«Ας αναζητήσουμε σε ένα μουσείο αυτό που δεν μπορούμε να βρούμε στο Google». Τα λόγια του διευθυντή της Tate Modern, Νίκολας Σερότα, δανείστηκε ο υπεύθυνος του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Μάνος Κορδάκης, για να μας εξηγήσει τι θα μας προσφέρει η νέα έκθεση με τίτλο «Μιχαήλ Αξελός (1877-1965) – Ανάμεσα σε δύο κόσμους».
Ο κ. Κορδάκης είχε δίκιο. Μέχρι να μας υπενθυμίσει η ΤτΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τον θάνατό του, ποιος ήταν ο Μιχαήλ Αξελός και ποιο ήταν το έργο του, δεν μπορούσες να αποκτήσεις από το Διαδίκτυο μία ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής του. Διάβαζες είτε ότι ήταν ένας εικαστικός δημιουργός των ελληνικών χαρτονομισμάτων -ο πρώτος Έλληνας που ανέλαβε αυτό το πόστο, είτε μία μικρή αφιέρωση σε κάποια έργα ζωγραφικής του.
Κάθε εικόνα ήταν ελλιπής. Λογικό. Οι τελευταίες εκθέσεις των έργων του Αξελού πραγματοποιήθηκαν το 1984, στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1987, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, ενώ η μόνη ολοκληρωμένη μελέτη που έχει δημοσιευτεί για τον ίδιο είναι ένα κείμενο του επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης, Μάνου Στεφανίδη, το οποίο συνόδευσε τον κατάλογο της έκθεσης του ‘87. Το μουσείο της ΤτΕ δεν απομονώνει τις ιδιότητες του Αξελού, όπως επεσήμανε ο διευθυντής του Κέντρου Πολιτισμού της ΤτΕ, Παναγιώτης Παναγάκης, αλλά μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο ανάμεσα σε δύο κόσμους. Έναν ζωγράφο, που ως υπάλληλος τράπεζας φορούσε κοστούμι, και, την ίδια ώρα, έναν σχεδιαστή χαρτονομισμάτων που δούλευε ως καλλιτέχνης.
Ο ίδιος ανέλαβε να δώσει το ελληνικό στίγμα στη δραχμή, καθώς ο σχεδιασμός τραπεζογραμματίων μέχρι το 1927, γινόταν αποκλειστικά στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, και στη Γαλλία
Με ένα πτυχίο Νομικής (1902), άλλο ένα πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών (1906) και τρία χρόνια σπουδών στο Παρίσι (1911-1914), ο Αξελός ήταν το κατάλληλο άτομο για τη θέση που αναζητούσε να καλύψει το 1918 η Εθνική Τράπεζα: έναν έλληνα σχεδιαστή του νέου τύπου χαρτονομισμάτων. Ο Αξελός σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών σε μία καλλιτεχνικά συντηρητική και αυστηρή περίοδο –κάτω από την επίδραση του εκφραστή του συντηρητισμού της Σχολής, Σπύρου Βικάτου, και του πιστού στο πνεύμα της Σχολής της Μονάχου, Γεώργιου Ιακωβίδη- και αποχώρησε από το Παρίσι πριν προλάβει να ενταχθεί στο ρεύμα του μοντερνισμού που βρισκόταν, τότε, σε έξαρση.
Ο ρόλος του σχεδιαστή χαρτονομισμάτων απαιτούσε τον σεβασμό στο περίγραμμα και τη δόση ακαδημαϊσμού που χαρακτήριζε τον Αξελό. Κι έτσι ο ίδιος ανέλαβε να δώσει το ελληνικό στίγμα στη δραχμή, καθώς ο σχεδιασμός τραπεζογραμματίων, μέχρι τότε, γινόταν αποκλειστικά στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, και στη Γαλλία. Και όταν παραχωρήθηκε το δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος, την χρονιά που ιδρύθηκε, το 1927, ο Αξελός μετατέθηκε εκεί, ως υπεύθυνος οποιουδήποτε υλικού απαιτούσε καλλιτεχνική επιμέλεια. Την πρώτη κιόλας χρονιά της λειτουργίας της τράπεζας, το 1928, ανέλαβε τον σχεδιασμό του εμβλήματός της: η Αθηνά καθισμένη, μ’ ένα κλαδί ελιάς στο χέρι και το μυθικό ζώο γρυψ (φτερωτό λιοντάρι) με ένα βέλος στο στόμα.
Αφιέρωνε χρόνο στη θεματολογία των χαρτονομισμάτων. Την αναζητούσε σε αρχαία νομίσματα, στη μυθολογία, σε καλλιτέχνες και έργα που τον είχαν επηρεάσει. Εδινε καλλιτεχνικό πρόσημο σε μία τεχνική δουλειά
«Κάθε χαρτονόμισμα ήταν γι’ αυτόν ένα μικρό έργο τέχνης», μας εξήγησε ο ιστορικός τέχνης, Κωνσταντίνος Παπαχρίστου στον εκθεσιακό χώρο, εκεί όπου φιλοξενούνται και εκτίθενται τα προσχέδια των χαρτονομισμάτων που είχε επιμεληθεί ο Αξελός. Αφιέρωνε χρόνο στη θεματολογία των χαρτονομισμάτων. Την αναζητούσε σε αρχαία νομίσματα, στη μυθολογία, σε καλλιτέχνες και έργα που τον είχαν επηρεάσει. Εδινε καλλιτεχνικό πρόσημο σε μία τεχνική δουλειά.
Γι’ αυτό και τον επέλεξαν οι υπεύθυνοι της Τράπεζας Ελλάδος για μία ιδιαίτερα συμβολική εργασία: την καλλιτεχνική απεικόνιση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος. «Δεν μπορούσαμε να μεταφέρουμε το έργο στο μουσείο, έχει πλάτος σχεδόν 4 μέτρα», μας είπε η επιμελήτρια της έκθεσης, Ειρήνη Παλιούρα για τον πίνακα τον οποίο δούλευε ο καλλιτέχνης σχεδόν δέκα χρόνια, από το 1938 μέχρι το 1947, και ο οποίος βρίσκεται σήμερα στη συλλογή της τράπεζας. Τον ολοκλήρωσε ένα χρόνο αφού πήρε σύνταξη και αποχώρησε από την ΤτΕ, το 1946. Η ομαδική προσωπογραφία –την οποία επεξεργάστηκε φτιάχνοντας τα μεμονωμένα πορτρέτα των περισσότερων– ήταν μία σπάνια στιγμή στη νεοελληνική τέχνη.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αξελός ως ζωγράφος ξεχάστηκε. Κατά κάποιο τρόπο, η ίδια η τράπεζα που του έδωσε την αναγνωσιμότητα που είχε τότε του στέρησε την αναγνώριση που του λείπει σήμερα. Άλλωστε, αυτός που είναι υπεύθυνος για «μακέτες των πρώτων μεταλλικών κερμάτων, εικοσάδραχμων, δεκάδραχμων και πεντάδραχμων, την πλήρη σειρά των υπεγγύων ενσήμων (φορολογίας καπνού, οινοπνεύματος, κρατικών ενσήμων), την εικονογράφηση των κουτιών των σπίρτων του Ελληνικού Κράτους με παράσταση την Κρητικοπούλα, τις ομολογίες του πρώτου προσφυγικού δανείου και τα κρατικά λαχεία», όπως έγραφε μία περιγραφή των καθηκόντων του, με ημερομηνία έκδοσης το 1930, δεν είναι απαραίτητα και καλλιτέχνης.
Και ο ίδιος, πάντως, δεν έκανε πολλές εκθέσεις, ούτε ενδιαφερόταν να πουλήσει τους πίνακές του. «Είχε και μία ατυχία», μας επεσήμανε ο κ. Παπαχρίστου. Έφυγε από το Παρίσι το 1914, λίγο πριν φτάσουν στην «πόλη του φωτός» οι έλληνες καλλιτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του ’30». Αυτοί, σε αντίθεση με το κύμα των Ελλήνων που έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, υιοθέτησαν μία πιο συστημική προσέγγιση του μοντερνισμού. «Η γενιά που ακολούθησε ξεπέρασε αυτή που προηγήθηκε και ο Αξελός έμεινε στη σκιά τους».
Ωστόσο, πριν καν εγκαταλείψει την τράπεζα, ήταν αφοσιωμένος και στο καβαλέτο του, το οποίο βρίσκεται, επίσης, στην έκθεση του Μουσείου της ΤτΕ. Δημιούργησε προσωπογραφίες και στιγμιότυπα της ζωής της οικογένειάς του -«είχε μεγάλη αγάπη για τη γυναίκα του και τα δύο του κορίτσια, εκ των οποίων το ένα πέθανε όταν ήταν επτά χρονών», μας εξηγεί η κ. Παλιούρα. Και αποτύπωσε εικόνες από την αγροτική ζωή, τη φύση και το λιμάνι του Πειραιά, όπου και έμενε για ένα διάστημα, όλα μέσα από τη ματιά ενός ζωγράφου που ζούσε σε μία πολυτάραχη εποχή, τον Μεσοπόλεμο.
«Αυτό θέλουμε να αναδείξουμε με το στήσιμο αυτής της έκθεσης, την ατμόσφαιρα του Μεσοπολέμου», εξηγεί ο κ. Παναγάκης. Η έκθεση παρουσιάζει έναν μικρό αριθμό από τα περισσότερα από 1.100 έργα του Αξελού που βρίσκονται στη συλλογή της ύστερα από τη δωρεά που έκανε η κόρη του, Αννα Αξελού-Κοντομάτη, το 2003. Δεν είναι στημένη με γραμμική χρονική σειρά, αλλά είναι εμφανές ότι στα έργα που φιλοτέχνησε αφού πήρε σύνταξη, έβγαλε στην επιφάνεια ό, τι είχε μάθει και δει στο Παρίσι.
«Το χέρι του απελευθερωνόταν στους πιο μικρούς πίνακες, εκεί ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια», μας εξήγησε ο κ. Σκορδάκης, δείχνοντάς το «Κόκκινο Λίμπερτι» (1951), έναν πίνακα 32.5×49.5 εκατοστών. Φυσικά είχε συνηθίσει να δουλεύει σε μικρές επιφάνειες όσο εργαζόταν στην Τράπεζα Ελλάδος. Οπως υπονοεί και ο τίτλος της έκθεσης, ο Αξελός κινούνταν ανάμεσα σε δύο κόσμους, μέχρι να πεθάνει, το 1965.
Η έκθεση εγκαινιάστηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια την Παρασκευή και ανοίγει για το κοινό την Τρίτη, στις 22 Δεκεμβρίου (ελεύθερη είσοδος)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News