Η Μάντσεστερ Σίτι είχε μόλις νικήσει την Μπέρνλι (2-1), όμως ο Πεπ Γκουαρντιόλα εμφανίστηκε στην αίθουσα Τύπου του «Etihad» με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ενας δημοσιογράφος δεν άντεξε και τον ρώτησε: «Μα, γιατί δεν δείχνετε χαρούμενος; Η ομάδα σας κέρδισε σήμερα…». Ο καταλανός τεχνικός γκρίνιαξε ότι το γκολ της Μπέρνλι δεν έπρεπε να μετρήσει -επειδή είχε προηγηθεί φάουλ στον τερματοφύλακα Μπράβο-, όμως δεν του έφταιγε η διαιτησία, που δεν ήταν στα κέφια του.
Ο Γκουαρντιόλα διαφέρει από τους περισσότερους συναδέλφους του. Αυτοί οι τρεις βαθμοί που η ομάδα του κατέκτησε «με την ψυχή στο στόμα», το βράδυ της Δευτέρας, τον είχαν αφήσει παγερά αδιάφορο. Για εκείνον, η νίκη αξίζει μόνον ως επιβεβαίωση: ότι το σχέδιό του για το παιχνίδι ήταν «σούπερ», και οι παίκτες του το εφάρμοσαν σωστά. Αλλά, χθες, δεν συνέβη κάτι τέτοιο – και η αλήθεια είναι πως έχει πολύ καιρό να συμβεί. Ακόμη και όταν κερδίζει, η Σίτι δεν παίζει την μπάλα που αρέσει στον προπονητή της.
Ισως αυτή η άρνηση του Πεπ να αποδεχτεί τη νίκη ως αυτοσκοπό, σε έναν κόσμο όπου το αποτέλεσμα μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι επιδόσεις των «Πολιτών» απέχουν τόσο πολύ από τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η πρόσληψη του -κατά πολλούς- κορυφαίου τεχνικού της εποχής μας. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να ποντάρει στις ατομικές αρετές των πανάκριβων ποδοσφαιριστών που η Σίτι διαθέτει, να χρησιμοποιεί τους καλύτερους περιμένοντας λύσεις από τις αυτοσχέδιες εμπνεύσεις τους, όμως ο Καταλανός δεν εννοεί να αλλάξει συνήθειες: παραμένει ο καλός κατασκευαστής ομάδων, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον τρόπο και δευτερευόντως για το αποτέλεσμα.
Μετά την «τεσσάρα» (4-2) από τη Λέστερ, έπεσε σε στόματα που ούτε το φανταζόταν ότι θα μιλούσαν εναντίον του. Το να κατακρίνει κοτζάμ Γκουαρντιόλα ο παλαίμαχος επιθετικός Σταν Κόλιμορ (που έγραψε στη Mirror ένα επιθετικό άρθρο γι’ αυτόν) ή ο πρώην προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι, Στιούαρτ Πιρς (στην εκπομπή «Premier League Daily» του Sky Sports), ο οποίος είναι άνεργος εδώ και πολύ καιρό, μοιάζει με ιεροσυλία. Εκείνος, όμως, δεν πτοήθηκε. «Θα εξακολουθήσουμε να προσπαθούμε να παίξουμε έτσι όπως μου αρέσει. Πιστεύω σε αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού», ξεκαθάρισε στους δημοσιογράφους πριν από τον νικηφόρο αγώνα με τη Γουότφορντ. «Εάν δεν τα καταφέρω, θα έρθει κάποιος άλλος στη θέση μου για να κάνει τη δουλειά. Αλλά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αλλάξω κάτι».
Ο Γκουαρντιόλα έχει επιλέξει τον μακρύτερο δρόμο προς την επιτυχία, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο χρόνος του δεν είναι απεριόριστος. Ο ίδιος περιέγραψε την κατάσταση -πριν από δυο εβδομάδες- με αφοπλιστικό ρεαλισμό: «Το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να υπάρξει ως μακροχρόνιο project. Πρέπει ν’ αρχίσεις να νικάς αμέσως. Αν δεν το κάνεις, θα έχεις μπελάδες. Τότε, έρχεται η στιγμή που το αφεντικό και ο πρόεδρος καλούνται να αποφασίσουν τι πρέπει να γίνει. Εχω την αίσθηση πως με εμπιστεύονται, όμως η δουλειά μας εξαρτάται από τα αποτελέσματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το γνώριζα από την αρχή. Σε πολλές περιπτώσεις είναι άδικο, όμως αυτός είναι ο κανόνας του παιχνιδιού. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις μεγάλες μπίζνες σε όλο τον κόσμο, ο μάνατζερ πρέπει να βρει τη λύση όταν κάτι δεν πάει καλά. Στο ποδόσφαιρο, ο προπονητής οφείλει να βοηθά τους ποδοσφαιριστές ώστε να αποδίδουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Αν δεν το κάνει, φεύγει».
Ο Τσάπμαν, ο Σάνκλι, ο Κλαφ, ο Φέργκιουσον, ο Βενγκέρ -μερικοί από τους θρύλους των πάγκων που διαμόρφωσαν την ιστορία των συλλόγων τους και του αγγλικού πρωταθλήματος- χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να δουν τη δουλειά τους να καρποφορεί. Σήμερα, όμως, αυτή η «πολυτέλεια» δεν υπάρχει – ούτε, καν, στη Βρετανία, που πάντοτε φημιζόταν για την υπομονή της με τους προπονητές. Τα τεράστια ποσά που διακυβεύονται κάθε σεζόν, καθιστούν τις αποτυχίες αβάσταχτες – και τη μοίρα των προπονητών κοινή. Ακόμη κι αν πρόκειται για τον Γκουαρντιόλα των δύο Champions League και των 21 τροπαίων σε οκτώ χρόνια, τον οποίο η Σίτι πολιορκούσε επί τέσσερα χρόνια, προκειμένου να τον πείσει να δουλέψει γι’ αυτήν.
Πριν από μερικούς μήνες θα ήταν αδιανόητο να ακουστεί από το στόμα του πιο περιζήτητου προπονητή. Κι όμως, το παραδέχτηκε ο ίδιος (πριν από το ματς με τη Γουότφορντ): νιώθει τον κίνδυνο της απόλυσης – και τις τελευταίες εβδομάδες έχει αρχίσει να αμφιβάλλει για τον εαυτό του, για πρώτη φορά στην καριέρα του. Και τι κάνει γι’ αυτό; Κάτι που ξέρει καλά, αλλά και κάτι που τώρα μαθαίνει.
Ο Πεπ, προσπαθεί να μεταμορφώσει σε καλή ομάδα ένα τσούρμο καλών παικτών. Ακόμη κι αν κατακτήσει -εφέτος- την Premier League, η επιτυχία του θα κριθεί στο Champions League
Από τη μία, επιμένει σε αυτό που έχει στο μυαλό του για το ποδόσφαιρο: στον απλό τρόπο παιχνιδιού που, όμως, δύσκολα μαθαίνεται. Οπως μαρτυρούν κάποιοι παίκτες οι οποίοι στο παρελθόν κάθισαν στα θρανία του, θα πάρει πολλούς μήνες -στους ποδοσφαιριστές της Σίτι- να εμπεδώσουν το σύστημα του καταλανού τεχνικού. Από την άλλη, προσπαθεί κι εκείνος να προσαρμοστεί στο αγγλικό στιλ – διαδικασία που αποδεικνύεται πιο χρονοβόρα απ’ όσο περίμενε.
Οπως εξομολογήθηκε προσφάτως στους Times, ο Γκουαρντιόλα κατάλαβε πραγματικά τι θα πει ποδόσφαιρο στην Αγγλία μόλις στις 26 Νοεμβρίου, παρακολουθώντας από τον καναπέ του σπιτιού του στο Μάντσεστερ τον «χαοτικό» αγώνα Σουόνσι – Κρίσταλ Πάλας 5-4. Τα οκτώ από τα εννέα γκολ εκείνου του ματς προήλθαν από έναν… διαγωνισμό αφέλειας των αμυντικών των δύο ομάδων σε στατικές φάσεις. Η διαρκής εναλλαγή προσώπων στην άμυνα της ομάδας του, μέχρι στιγμής, δεν έχει λύσει το πρόβλημα. Η Σίτι του έχει δεχτεί 22 τέρματα σε 20 αγώνες – ακριβώς όσα και η Μίντλεσμπρο, η οποία βρίσκεται στη 16η θέση της βαθμολογίας…
Ο Γκουαρντιόλα παλεύει με τον χρόνο, έχοντας την πιο δύσκολη αποστολή. Ο Μουρίνιο ενδιαφέρεται κυρίως για το αποτέλεσμα, και δεν τον πολυνοιάζει να δώσει στη Γιουνάιτεντ μια συγκεκριμένη αγωνιστική ταυτότητα. Γι’ αυτό στηρίζεται στις ατομικές αρετές των παικτών του – ιδίως του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς που βρίσκεται σε διαβολεμένη φόρμα. Ο σουηδός φορ έχει, ήδη, πετύχει 19 γκολ (σε όλες τις διοργανώσεις), όταν ο πρώτος σκόρερ της Γιουνάιτεντ πέρυσι -ο Μαρσιάλ- έβαλε 17 σε ολόκληρη τη σεζόν.
Ο Κόντε έχει ανεβάσει θεαματικά την πρωτοπόρο Τσέλσι, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα που πριν από ενάμισι χρόνο είχε πάρει τον τίτλο στην Premier League. Δεν χρειαζόταν να μάθει κάτι από την αρχή. Ο Κλοπ κατάφερε, εφέτος, να βάλει… φωτιά στην επίθεση της Λίβερπουλ, όμως στην πρώτη του σεζόν η δουλειά του δεν είχε φανεί. Στην άμυνα έχει πολλά προβλήματα και, επιπλέον, κανένας στο «Ανφιλντ» δεν απαιτεί το πρωτάθλημα – αν και δεν υπάρχουν υποχρεώσεις στην Ευρώπη. Ο Βενγκέρ (κυρίως) και ο Ποκετίνο, είχαν άπλετο χρόνο να «μοντάρουν» τις ομάδες τους.
Ενώ ο Πεπ, προσπαθεί να μεταμορφώσει σε καλή ομάδα ένα τσούρμο καλών παικτών. Ακόμη κι αν κατακτήσει -εφέτος- την Premier League, η επιτυχία του θα κριθεί στο Champions League. Πρωταθλήματα έφεραν κι άλλοι, το 2012 και το 2014. Οι άραβες ιδιοκτήτες, οι οποίοι από το 2008 έχουν βαρεθεί να ξοδεύουν, τον προσέλαβαν για να τους οδηγήσει στην ύψιστη ευρωπαϊκή διάκριση. Αλλά, το να πάρεις μια ομάδα που ούτε, καν, πλησίασε σε τελικό και να την κάνεις φαβορί για τη Μεγάλη Κούπα, δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε μήνες – ή σε μια σεζόν. Στην περίπτωση του Γκουαρντιόλα, όλοι φαίνεται να το παραγνωρίζουν. Ο Καταλανός «πληρώνει» τη φήμη που τον συνοδεύει.
Ο Γκουαρντιόλα έχει συνηθίσει στην αμφισβήτηση. Τα τελευταία χρόνια είναι κάτι σαν μόδα. Οταν βρισκόταν στην Μπαρτσελόνα, οι εχθροί του έλεγαν ότι αυτή η τρομερή ομάδα δεν χρειαζόταν προπονητή – έπαιζε καλά και από μόνη της. «Ξέχασαν» να πουν πως, όταν εκείνος αποχώρησε από τη Βαρκελώνη, ο σύλλογος δαπάνησε πάνω από 120 εκατ. ευρώ για να αγοράσει ποδοσφαιριστές (Σουάρες, Νεϊμαρ, Ράκιτιτς, κ.λπ.) που μπορούσαν να εγγυηθούν τη συνέχεια στις επιτυχίες. Ελεγαν ότι τον Πεπ τον έκαναν «μάγκα», ο Μέσι, ο Τσάβι και ο Ινιέστα. Αλλά, έναν χρόνο αργότερα, η δική του Μπάγερν Μονάχου σκόραρε ασταμάτητα και κέρδιζε με σχεδόν τον ίδιο τρόπο, χωρίς όλους αυτούς.
Ελεγαν ότι αναλαμβάνει πάντα πλούσιες ομάδες, για να έχει σίγουρη την επιτυχία. Εφέτος, όμως, στους πρώτους δυο μήνες της σεζόν, η Μπάγερν έχασε όσους βαθμούς είχε απολέσει όλη την περασμένη χρονιά με τον Πεπ στον πάγκο της. Ελεγαν ότι στη Βαυαρία απέτυχε να κατακτήσει το Champions League. Ναι, αλλά κάθε χρόνο έφτανε στους ημιτελικούς… Ελεγαν ότι το ποδόσφαιρο κατοχής που διδάσκει, είναι βαρετό. Αλλά η Μπαρτσελόνα του ήταν η πιο θεαματική ομάδα που έχουμε δει – και η Μπάγερν επί των ημερών του έγινε συναρπαστική όσο ποτέ.
Τώρα τον κατηγορούν, για παράδειγμα, ότι δεν έχει μάθει στους ποδοσφαιριστές της Σίτι να κάνουν… «τάκλιν». Επί της ουσίας, την επαγγελματική του επάρκεια δεν την αμφισβήτησε -με επιχειρήματα- ποτέ κανείς. Ούτε, καν, ο χειρότερος εχθρός του, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Αλλά, η ουσία παραμένει: στο Μάντσεστερ ο Γκουαρντιόλα παίζει τη φήμη του. Που γι’ αυτόν, είναι πιο σημαντική απ’ όλους τους τίτλους του κόσμου.
Σε συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο NBC, προχθές, ο Γκουαρντιόλα αποκάλυψε πως το τέλος της προπονητικής του καριέρας πλησιάζει. Ακούστηκε παράξενο, επειδή στις 18 του μήνα θα γίνει μόλις 46 ετών – και η σταδιοδρομία του ως πρώτος προπονητής δεν μετράει ούτε, καν, εννέα χρόνια. Οσοι τον γνωρίζουν καλά, όμως, αντιλαμβάνονται ότι σοβαρολογεί: ίσως η Σίτι να είναι ο τελευταίος του σταθμός.
Ο άνθρωπος που το 2012 παράτησε στα κρύα του λουτρού την Μπαρτσελόνα -και πήγε για dolce vita στη Νέα Υόρκη- κι έπειτα εγκατέλειψε την ασφάλεια της Μπάγερν Μονάχου για να δοκιμάσει τη θεωρία του στην εύπορη αλλά άμαθη σε επιτυχίες Σίτι, δεν εργάζεται ούτε για τα χρήματα, ούτε για τη δόξα. Ζει για να βλέπει τις ιδέες του να δικαιώνονται στο γήπεδο. Γι’ αυτό, δεν πρόκειται να τις εγκαταλείψει – όσα παιχνίδια κι αν «στραβώσουν».
Είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Το κερδίζει ή το χάνει. Υστερα, όπως είπε ο ίδιος στο NBC, «όποιος με αναζητήσει, θα με βρει σε κάποιο γήπεδο του γκολφ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News