηση μιας προσωπικότητας του διαμετρήματος του Τζορτζ Oργουελ.
Ο Τζούντα μελέτησε εκτενέστατα τον βρετανό λογοτέχνη και δημοσιογράφο και θεωρεί ενοχλητικό το γεγονός ότι θεωρείται ένας «δάσκαλος της προφητείας», αυτός που στα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχε υποστηρίξει πως «η ανώτερη μεσαία τάξη αποτελεί παρελθόν» και ότι η βρετανική αυτοκρατορία θα μεταλλασσόταν σε μια ομοσπονδία σοσιαλιστικών κρατών. Το χειρότερο, ωστόσο, όσον αφορά τον Όργουελ και την κληρονομιά του, είναι το γεγονός ότι η αναγωγή του «1984» σε καθολικό πρότυπο των όποιων δυστοπικών κοινωνιών δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τί πραγματικά απειλεί τη δημοκρατία σήμερα.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις προειδοποιήσεις του σχετικά με την κυριαρχία ενός πολιτισμού της επιτήρησης, αλλά ο Όργουελ «δεν έχει τίποτα να πει για τον κοινωνικό και εθνικό κατακερματισμό, για τη χρηματιστικοποίηση, την ελευθερία κινήσεων των μεγάλων πολυεθνικών, τους κλεπτοκράτες των offshore, για τα φερέφωνα». Ακολουθώντας τα βήματα του Όργουελ, ερμηνεύουμε τα πάντα στο πλαίσιο ενός πανίσχυρου Κράτους, αδυνατώντας έτσι να αντιληφθούμε ότι στην πραγματικότητα το (όποιο) Κράτος είναι αναιμικό «ανίκανο να ελέγξει τους αλγόριθμους των μεγάλων επιχειρήσεων, να τηρήσει τις υποσχέσεις του, να φορολογήσει τους ζάπλουτους».
Επιπλέον, «αυτό το συναρπαστικό μαμούθ που βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο» υπήρξε ένας πρώιμος μακαρθιστής ο οποίος κατέδιδε τους υποτιθέμενους συμπαθούντες του κομμουνισμού, ομοφυλόφιλους, κυρίως, αλλά και Εβραίους. Ο Όργουελ υπήρξε επίσης ένας «αντισημίτης στην ψυχή» δίχως τα ελαφρυντικά του Σαίξπηρ καθώς ήταν σύγχρονος του Χίτλερ. Το μυστικό της απήχησής του ήταν σύμφωνα με τον Τζούντα η απλουστευτική και μανιχαϊστική ρητορική του.
Φωτό: Μήπως ο Οργουελ δεν είδε τόσο καθαρά κάποια πράγματα; Πηγή: The American Interest
-
New Statesman
«Full understand»: μια νέα γλώσσα για τους πρόσφυγες της Λέσβου
Α: Since two days I am sleep to Moria.
B: Moria is too much alibaba.
A: Υes, one man is come for alibaba my ausweis. I am speak him finish. after he is finish. understand?
B: Full understand.
Ο παραπάνω διάλογος έλαβε χώρα στο hotspot της Λέσβου όπου χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες από δεκάδες χώρες επικοινωνούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας μια «απλουστευμένη» εκδοχή της αγγλικής γλώσσας που κατέληξε να αποτελεί «την lingua franca (κοινή διάλεκτο) της φυλακής (sic) της Μόριας όπου προσπαθούν να επιβιώσουν. Μια εκδοχή των αγγλικών που εξελίσσεται γρήγορα με μια δική της γραμματική διαφορετική από αυτή που διδαχτήκαμε από τα σχολικά βιβλία».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Ματ Μπλούμφιλντ στο New Statesman «οι έξι μήνες στο νησί ήταν για μένα ένα εντατικό μάθημα του “Lesvos English” ή καλύτερα του “Full Understand”». Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αρχίζουν με την συστηματική απλούστευση του λεξιλογίου. «Ενα από τα πρώτα ρήματα που μαθαίνουν όλοι όσοι διδάσκονται μια ξένη γλώσσα είναι το ρήμα “μιλάω”, που συχνά καταλήγει να είναι συνώνυμο του “λέω”, του “διηγούμαι” και “ρωτάω”». Τα ουσιαστικά και οι λέξεις συνήθως χρησιμοποιούνται στην πιο απλή μορφή τους. Μια καθολικά κατανοητή ιδιωματική λέξη είναι το «alibaba», για παράδειγμα, του αρχικού διαλόγου. Οι έγκλειστοι της Μόριας, χρησιμοποιούν το όνομα του πρίγκιπα των κλεφτών για να εξηγήσουν πώς «στο κέντρο υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που επιβιώνουν με μικροκλοπές». Αρχικά ο όρος «alibaba» επινοήθηκε από τους αμερικανούς και τους βρετανούς στρατιώτες που εισέβαλαν στο Ιράκ και αποκαλούσαν έτσι τους Ιρακινούς που ήταν ύποπτοι για πλιάτσικο.
Καταλήγοντας ο Μπλούμφιλντ παραλληλίζει αυτήν τη «λέσβια διάλεκτο» της αγγλικής γλώσσας με τη φρασεολογία που χρησιμοποιείται στην αεροπορία ώστε να είναι το δυνατόν απλούστερη και ασφαλής η επικοινωνία με τη Γη. Από την αρχή χρησιμοποιούνταν λίγες λέξεις με ξεκάθαρα συγκεκριμένη σημασία όπως «Roger» «Over» και «Out». Κατά τον ίδιο τρόπο, σήμερα στα κέντρα κράτησης προσφύγων και μεταναστών «χρησιμοποιούνται φράσεις που έχουν μεταγράψει φωνητικά στα αραβικά, ενώ ένα κοινό τρικ είναι o διπλασιασμός επιθέτων και ονομάτων σε μια πρόταση ώστε να αποφεύγονται οι παρανοήσεις. Οι προθέσεις απαλείφονται υπέρ μερικών εννοιών με καθολική σημασία». Αλλά τα αγγλικά της Μόριας αποτελούν μια «μια εφήμερη οντότητα γιατί κανένας δεν εδώ δεν θέλει να παραμείνει εγκλωβισμένος σε ένα άγνωστο ελληνικό νησί μιλώντας εσφαλμένα αγγλικά».
Φωτό: Μια γυναίκα κρατά επιγραφή στα αγγλικά κατά την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στη Μόρια το 2016. Πηγή: Nikos Libertas / SOOC
-
New York Times
Τα φεμινιστικά κινήματα και τα «προϊόντα ευχαρίστησης»
«Ο πατέρας μου δεν μιλούσε ποτέ στο σπίτι για τη δουλειά του. Επρόκειτο για ένα μυστήριο. Και εγώ νόμιζα, έως ότου έγινα 15 χρονών, ότι ήταν μέλος της μαφίας». Αυτά δήλωσε στους New York Times, ο Τσαντ Μπρέιβερμαν, γιος του Ρον Μπρέιβερμαν, του ανθρώπου που πριν από 41 χρόνια, το 1976, ίδρυσε στην Καλιφόρνια την Doc Johnson Enterprises, τη μεγαλύτερη, σήμερα, εταιρεία κατασκευής σεξουαλικών βοηθημάτων και παιχνιδιών (που πλέον αποκαλούνται προϊόντα ευχαρίστησης) στις ΗΠΑ. Ο Τσαντ ξεκίνησε να εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, όντας ακόμα έφηβος, απασχολούμενος στο τμήμα αποστολών ενώ τώρα στην ηλικία των 35 ετών είναι επικεφαλής του δημιουργικού. Στο πλευρό του βρίσκεται η 29χρονη Έρικα, η μικρότερη αδελφή του και υπεύθυνη του τμήματος marketing. Σημειώνεται ότι η Doc Johnson Enterprises – η «Procter & Gamble των σεξουαλικών παιχνιδιών» σύμφωνα με το Los Angeles Magazine – απασχολεί από 250 έως 500 άτομα.
Το μότο της εταιρείας είναι «Made in America» και αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της στρατηγικής πωλήσεων που εφαρμόζει η εταιρεία, τόσο στο Διαδίκτυο όσο και στα περισσότερα από 7.500 καταστήματα που λειτουργούν στις αμερικανικές πολιτείες. Η ιστορία της Doc Johnson είναι ταυτόχρονα και η ιστορία των sex toys στις κοινωνίες των ΗΠΑ, τα οποία θεωρούνται «ολοένα και λιγότερο κάτι για το οποίο κάποιος θα πρέπει να ντρέπεται και να το αγοράζει κάτω από τον πάγκο, χάρη και στην άνοδο των φεμινιστικών κινημάτων που μαθαίνουν στις γυναίκες να αντλούν ευχαρίστηση από το ίδιο τους το σώμα». Πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο εν λόγω κλάδος υπέστη ένα σοβαρό πλήγμα, όσον αφορά τις πωλήσεις, εξαιτίας της δωρεάν διαθέσιμης πορνογραφίας στο διαδίκτυο. Ακολούθησε όμως η αναγέννηση επειδή «η βιομηχανία του σεξ ανακάλυψε και τις επιθυμίες των γυναικών, οι οποίες δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη» κατά το παρελθόν. Ως αποτέλεσμα «ο κλάδος σταμάτησε να κυριαρχείται σε ποσοστό 100% από τους άνδρες, ξεκινώντας να παρασκευάζει προϊόντα που προορίζονται για γυναίκες».
Και σ’ αυτήν την πολιτισμική μετάλλαξη ή μάλλον πρόοδο συνέβαλε σημαντικά η επέλαση της pop κουλτούρας. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο επεισόδιο του περίφημου «Sex and the City», στο οποίο μεταξύ των πρωταγωνιστών συγκαταλεγόταν και ο Rabbit ο δονητής, αλλά και το έπος των Πενήντα Αποχρώσεων, αποδαιμονοποίησαν τη χρήση, με στόχο την ευχαρίστηση, των δονητών και των λοιπών σεξουαλικών παιχνιδιών, και όχι απαραίτητα βοηθημάτων. Ως αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. «Κάθε χρόνο ανοίγουν δέκα εταιρείες που μας ανταγωνίζονται. Για αυτόν τον λόγο εμείς συνεχίζουμε να πειραματιζόμαστε και να προσφέρουμε νέα προϊόντα», κατέληξε ο Τσαντ Μπρέιβερμαν.
Φωτό: Λιγότερες ενοχές, περισσότερη ευχαρίστηση Πηγή: Shutterstock
Οι Sunday Times με μια αιρετική άποψη για επιπτώσεις του σκανδάλου Γουάινσταϊν / Το American Interest για τον «παρωχημένο» Τζορτζ Οργουελ / Το New Statesman για τη νέα λέσβια διάλεκτο της αγγλικής γλώσσας / Και οι New York Times....