Εχοντας κατά νου την υπεράσπιση των τρεχόντων και μελλοντικών πλανητικών συμφερόντων των ΗΠΑ (ή, έστω, του Δημοκρατικού Κόμματος) «απέναντι στην αντιδυτική παγκόσμια τάξη που προετοιμάζουν οι Ρωσία και Κίνα», ο αρθρογράφος της Corriere della Sera Φεντερίκο Ραμπίνι δεν δίστασε να καταλογίσει ευθύνες στην οικογένεια Μπάιντεν, στο περιβάλλον του Λευκού Οίκου και στα αμερικανικά media για το γεγονός ότι ο Μπάιντεν παραμένει ακόμη πρόεδρος και –το βασικότερο– υποψήφιος πρόεδρος για τις εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου.
Πέρα από την οικογένεια και τη διοικητική ή πολιτική υπαλληλία της Ουάσινγκτον, ο αρθρογράφος κατήγγειλε ονομαστικώς μεγάλες αμερικανικές εκδοτικές επιχειρήσεις (τις New York Times, Washington Post και CNN) ότι απέκρυψαν το χάλι της προεδρικής υγείας («αυτοί ήξεραν το πρόβλημα και το υποβάθμισαν»), λησμονώντας ότι και το μέσον στο οποίο ο ίδιος βγάζει το ψωμί του έπραξε ακριβώς τα ίδια – το Μιλάνο, ωστόσο, δεν απέχει έτη φωτός από την Αμερική, ούτε από την αμερικανική πρεσβεία της Ρώμης…
Τέλος πάντων, το κειμενικό «εύρημα» του Ραμπίνι ήταν ο… Μπρέζνιεφ! Τον πήρε σαν παράδειγμα αρρώστιας «βιδωμένης» ή «καρφωμένης» στην καρέκλα της εξουσίας μέχρι θανάτου. Και αναρωτήθηκε: «Θα μείνει ο Τζο Μπάιντεν [στην Ιστορία] ως ο ‘‘δικός μας’’ Λεονίντ Μπρέζνιεφ;» Για τους τυχόν απληροφόρητους αναγνώστες του, εξηγήθηκε: «Ο τελευταίος ήταν ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης, γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι τον θάνατό του το 1982. Ηταν ένας άρρωστος γέρος που έμοιαζε με μούμια. Και σαρκάστηκε άγρια και στην πατρίδα του και στη Δύση. Εγινε το σύμβολο του σοβιετικού συστήματος». Βέβαια, πρόεδρος της Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε μόνο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία…
Και συνέχισε ο Ραμπίνι εντοπίζοντας τις «διαχρονικώς αβυσσαλέες διαφορές» μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον: «Η Αμερική παραμένει μεγάλη Δημοκρατία, έχει πλουραλισμό εξουσιών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική), ελεύθερο Τύπο, κ.λπ. Ομως κάποιες φορές η ψυχοσωματική κατάσταση ενός ηγέτη παραπέμπει σε κάτι γενικότερο. Τα προβλήματα του Μπάιντεν ήταν γνωστά εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, τόσο πολύ που το 2020 η ομάδα του χρησιμοποίησε την Covid ως άλλοθι για μια σχεδόν αόρατη προεκλογική εκστρατεία. Ακόμη και τότε υπήρχε φόβος ότι μπορεί να δείξει δημοσίως τα σημάδια της φθοράς του, όπως συνέβη στο ντιμπέιτ με τον Τραμπ».
Το ότι τα ήξερε και ο αρθρογράφος αυτά «τα σημάδια φθοράς» αλλά δεν μας κατατόπισε καταλλήλως και εγκαίρως προκύπτει από τις εξής αράδες του: «Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Μπάιντεν προκάλεσε την έκπληξη των Δυτικών ηγετών. Σχεδόν σε κάθε διεθνή σύνοδο κορυφής οι ηγέτες επέστρεφαν στις πατρίδες τους κομίζοντας κωμικοτραγικά ανέκδοτα σχετικά με τα ολισθήματα του αμερικανού προέδρου». Η λογική αποκλείει την πιθανότητα αυτά «τα κωμικοτραγικά ανέκδοτα» να έφθασαν στα αυτιά ενός πολύπειρου δημοσιογράφου τώρα, μετά το θλιβερό ντιμπέιτ.
Διαπιστώνοντας ότι το ντιμπέιτ «αύξησε τον κίνδυνο της εκλογικής ήττας» των Δημοκρατικών, ο αρθρογράφος σχολίασε ότι «ο Μπάιντεν έπρεπε να είχε σταματήσει νωρίτερα, καθώς υπάρχουν πάρα πολλές ευθύνες στους ώμους του προέδρου και είναι σωστό να ζητάμε 100% απόδοση από αυτόν». Και χρύσωσε κάπως το χάπι στους συνεργάτες του αμερικανού προέδρου: «Δεν αρκεί ότι η κυβερνητική ομάδα του περιλαμβάνει εξαιρετικά ταλέντα, ανθρώπους με δεξιότητες. Οι πιο σοβαρές αποφάσεις λαμβάνονται στο γραφείο του προέδρου, αφού αυτός έχει τον τελευταίο λόγο».
Ο επίλογος του άρθρου ήταν υμνητικός για τις ΗΠΑ και συγχρόνως είχε χαρακτήρα εξορκισμού για τη Σοβιετική Ενωση: «Οι συγκρίσεις με την ΕΣΣΔ του ‘70 και του ‘80 σταματούν στη γήρανση του ηγέτη. Σε οτιδήποτε άλλο είμαστε διαφορετικοί πόλοι. Η Αμερική έχει την πιο δυναμική και καινοτόμο οικονομία στον πλανήτη, καπιταλισμό που εμψυχώνεται από τους νέους ανθρώπους, έχει ελεύθερη και πλουραλιστική κοινωνία των πολιτών. Ενώ τώρα η Αμερική βυθίζεται στην πολιτική αναταραχή, ο Σι Τζινπίνγκ και ο Πούτιν προετοιμάζουν μια αντιδυτική παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Οι εικόνες του γέρου Τζο είναι ενθαρρύνουν όσους επισημαίνουν τη φθορά της αμερικανικής επιρροής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News