Ενα σαββατιάτικο πρωινό στις αρχές καλοκαιριού του 1971, η Σούζι Ρόνσον, κομμώτρια στο Λονδίνο, είδε μέσα από το κομμωτήριό της ένα ζευγάρι – εκείνη με μαύρο τζιν και γούνινο σακάκι, εκείνος με ένα χρυσό μίντι φόρεμα. Ηταν η πρώτη φορά που έβλεπε το ζεύγος Μπάουι, καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένη με την εκκεντρική μουσική του Ντέιβιντ.
Η επιτυχία του τραγουδιού του «Space Oddity» τον είχε μετατρέψει σε τοπικό σελέμπριτι και η μητέρα του Μπάουι ήταν πελάτισσά της στο κομμωτήριο. Παρότι κινούνταν σε διαφορετικούς κοινωνικούς κύκλους, η Ρόνσον κατέληξε αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου του για τα επόμενα χρόνια, όπως γράφει στα απομνημονεύματά της με τίτλο «Εγώ και ο Κύριος Τζόουνς»(αναφορά στο πραγματικό επώνυμο του Μπάουι), που μόλις κυκλοφόρησαν.
Ο Ντέιβιντ και η σύζυγός του, Αντζι, ζούσαν στο μεσαίο όροφο της έπαυλης Χάντον Χολ, στο νότιο προάστιο Μπέκεναμ του Λονδίνου, λέει η Ρόνσον στη βρετανική Guardian. Μόλις πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι της, η έπαυλη ήταν ένας άλλος κόσμος για τη νεαρή κομμώτρια. «Εκεί πρωτοείδα ομοφυλόφιλους, περίεργους διανοούμενους τύπους και μια γυναίκα από τη δυτική Ινδία με κόκνεϊ προφορά και μαλλιά στο χρώμα του κρόκου ενός αυγού», θυμάται.
Η πρόσκληση της Σούζι στο Χάντον Χολ ήρθε από την Αντζι, που ήταν πελάτισσά της στο κομμωτήριο. Της είπε ότι ήθελαν να αλλάξουν την εμφάνιση του Μπάουι κι εκείνη ήταν πρόθυμη να πειραματιστεί με τα μαλλιά του. Ο μουσικός της έδειξε τη φωτογραφία ενός μοντέλου του ιάπωνα σχεδιαστή μόδας, Κανσάι Γιαμαμότο, με κοντά κόκκινα αιχμηρά μαλλιά σε ένα περιοδικό και τη ρώτησε αν μπορούσε να το αντιγράψει.
Η Ρόνσον στρώθηκε στη δουλειά. Επέλεξε μια περίεργη βαφή κόκκινου χρώματος της Schwarzkopf, που για κάποιο λόγο υπήρχε στο κομμωτήριό της, αν και κανένας δεν την χρησιμοποιούσε. Το ζεύγος Μπάουι ενθουσιάστηκε με το χρώμα και εκείνη την ημέρα γεννήθηκε το χτένισμα του Ziggy Stardust – κεντρικού εξωγήινου χαρακτήρα του θρυλικού ομότιτλου άλμπουμ.
Η Ρόνσον έγινε άμεσα δεκτή στον κύκλο του καλλιτέχνη, τον οποίο θεωρούσε εξίσου ενοχλητικό και μεθυστικά ελκυστικό. Χωρίς ιδιαίτερα χαρούμενα παιδικά χρόνια, η Ρόνσον είχε παρατήσει το σχολείο στα 15 της και αναζητούσε αποδράσεις από τη ρουτίνα της. Ο Μπάουι της πρόσφερε την κορυφαία μορφή διαφυγής και σύντομα μπήκε στη μισθοδοσία του ως επίσημη κομμώτρια της μπάντας του.
Οπως γράφει στο βιβλίο της, η Αντζι είχε τεράστια επιρροή στην καριέρα του Μπάουι, αλλά και της ίδιας. «Ηταν Αμερικανίδα, ψηλή, άνετη και πολύ τολμηρή», θυμάται η Ρόνσον, η οποία την θαύμαζε. Η κυρία Μπάουι πίεσε τον μάνατζερ του καλλιτέχνη να προσλάβει την κομμώτρια – γεγονός που έκανε την απόφαση της Σούζι να ενδώσει στις σεξουαλικές ορέξεις του Ντέιβιντ πολύ δύσκολη.
Ο σταρ την είχε προσκαλέσει στο Χάντον Χολ προσχηματικά για κούρεμα, αλλά είχε άλλες προθέσεις. «Βρέθηκα σε δίλημμα», λέει στην Guardian η Ρόνσον. «Θα μπορούσα να χάσω τη δουλειά μου είτε δεχόμενη, είτε αρνούμενη να κάνω σεξ μαζί του. Ο Ντέιβιντ ήταν σαν σκύλος που μαρκάρει την περιοχή του – κοιμόταν με όλες, και όλες ήθελαν να πάνε μαζί του. Και η Αντζι έδειχνε να το αποδέχεται και να το ενθαρρύνει».
Η Σούζι ακολούθησε την διεθνή περιοδεία του «Ziggy Stardust», βοηθώντας τον Μπάουι και σε ενδυματολογικά θέματα, πέρα από την κομμωτική. Με την τουρνέ να καταφθάνει στις ΗΠΑ, ο τραγουδιστής είχε γίνει διάσημος με πολλές φανατικές θαυμάστριες. Τα πράγματα σύντομα οδηγήθηκαν εκτός ελέγχου, με τις φαν του Μπάουι να τον ακολουθούν παντού – στις πτήσεις της μπάντας, στις συναυλίες και στα ξενοδοχεία, όπου έκλειναν δωμάτια στον όροφό του.
Η Ρόνσον ανέλαβε την επιλογή των αγοριών και των κοριτσιών που θα συναντούσαν τα μέλη της μπάντας, μέλος της οποίας ήταν ο κιθαρίστας, αργότερα παραγωγός και μετέπειτα σύζυγος της Σούζι, Μαρκ Ρόνσον. Επέλεγε τα ομορφότερα κορίτσια που θα ακολουθούσαν τον Μπάουι στο βαν της τουρνέ και θυμάται να του συστήνει μια 16χρονη που κατέληξε στο δωμάτιο του. Το επόμενο πρωί η μητέρα του κοριτσιού κατέφθασε μαινόμενη στο ξενοδοχείο ψάχνοντας την κόρη της.
Στο βιβλίο της, η Ρόνσον περιγράφει τη σκηνή με σχεδόν κωμική διάθεση, αλλά στην πραγματικότητα αισθάνθηκε τρομοκρατημένη. Χαρακτηρίζοντας τον ρόλο της ως «μαντάμ της περιοδείας», λέει ότι έπρεπε να ελέγξει την ηλικία της κοπέλας πριν εκείνη μπει στο βαν, αλλά «με φουλ μακιγιάζ, φαινόταν 20χρονη», όπως εξηγεί στην Guardian.
Η τουρνέ του «Ziggy Stardust» πέρασε από Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και ολοκληρώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Ιουλίου 1973. Οταν ο Μπάουι ανακοίνωσε στην τελευταία συναυλία της τουρνέ στο Λονδίνο ότι ο Ziggy δεν θα εμφανιζόταν ξανά, τα μέλη της μπάντας δεν είχαν ιδέα. «Ηταν εξουθενωμένος και δεν άντεχε άλλο», λέει η Ρόνσον, «αλλά όφειλε να το πει στα παιδιά του συγκροτήματος».
Στο βιβλίο της, η πρώην κομμώτρια περιγράφει τον τρόπο μεταχείρισης της μπάντας από τον Μπάουι ως επίδειξη «ωμής, γυμνής φιλοδοξίας και μιας μονομανίας που είναι ιδιαίτερη για λίγους ανθρώπους». Ισχυρίζεται ότι ο μετέπειτα σύζυγός της, Μικ Ρόνσον, είχε τεράστια επιρροή στην άνοδο της δημοτικότητας του σταρ, ο οποίος του φερόταν και τον πλήρωνε άθλια.
Οι ενορχηστρώσεις του στο στούντιο και στη σκηνή μετέτρεψαν τον Μπόουι σε αστέρα διεθνούς βεληνεκούς κι εκείνος του έδινε 50 λίρες την εβδομάδα – όταν η ίδια ως κομμώτρια έπαιρνε 20 λίρες. Ο «θάνατος» του Ziggy σήμανε και το τέλος της συνεργασίας της Σούζι με τον Μπάουι. Εκείνη η τελευταία συναυλία στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1973 ήταν και η τελευταία φορά που είδε τον τραγουδιστή.
Αργότερα ακολούθησε τον Μικ όταν εκείνος έπαιξε κιθάρα στην περιοδεία του Μπομπ Ντίλαν, «Rolling Thunder», γνωρίστηκε με προσωπικότητες της εποχής, όπως ο συγγραφέας Αλεν Γκίνσμπεργκ και η τραγουδίστρια Τζόνι Μίτσελ, πριν μετακομίσει μαζί με τον σύζυγό της στο Γούντστοκ της πολιτείας της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια στο Λονγκ Αϊλαντ.
Η αφήγηση του βιβλίου της κλείνει στο 1977, με τη Σούζι να παντρεύεται τον Μικ. Από τότε, περνά το χρόνο της μεγαλώνοντας την κόρη τους, Λίζα, και δουλεύοντας σε διάφορες θέσεις στη μουσική βιομηχανία. Ο Μικ πέθανε από καρκίνο του ήπατος το 1993, αλλά λίγους μήνες νωρίτερα, ο Μπόουι του ζήτησε να παίξει σε μια διασκευή του τραγουδιού «I Feel Free» των Cream, για τις ανάγκες του άλμπουμ του «Black Tie, White Noise».
Μετά το θάνατο του Μπάουι το 2016, ένας εκπρόσωπος μιας μη κερδοσκοπικής ομάδας αφιερωμένης στην τέχνη της αφήγησης στη Νέα Υόρκη, της ζήτησε να μεταφέρει τις αναμνήσεις της μπροστά σε ζωντανό κοινό. Η Ρόνσον έγραψε μια δεκαπεντάλεπτη ιστορία με τίτλο «Το Κορίτσι του Μπέκεναμ» και την απήγγειλε ζωντανά στο Λονδίνο – γεγονός που την ενέπνευσε να γράψει τα απομνημονεύματά της, επαναξιολογώντας τη σχέση της με τον άνθρωπο που της άλλαξε τη ζωή.
«Ο Ντέιβιντ έλεγε ότι θα πούλαγε την ψυχή του για να γίνει διάσημος», αποκαλύπτει στην Guardian. Τελικά ίσως το έκανε και σίγουρα τα κατάφερε, «αλλά ήταν παράλληλα τόσο απόκοσμος που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News