Κάθε καλό που κάνεις μπαίνει στον κουμπαρά του σύμπαντος, λένε οι σύγχρονοι γκουρού του ευ ζην. Και όταν αυτός γεμίσει, σπάει και σου τα δίνει όλα πίσω. Ισως και με τόκο. Αν έχουν δίκιο ή όχι και αν «πιάνει» σε όλους ή μόνο σε μερικούς, παραμένει ζητούμενο. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι στην περίπτωση του Ελληνα, Τόνι Δήμα και της γυναίκας του Αϊρίν, που πρόσφεραν φαγητό σε κάποιους ανθρώπους, παίρνοντας πίσω, συμβολικά, κάτι σε είδος, το σύμπαν ήταν φιλικό και πολύ γενναιόδωρο.
Το ζευγάρι ζει στον Καναδά από το 1951. Οικονομικοί μετανάστες και οι δύο – αυτός από την Ελλάδα κι εκείνη από την πρώην Γιουγκοσλαβία- γνωρίστηκαν σ’ ένα θέατρο, όπου εκείνη δούλευε ως ταμίας και εκείνος είχε πάει με τους φίλους του. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Γρήγορα παντρεύτηκαν και άνοιξαν ένα εστιατόριο στην περιοχή του Λόντον, στο Οντάριο.
Οταν ο άγγλος ζωγράφος, Τζον Κινίαρ πήγε στο εστιάτοριό τους πίνακες της καναδέζας καλλιτέχνιδας Μοντ Λιούις, που τότε, δεν ήταν απλώς άσημη, αλλά και πάμφτωχη, δεν μπορούσαν, βέβαια, να φανταστούν, ότι 50 χρόνια αργότερα, το απλοϊκό, σχεδόν παιδικό σχέδιο τής ζωγράφου που κράτησαν ως αντάλλαγμα για να της στείλουν φαγητό, θα πουλιόταν για 300 χιλιάδες δολάρια. Το έργο της Λιούις, που έγινε διάσημη μετά τον θάνατό της, το 1970, δημοπρατήθηκε την Κυριακή 15 Μαΐου, μαζί με 3 επιστολές αλληλογραφίας μεταξύ του Κινίαρ και της ίδιας -που πουλήθηκαν για 80 χιλιάδες δολάρια- και τώρα ο κύριος και η κυρία Δήμα κάνουν σχέδια για το πώς θα ξοδέψουν το μεγάλο αυτό ποσόν, που κέρδισαν από έναν άνθρωπο που δεν γνώρισαν ποτέ.
Το παιχνίδι της τύχης
Το εστιατόριο Villa, το άνοιξαν στο τέλος της δεκαετίας του 1960 στην συνοικία Λόντον. Από την αρχή της λειτουργίας του, ως και το τέλος, είχαν αποφασίσει ότι με κάποιους ανθρώπους που, είτε αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα, είτε είχαν προϊόντα που το εστιατόριο χρειαζόταν, θα έκαναν ανταλλαγές. «Εκείνα τα χρόνια, ο ένας στήριζε τον άλλον», λέει η κυρία Δήμα. «Εμείς παίρναμε φρέσκα λουλούδια για το μαγαζί μας και ο ανθοπώλης έπαιρνε από μας το μεσημεριανό του. Ο φούρναρης μάς έδινε αχνιστό ψωμί κι εμείς του προσφέραμε φαγητό. Απλά και τίμια», λέει. Μέσα στις συμφωνίες που είχαν κάνει ήταν και με τον άγγλο ζωγράφο, Τζον Κινίαρ. Εκείνος τους έδινε πίνακες και σε αντάλλαγμα, έπαιρνε την σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: ένα υπέροχο σάντουιτς που είχε ως κύριο συστατικό το τυρί. «Και δεν ήταν ένα συνηθισμένο, αλλά ένα υπέροχο σάντουιτς, με τσένταρ πέντε ετών, ψημένο στη σχάρα και φρέσκο μαλακό καρβέλι που παίρναμε κάθε πρωί από τον φούρνο», λέει η κυρία Δήμα, που είχε αναλάβει αποκλειστικά την κουζίνα. «Για να κάνω τις φέτες του ψωμιού τραγανές, έριχνα αρκετό βούτυρο και το έψηνα αρκετή ώρα. Γινόταν μούρλια», διηγείται με καμάρι. «Κάθε μέρα, για χρόνια, προσπαθούσα να πείσω τον Τζον να φάει κάτι άλλο, όμως, δεν τον έπεισα ποτέ».
Μια μέρα ο ζωγράφος έφερε μαζί του 6 πίνακες. Μόνο που δεν ήταν δικoί του. Ο Τόνι Δήμας βγήκε από την κουζίνα και είδε έκπληκτος κάποιες ζωγραφιές τοποθετημένες στις καρέκλες δυο τραπεζιών. Τις κοιτούσε και τις ξανακοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. «Νόμιζα ότι κάποιος μου κάνει φάρσα», λέει. «Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Τα θέματα των έργων ήταν τόσο απλοϊκά και με τόσο έντονα χρώματα ζωγραφισμένα, που νόμιζα ότι τα έφτιαξε κάποιο παιδί».
«Είναι παιδικές ζωγραφιές;», ρώτησε τον φίλο του. Ο Κινίαρ τότε του απάντησε ότι, τελείως τυχαία, είχε γνωρίσει μια καλλιτέχνιδα στην επαρχία της Νέας Σκωτίας, μια γυναίκα που ήταν τόσο φτωχή, που δεν είχε καν τα κατάλληλα εργαλεία για να ζωγραφίσει σωστά. «Ζωγραφίζει σε κομμάτια από ξύλα που βρίσκει στο δρόμο και με μπογιές που αφήνουν οι ψαράδες, αφού βάψουν τις βάρκες τους», του είπε. Τότε οι δύο άντρες φρόντισαν να της αγοράσουν κάποια υλικά, έτσι ώστε η γυναίκα -που αντιμετώπιζε και θέματα υγείας- να μπορεί να κάνει καλύτερα τη δουλειά της.
O μόνος πίνακας που ξεχώρισε ο Δήμας ήταν ένα μαύρο φορτηγό. Εκείνη την εποχή η σύζυγός του ήταν έγκυος στον γιο τους και σκέφτηκε ότι μπορεί να ταίριαζε στο δωμάτιο που του ετοίμαζαν.
Η Μοντ Λιούις, έγινε γνωστή για τις χαρούμενες ζωγραφιές της, με θέματα που επαναλάμβανε συνεχώς, όπως οι γάτες, το πατινάζ στον πάγο και στιγμιότυπα από την αγροτική ζωή στη Νέα Σκωτία. «Είναι πολύ κρίμα που δεν έζησε αρκετά για να καρπωθεί πραγματικά, τα οφέλη της τέχνης της», είπε ο κ. Δήμας. «Είναι θλιβερό το ότι αυτή η γυναίκα ζούσε σε μια καλύβα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά τώρα γίνονται εκθέσεις με τα έργα της».
Με την ενθάρρυνση των παιδιών του, το ζευγάρι αποφάσισε να βάλει το έργο προς πώληση, καθώς και τρεις επιστολές, στις οποίες, εκείνη ευχαριστεί τον άγγλο ζωγράφο για τη συνεχή γενναιοδωρία του. «Ο σύζυγός μου είναι 90 και δεν νομίζω ότι έχουμε άλλα 50 χρόνια μπροστά μας», είπε η κυρία Δήμα. «Τα παιδιά μάς λένε, ”χρησιμοποιήστε τα χρήματα, ταξιδέψτε και απλώς απολαύστε τη ζωή”».
Το Protagon μίλησε με το ζευγάρι και ρώτησε πολλά τον Ελληνα, Τόνι Δήμα
Ο Τόνι Δήμας γεννήθηκε στις Καρυές της Λακωνίας. Στα 18 του χρόνια αποφάσισε να πάει στον Καναδά «γιατί δεν είχα δεύτερα παπούτσια να φορέσω. Πήγα σε μια αδερφή του παππού μου για να βρω την τύχη μου. Φανταστείτε ότι το διαβατήριό μου είχε τον αριθμό ένα. Ηταν το πρώτο που εκδόθηκε στην Σπάρτη».
«Να σας πω ότι το κανονικό μου όνομα είναι Θεοδωρακάκης. Στον Καναδά το ”έκοψα”. Τα ξαδέρφια του πατέρα μου που ήταν εκεί, το είχαν κάνει, Δήμας, οπότε το άλλαξα κι εγώ».
«Οταν πρωτοήρθα στον Καναδά έκανα διάφορες δουλειές. Ημουν όμως πολύ τυχερός γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ να πλύνω πιάτα, όπως οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες. Οι συγγενείς μου εκεί, με είχαν σαν γιό τους, με στήριξαν πολύ. Στην αρχή δούλεψα σε ένα εστιατόριο, έβαζα τα πιατικά σε ένα ασανσέρ. Επειτα, πουλούσα γυναικεία παπούτσια, αργότερα άνοιξα ένα μεσιτικό γραφείο. Και στο τέλος ανοίξαμε το εστιατόριο μαζί με την γυναίκα μου. Δεκαπέντε χρόνια μετά το νοίκιασα και μετά το πούλησα. Η γυναίκα μου όμως ήθελε να ασχοληθεί με κάτι κι έτσι ανοίξαμε ένα πολύ μικρό εστιατόριο για εκείνη σε άλλη γειτονιά».
«Το μυστικό που με έφτασε σε αυτή την ηλικία; Η αγάπη που παίρνω, το ότι δεν κάπνισα ποτέ -εκτός από πούρα κατά καιρούς- το ότι δεν κάθομαι ποτέ και τα ταξίδια. Εχουμε γυρίσει όλο τον κόσμο, πήγαμε στην Ευρώπη, στην Αφρική, γυρίσαμε τον Καναδά. Μου αρέσουν τα μουσεία, ο πολιτισμός κάθε χώρας. Γι’ αυτό και τα παιδιά μου, μάς είπαν να πάρουμε τα χρήματα από την πώληση του πίνακα και να συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε. Κάποια χρήματα θα πάνε εκεί, αλλά το μεγαλύτερο μέρος θα πάει στα εγγόνια, που έχουμε από τον γιο μας. θέλουμε να πάνε σε καλά σχολεία και να μορφωθούν».
«Η κόρη μου είναι 35 ετών και τρελαίνεται για την Ελλάδα, αν και έχει πάει, λόγω της δουλειάς της, σε 32 χώρες. Ασχολείται με τη δημιουργία καρτούν και έχει βραβευτεί γι’ αυτό».
«Ποιο είναι το ωραιότερο μέρος που έχω δει στον κόσμο; Η Ελλάδα. Το εννοώ. Δεν την αλλάζω με τίποτα. Θα ήθελα να μείνω για πάντα στην πατρίδα, αλλά ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου, δεν μπορούμε να ζήσουμε μακριά από τα εγγόνια μας. Αλλά, να σας πω και κάτι άλλο; Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στον Καναδά είμαι καλυμμένος για τα πάντα, νιώθω ασφαλής».
«Στην Ελλάδα γύρισα για πρώτη φορά, οκτώ χρόνια αφότου είχα πάει στον Καναδά. Οταν έφτασα στο παλιό αεροδρόμιο, είδα μια ξεραΐλα, μια μιζέρια και έβαλα τα κλάματα, δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ο Καναδάς έχει πολύ πράσινο και μου κακοφάνηκε. Βέβαια, από τότε δεν έχει περάσει ούτε μια χρονιά που δεν έχω έρθει στην πατρίδα μου».
«Με την Αϊρίν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ηταν πανέμορφη -και ακόμη είναι. Και είκοσι χρόνια μικρότερή μου. Με έχει στηρίξει πολύ. Με φρόντιζε πάντα και συνεχίζει. Με περιποιείται. Κι εγώ την κοιτάω σαν τα μάτια μου».
«Με ρωτάτε τι είναι αυτό που κρατάει δυο ανθρώπους μαζί τόσα χρόνια… Ο σεβασμός και η επικοινωνία. Να μπορείς να συνεννοηθείς με τον άλλον. Και να μην υπάρχει ζήλεια. Ασχημο πράγμα η ζήλεια. Διαλύει τα σπίτια».
«Τι όνειρα έχω»; Δεν ονειρεύομαι. Και όχι γιατί είμαι 90 ετών. Απλώς θέλω να ζω την κάθε μέρα. Δεν με ενδιαφέρει τι έγινε χθες, ούτε τι θα γίνει αύριο. Στο τώρα πρέπει να είσαι παρών».
Ποια ήταν η Μοντ Λιούις
Η Μοντ Καθλίν Λιούις ήταν καναδή ζωγράφος, από τη Νέα Σκωτία του Καναδά. Εζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη φτώχεια, σε ένα μικρό σπίτι στο Μάρσαλτάουν. Εγινε γνωστή για τους χαρούμενους πίνακές της με τοπία, ζώα και λουλούδια, που δίνουν ένα νοσταλγικό και αισιόδοξο όραμα της πατρίδας της. Εχουν δημιουργηθεί θεατρικά έργα και ταινίες γι’ αυτήν. Τα έργα της εκτίθενται στην Πινακοθήκη της Νέας Σκωτίας, καθώς και στο αναπαλαιωμένο σπίτι της, τους τοίχους του οποίου στόλισε με την τέχνη της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News