Τη νίκη των Μάβερικς (120-109 τους Σανς), ξημερώματα Τετάρτης στην Ελλάδα, κανένας δεν τη χάρηκε στο Ντάλας. Με τη λήξη του αγώνα ο Ντιρκ Νοβίτσκι, ο οποίος πέτυχε 30 πόντους, πήρε το μικρόφωνο και ανακοίνωσε πως αυτό ήταν το τελευταίο του ματς στην πόλη που τον λάτρεψε. Τον Ιούνιο θα κλείσει τα 41. Πέρασαν 21 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που, 20 ετών παλληκάρι, πάτησε το πόδι του στο Τέξας. Εκτοτε, δεν φόρεσε άλλη φανέλα. Κανείς, ποτέ, στα χρονικά του ΝΒΑ δεν υπηρέτησε τον ίδιο σύλλογο επί 21 σεζόν. Αλλά, ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού.
«Ηταν ένα απίστευτο ταξίδι. Εχω τόσους πολλούς να ευχαριστήσω. Προφανώς, τον Μαρκ Κιούμπαν (τον δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη της ομάδας) και τον κόουτς Ρικ Καρλάιλ, αλλά και τους περίπου 200 συμπαίκτες που είχα όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλους, εσάς, τους φανς των Μάβερικς, που με στηρίξατε σε όλη μου την καριέρα». Κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά του με μεγάλη δυσκολία, προτού χαθεί στα αποδυτήρια. Οι θεατές, πάλι, όχι. Εκλαψαν με την ψυχή τους.
Προτού εμφανιστεί στα παρκέ, στα τέλη των ’90s, το «γερμανός μπασκετμπολίστας» ήταν ανέκδοτο. Ο Ντιρκ έκανε τους συμπατριώτες του να γνωρίσουν και να αγαπήσουν την πορτοκαλί μπάλα. Είναι ο δεύτερος πιο αναγνωρίσιμος αθλητής στη χώρα του, μετά τον Μίχαελ Σούμαχερ. Ανέκδοτο, για τους Αμερικανούς, ήταν και το «ευρωπαίος μπασκετμπολίστας». Αλλά, με τα κατορθώματά του, άνοιξε τις πόρτες του ΝΒΑ στους συναδέλφους του από την Ευρώπη. Αν και ξένος, πολύ σύντομα έγινε «Franchise Player»: ολόκληρη η ομάδα του περιστρεφόταν γύρω του. Ενας… Αντετοκούνμπο των Μάβερικς, 15 χρόνια πριν από τον Γιάννη.
Στο «ντραφτ» (του 1998) επιλέχθηκε, κι αυτός, από τους Μιλγουόκι Μπακς. Ως Νο 9. Την ίδια μέρα, όμως, τα «Ελάφια» τον παραχώρησαν στους Μάβερικς, με αντάλλαγμα τον Ρόμπερτ Τρέιλορ. Ο Τρέιλορ πέθανε, ξαφνικά, το 2011 σε ηλικία μόλις 34 ετών. Τη χρονιά που ο Νοβίτσκι οδήγησε την ομάδα του Ντάλας στην κορυφή του ΝΒΑ και έγινε ο δεύτερος Ευρωπαίος που κατέκτησε το βραβείο του «Πολυτιμότερου Παίκτη» των τελικών μετά τον Τόνι Πάρκερ (2007). Ο Giannis μπορεί να γίνει, εφέτος, ο τρίτος.
Θα μείνει στην ιστορία του μπάσκετ, κυρίως, για το φονικό του σουτ. Το fade-away σουτ, το οποίο -σύμφωνα με τον ΛεΜπρόν Τζέιμς- είναι το δεύτερο πιο αποτελεσματικό στα χρονικά του αθλήματος μετά το sky-hook του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Το είχαμε δοκιμάσει πριν από πολλά χρόνια, στο Ευρωμπάσκετ του 2001, όταν ο Νοβίτσκι είχε «σκοτώσει» την Εθνική μας και είχε ολοκληρώσει το τουρνουά με τον εξωπραγματικό μέσο όρο των 29 πόντων ανά παιχνίδι. Στο ΝΒΑ ο ύψους 2,13 μέτρων πάουερ-φόργουορντ ήταν ο πρώτος ευρωπαίος παίκτης που πέτυχε πάνω από 50 πόντους (53) σε ένα παιχνίδι, τον Δεκέμβριο του 2004. Ο δεύτερος ήταν ο Τόνι Πάρκερ, με 55, το 2008. Κι ο τρίτος, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Με τους 52 πόντους που σκόραρε τον περασμένο Μάρτιο εναντίον των Σίξερς.
Το σουτ το σπούδασε από παιδί. Από την ημέρα που τον ανακάλυψε ο μετέπειτα μέντοράς του, Χόλγκερ Γκεσβίντερ, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο του και πρότεινε στους -πρώην αθλητές- γονείς του να τον προπονεί μερικές φορές την εβδομάδα. Ο Ντιρκ ήταν, τότε, 15 ετών και έπαιζε στην ομάδα της γενέτειράς του, το Βίρτσμπουργκ. Ο προπονητής δεν ασχολήθηκε καθόλου με την τακτική, ή με την ενδυνάμωση του νεαρού. Δούλευαν επί ώρες πάνω στην τεχνική του σουτ και της πάσας. Δυο τρία χρόνια αργότερα, το αγύμναστο, ψηλόλιγνο παλληκάρι είχε γίνει σωστή «καλαθομηχανή». Στα 20 του οδήγησε την ομαδούλα του Βίρτσμπουργκ στην Α’ Κατηγορία της Γερμανίας και τράβηξε την προσοχή των σκάουτερς της Μπαρτσελόνα. Πρόλαβαν, όμως, και τον άρπαξαν τα «γεράκια» του ΝΒΑ.
Ολα αυτά τα χρόνια που προόδευε στην Αμερική, ο Νοβίτσκι δεν περιφρόνησε, ποτέ, την εθνική ομάδα της Γερμανίας, την οποία κατόρθωσε να βγάλει από την αφάνεια και την ανυποληψία. Το καλοκαίρι του 2002, στα 24, την έφτασε μέχρι την τρίτη θέση του Μουντομπάσκετ της Ιντιανάπολις. Σχεδόν μόνος του. Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του τουρνουά, με μέσο όρο 24 πόντους ανά παιχνίδι, και ψηφίστηκε MVP της διοργάνωσης, προσπερνώντας μεγάλους «αστέρες» της εποχής, όπως ο Μποντίρογκα, ο Τζινόμπιλι, και άλλοι. Συμβαίνει σπανίως, ο «Πολυτιμότερος Παίκτης» να προέρχεται από μια ομάδα που δεν έφτασε, καν, στον τελικό. Αλλά ο Ντιρκ ήταν ο μοναδικός λόγος που η Γερμανία τερμάτισε τόσο ψηλά. Εκτός από το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο του 2002, ο Νοβίτσκι χάρισε στην εθνική του ομάδα το αργυρό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 (έχασε στον τελικό από την Ελλάδα) και την πρόκρισή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008.
Επαιξε 14 φορές στο All-Star game του ΝΒΑ και συμπεριλήφθηκε άλλες 12 στις καλύτερες πεντάδες της σεζόν. Το 2007 έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος MVP της κανονικής διάρκειας του NBA. Είναι ο ξένος που έχει πετύχει τους περισσότερους πόντους στην ιστορία του αμερικανικού πρωταθλήματος. Τον Μάρτιο έφτασε τους 31.420 πόντους και ανέβηκε στην έκτη θέση των σκόρερ όλων των εποχών. Στην πέμπτη φιγουράρει ο τεράστιος Μάικλ Τζόρνταν, με 32.292, τον οποίο δεν θα προλάβει να φτάσει. Δικαίως θεωρείται ως ο κορυφαίος ευρωπαίος καλαθοσφαιριστής ever.
Είναι κι ένας σεμνός και καλλιεργημένος άνθρωπος. Από όταν ήταν μικρός, ο κόουτς Γκεσβίντερ τον υποχρέωνε να μελετά λογοτεχνία και μουσική (παίζει σαξόφωνο και κιθάρα), προκειμένου να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Τα κατορθώματά του στα γήπεδα έχουν αποτυπωθεί στη βιογραφία του «Dirk Nowitzki, german wunderkind» (Ντιρκ Νοβίτσκι, το παιδί – θαύμα της Γερμανίας), που εκδόθηκε το 2004, και στο ντοκιμαντέρ «Ντιρκ Νοβίτσκι: Η τέλεια βολή», που αφηγείται την πορεία του 36χρονου -τότε- αθλητή από τις ερασιτεχνικές κατηγορίες της Γερμανίας έως το απόγειο της δόξας του. Βεβαίως, και στο YouTube, όπου υπάρχει μια πλούσια συλλογή από τα υπέροχα καλάθια του.
Ο ίδιος δεν καμαρώνει για τίποτε άλλο, εκτός από το ίδρυμα Dirk Nowitzki Foundation, που ίδρυσε το 2001 με σκοπό να παρέχει υγεία και παιδεία σε παιδιά απ’ όλο τον Κόσμο. Εκεί θα περνάει τις μέρες του, τώρα που θα αφήσει πίσω του το μπάσκετ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News