Ο Σίντνεϊ Πουατιέ υπήρξε ο Ομπάμα πριν από τον Ομπάμα, «όχι μόνον το πρόσωπο της μαύρης Αμερικής, αλλά ό,τι καλύτερο από όσα είχε να προσφέρει το έθνος μας στον κόσμο»: αυτό υποστηρίζει ο αμερικανός σκηνοθέτης Ρέτζιναλντ Χάντλιν, συνομιλώντας με την Αριάνα Φίνος της La Repubblica για μια νέα δουλειά του, ένα ντοκιμαντέρ που αφηγείται τη ζωή του εμβληματικού ηθοποιού που εγκατέλειψε τα εγκόσμια την 6η Ιανουαρίου του 2022 σε ηλικία 94 ετών. Και ο Χάντλιν δεν μοιάζει να έχει άδικο, ούτε καν να είναι υπερβολικός σχετικά με το αποτύπωμα του υπέροχου Σίντνεϊ Πουατιέ.
Στο «Sidney» (Apple TV+) παρουσιάζονται «οι αξίες και οι πολιτικοί αγώνες, η ακεραιότητα και οι αδυναμίες» του Πουατιέ, μέσα από επτά ώρες συνεντεύξεων που παραχώρησε η Οπρα Γουίνφρεϊ ενώ εξίσου αποκαλυπτικές είναι και οι μαρτυρίες των Σπάικ Λι και Μόργκαν Φρίμαν, Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Λένι Κράβιτζ και Χάλι Μπέρι, καθώς επίσης και των δύο συζύγων του Πουατιέ (Χουανίτα Χάρντι και Τζοάνα Σίμκους) και των θυγατέρων του.
Ο Σίντνεϊ Πουατιέ μιλάει και ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο για τα παιδικά του χρόνια σε μια αγροτική κοινότητα στις Μπαχάμες, όπου δεν υπήρχαν λευκοί και ούτε, κατ’ επέκταση, φυλετικές διακρίσεις. «Δεν θα έπρεπε να ζω», λέει, έχοντας γεννηθεί πρόωρα τρεις μήνες, στη Φλόριντα, μάλιστα, όπου είχαν μεταβεί οι γονείς του για δουλειά. Μεγάλωσε χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ενώ ανακάλυψε την ύπαρξη του καθρέφτη στην εφηβεία. Αλλά «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παιδική του ηλικία τον προετοίμασε για τον κόσμο στον οποίο επρόκειτο να εισέλθει. Παρόλο που δεν είχε υλικά αγαθά, οι γονείς του τού μετέδωσαν ισχυρή θέληση, διάθεση για σκληρή δουλειά και ισχυρές ηθικές αξίες. Χάρη σε αυτά επέζησε και πέτυχε», ανέφερε ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ.
Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τις Μπαχάμες για να μεταβεί στο Μαϊάμι, όπου, όμως, σχεδόν αμέσως ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την λευκή υπεροχή. Αρχισε να εργάζεται ως διανομέας αλλά έπειτα από μια επίσκεψη της Κου Κλουξ Κλαν στο σπίτι των συγγενών του που τον φιλοξενούσαν, αποφάσισε να φύγει από το Μαϊάμι και να πάει στη Νέα Υόρκη. Καθώς περίμενε το λεωφορείο στη στάση, σταμάτησε μπροστά του ένα περιπολικό: «Φύγε, εάν επιστρέψεις, θα σε πυροβολήσουμε», του είπε ένας αστυνομικός.
Στο ντοκιμαντέρ ο Σίντνεϊ Πουατιέ μιλάει, επίσης, για την αγκαλιά που βρήκε στο Χάρλεμ, για τη δουλειά του ως λαντζέρης, για τον εβραίο σερβιτόρο που του έμαθε να διαβάζει, για την αγγελία για τις οντισιόν στο American Negro Theatre. Αρχικά τον έδιωξαν αλλά ο 16χρονος Σίντνεϊ είχε αντιληφθεί πως «αυτός ήταν ο δρόμος μου», με αποτέλεσμα να επιστρέψει, μετά από μερικά μαθήματα ορθοφωνίας, και να γίνει τελικά δεκτός. Επρόκειτο για την αρχή μιας λαμπρής καριέρας, με τον ηθοποιό να κερδίζει το 1964 το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου (δεν είχε απονεμηθεί ποτέ ξανά σε αφροαμερικανό ηθοποιό) για την ερμηνεία του στην ταινία «Lilies of the Field» του 1963 και να καθίσταται, τελικά, ένας από τους κορυφαίους αστέρες της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, με την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου να του απονέμει ένα δεύτερο Οσκαρ, το 2002, για τη συνολική προσφορά του στην Εβδομη Τέχνη.
«Πολλοί διαφορετικοί καλλιτέχνες τον υποδεικνύουν ως μοντέλο. Η Χάλι Μπέρι ήθελε να τον παντρευτεί, ο Μόργκαν Φρίμαν, ο Σπάικ Λι και ο Κουίνσι Τζόουνς εξαίρουν τη σκηνή στην οποία ο επιθεωρητής Βίρτζιλ Τιμπς ανταποδίδει το χαστούκι στον λευκό άνδρα, η Γουίνφρεϊ λυγίζει “Το Oσκαρ του σήμαινε ότι και εγώ θα μπορούσα…”», ανέφερε η ιταλίδα δημοσιογράφος στον αμερικανό σκηνοθέτη.
«Στις ιδιότητες που τον κατέστησαν ήρωα, αναγνωρίζουμε κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων ή πολιτισμικής καταγωγής. Είναι παράδειγμα για έναν καλλιτέχνη που αναζητά τη φωνή του, πηγή έμπνευσης για έναν μετανάστη σε μια νέα χώρα, πρότυπο για όσους αγωνίζονται κατά της φυλετικής καταπίεσης», συμπλήρωσε εκείνος.
Σημειώνοντας η Αριάνα Φίνος πως στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζονται και τα λάθη του Σίντνεϊ Πουατιέ, εξήγησε πως «εάν τον ανέβαζα σε ένα βάθρο, δεν θα τον υπηρετούσα καλά. Δείχνουμε τις αδυναμίες, τα λάθη, τις πληγές, γιατί σε αυτές αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, από τα λάθη του διδασκόμαστε, όπως και από τους θριάμβους του μετά τα λάθη».
Οσον αφορά τον «πολιτικό» Πουατιέ, αποτελεί γεγονός πως επικρίθηκε, είτε ως ο «magical negro» που σώζει τους λευκούς και τον κατάδικο Τόνι Κέρτις στην ταινία «The Defiant Ones» του 1958 είτε ως ο «Μπάρμπα Θωμάς» της δεκαετίας του 1960, σύμφωνα με τις πιο σκληροπυρηνικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.
Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι «ο Πουατιέ δεν ερμήνευε ποτέ στερεοτυπικούς ρόλους για μαύρους, αγωνιζόταν για να αλλάξει τα λόγια του, απέρριπτε κερδοφόρες προτάσεις. Το σύστημα προσπάθησε να τον δυσφημήσει λόγω του θαυμασμού του για τον Πολ Ρόμπσον, που “αποδείκνυε” τη ροπή του προς τον κομμουνισμό. Ο Πουατιέ δεν μπορεί να γίνει κατανοητός εάν δεν γίνει κατανοητή η πολιτική πλευρά του. Πολλοί από τους ρόλους του ήταν εγγενώς, και μερικές φορές ρητά, πολιτικοί. Ηταν το άλλο μέτωπο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα», σημείωσε ο Ρέτζιναλντ Χάντλιν.
«Και μόνος του, επιδιόρθωσε τη ζημιά που προκάλεσε η “Γέννηση ενός Εθνους”, δεκαετίες κακοήθων στερεοτύπων για τους μαύρους: με τον Πουατιέ καταφθάνουν η κομψότητα, η αξιοπρέπεια, η ευφυΐα που καταστρέφουν αυτές τις εικόνες. Αυτό αναμόρφωσε τον κόσμο και το πώς τον βλέπουν οι μαύροι. Αλλά η επανάσταση που προκαλείς ως ηθοποιός φουντώνει, το κίνημα που σε ακολουθεί στη συνέχεια προηγείται. Ομως η Ιστορία σε αποκαθιστά», πρόσθεσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News