Ενας καλός ηθοποιός, μεστωμένος και από τις εμπειρίες, πώς τάχα εισπράττει έναν ρόλο από τον οποίο στην πραγματική ζωή έχει απαλλαγεί προ πολλού; Διότι έχει γλιτώσει ο άνθρωπος και πλέον δεν έχει καμία διάθεση να θυμάται έναν παλιό εαυτό, πόσο μάλλον να ξανακυλήσει στην μπάρα.
Με το ποτήρι ο Γκάρι Ολντναμ έχει ξεμπερδέψει «εδώ και 24 χρόνια», μετρημένα, όπως καταλαβαίνετε, καλύτερα και από χρέος: «Πέταξα το αλκοόλ και έσωσα τη ζωή μου, αυτή ήταν η πιο γενναία επιλογή μου».
Οκέι, μίστερ, αλλά τώρα πρέπει να παίξεις έναν γερό πότη, δεν είναι έτσι; Ετσι είναι. Ζόρικα τα πράγματα; Ο Ολντμαν, στα 62 του, φαίνεται ότι μπορεί να χειριστεί το ζήτημα, ανασκαλεύοντας μνήμες και ανασύροντας περιστατικά που θα τον βοηθήσουν να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου. Μελαγχολικά περιστατικά, θα πείτε. Μάλλον. Αλλά επάγγελμα είναι αυτό και οι θυσίες απαιτητές – με το αζημίωτο, βέβαια.
Ο ρόλος για τον οποίο μιλάμε είναι του Χέρμαν Μάνκιεβιτς, ο οποίος μαζί με τον Ορσον Γουέλς συνέγραψε το σενάριο του κλασικού φιλμ «Πολίτης Κέιν» αφ’ ότου εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία. Ο Ολντμαν θα τον υποδυθεί σε ένα φιλμ που από την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου προβάλλεται στο Netflix.
Οι ιστορικοί χαρακτήρες ταιριάζουν στον Ολντμαν λέει η Repubblica, κρίνοντας από το Οσκαρ που κέρδισε το 2018 για τον ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ στο φιλμ «Darkest Hour». Τώρα το ύφος της νέας ταινίας του, τα σκηνικά της, τα κοστούμια των ηθοποιών κ.λπ., όλα τους είναι «ατμοσφαιρικά», αντίγραφα της αμερικανικής μόδας του ’30. Το ασπρόμαυρο φιλμ τονίζει αυτήν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, γνωστή στους θεατές και από τα εκατοντάδες «νουάρ» που γυρίστηκαν με φόντο αυτήν την εποχή. Οι ηθοποιοί Αμάντα Σάιφρεντ, Τσαρλς Ντανς και Τομ Μπουρκ (στον ρόλο του Ορσον Γουέλς) είναι οι συμπρωταγωνιστές του Ολντμαν στο «Mank».
Οι Ιταλοί τον ρώτησαν για την περίπτωση του Μάνκιεβιτς, πώς κρίνει δηλαδή το πρόσωπο που αντιστοιχεί στον ρόλο του. Ο Ολντμαν τον χαρακτήρισε «καλό δημοσιογράφο» πρώτ’ απ’ όλα, «ικανό να γράψει μια ολόκληρη παράγραφο σε μια στιγμή», ο οποίος ωστόσο «για διαφόρους λόγους δεν τα κατάφερε». Δεν δίστασε να ονοματίσει τον σημαντικότερο από αυτούς τους λόγους: «Ο αλκοολισμός του, για παράδειγμα…»
Η «σαγήνη που άσκησε επάνω του το Χόλιγουντ» και η μεγάλη ζωή που ορέχτηκε («σπίτια με κήπους, φοίνικες και τις πισίνες»), αυτά τελικά μέτρησαν – στην αρχή τουλάχιστον. Διότι ο «Μανκ» κατάλαβε κατόπιν ότι η χολιγουντιανή χλιδή τον κατάπιε και του στέρησε τη δημιουργικότητά του. «Θεώρησε τη συγγραφή σεναρίων κατώτερη δουλειά για αυτόν, περιφρόνησε την κινηματογραφική βιομηχανία και τους ανθρώπους γύρω του».
Με την ένσταση της Repubblica, ότι «η ταινία μοιάζει με ερωτική επιστολή στο Χόλιγουντ» παρά ταύτα, δεν είχε κανένα πρόβλημα ο Ολντμαν: «Ποιος δεν γοητεύεται από το Χόλιγουντ και από τις διασημότητες; Εγώ δεν παρακολουθώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ξέρω ότι όλοι γνωρίζουν τι κάνουν οι πλούσιοι και οι διάσημοι. Προτιμώ να ξέρω λιγότερα».
Για την αξία του φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστεί δήλωσε υπαινικτικά ότι «όσοι λατρεύουν το ‘Πολίτης Κέιν’ θα αγαπήσουν και το ‘Μανκ’». Ο ίδιος πάντως, όπως δήλωσε, για να αποδώσει καλυτέρα τον ρόλο του Μάνκιεβιτς, προσπάθησε να αναδιφήσει σε ιστορικό υλικό. Δεν βρήκε και πολλά αξιοποιήσιμα πράγματα για τον Χέρμαν, όμως ό,τι βρήκε για τον αδελφό του, τον Τζόζεφ, τον βοήθησε να πιάσει την προφορά που υπέθεσε ότι είχε και ο Χέρμαν.
Για την περίοδο του lockdown είπε ότι μοιάζει πολύ με την προηγούμενη ζωή του. Δεν τον πολυνοιάζει που η πανδημία έκλεισε τα σινεμά και τις δουλειές, αφού αυτός τα πάει καλά και με τη μοναξιά. «Δεν βγαίνω πολύ, είμαι λίγο ερημίτης. Πήρα δουλειές για μελέτη, διάβαζα στο σπίτι. Ομολογώ ότι ήταν κάτι ευχάριστο».
Τη σκηνοθεσία του «Μανκ» υπογράφει ο Ντέιβιντ Φίντσερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News