Το θρίλερ «The Equalizer» κυκλοφόρησε το 2014· το σενάριο ήταν του Ρίτσαρντ Γουένκ, βασισμένο χαλαρά στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980, η σκηνοθεσία του Αντουάν Φουκουά και πρωταγωνιστής ο Ντένζελ Ουάσινγκτον. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε το σίκουελ, «The Equalizer 2»· και τώρα οι συντελεστές του επιστρέφουν με το «The Equalizer: Το Τελευταίο Κεφάλαιο», (μάλλον) τρίτο και τελευταίο μέρος της σειράς, που παίζεται ήδη στους κινηματογράφους.
Οι δύο προηγούμενες ταινίες ήταν συγκρατημένα κερδοφόρες, με περίπου ίδιες εισπράξεις παγκοσμίως· η πρώτη απέφερε 192 εκατ. δολάρια και η δεύτερη 190 εκατ. δολάρια (με προϋπολογισμούς περίπου το ένα τρίτο αυτών των ποσών) και δέχτηκαν μεικτά σχόλια, με τις κριτικές, αξιοπρεπείς μεν αλλά όχι θεαματικές, να περιστρέφονται κυρίως γύρω από τον χαρισματικό πρωταγωνιστή.
Ο Ρόμπερτ ΜακΚολ, κεντρικός χαρακτήρας της τριλογίας, τον οποίο υποδύεται ο Ουάσινγκτον, έχοντας αποσυρθεί από τον ρόλο του κυβερνητικού δολοφόνου, αγωνίστηκε να συμφιλιωθεί με τα φρικτά πράγματα που έκανε στο παρελθόν, βρίσκοντας μια περίεργη παρηγοριά στην υπηρεσία της δικαιοσύνης για λογαριασμό των καταπιεσμένων.
Στο «Equalizer 3» ο ΜακΚολ μεταφέρεται στη νότια Ιταλία, όπου νιώθει πραγματικά σαν στο σπίτι του· ανακαλύπτει, όμως, ότι οι νέοι του φίλοι είναι υπό τον έλεγχο τοπικών αρχηγών του εγκλήματος. Και καθώς τα γεγονότα γίνονται θανατηφόρα, ο ΜακΚολ ξέρει τι πρέπει να κάνει: γίνεται προστάτης των φίλων του αντιμετωπίζοντας τη Μαφία, με άλλα λόγια business as usual…
Με πολλή –εφευρετική και καλά χορογραφημένη– βία, η ταινία εξαρτάται και πάλι σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη σημαντική παρουσία του πρωταγωνιστή της Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο οποίος, πλησιάζοντας πλέον τα 70, παραμένει ένας από τους πιο συναρπαστικούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Σε μια εποχή, που σχεδόν όλοι οι συνομήλικοί του ηθοποιοί βγάζουν χρήματα παίζοντας σε ταινίες της Marvel, στη σειρά ταινιών «Πόλεμος των Αστρων» ή σε τηλεοπτικές σειρές κύρους, φαίνεται ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται για δεύτερους ρόλους. Είναι σταρ και περιμένει να τον αντιμετωπίζουν ως τέτοιο, σημειώνει ο Αλεξάντερ Λάρμαν στην Telegraph.
Σύμφωνα με πηγές του Deadline, η αναμενόμενη συμμετοχή του στο σίκουελ του επικού «Μονομάχου» με πρωταγωνιστή τον Πολ Μεσκάλ, τον επανασυνδέει με τον σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ 16 χρόνια μετά την επιτυχία του «American Gangster» (2007). Η εμφάνισή του σε δευτερεύοντα ρόλο, ωστόσο, αποτελεί εξαίρεση· φαίνεται ότι δελεάστηκε με την υπόσχεση ότι πρόκειται για «ρόλο κακού», άνετα δε μπορεί κανείς να στοιχηματίσει ότι θα κλέψει την παράσταση. (Δείτε το trailer του «American Gangster»)
Εχοντας κερδίσει δύο Οσκαρ, Α’ και Β’ ανδρικού ρόλου, και άλλες οκτώ υποψηφιότητες ως ηθοποιός και παραγωγός, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον μπορεί να θεωρεί τα «Equalizer» ως απροκάλυπτα δικό του εμπορικό franchise, περίπου όπως έχει συνδεθεί και ο Τομ Κρουζ με τις «Επικίνδυνες Αποστολές»· όπως, όμως, επισημαίνει ο Λάρμαν στην Telegraph, παραμένει σπάνιο είδος μεταξύ των σύγχρονων συναδέλφων του, δεδομένου ότι είναι μια παρουσία σταθερά σοβαρή και με βαρύτητα, σε ταινίες που αξίζουν ή δεν αξίζουν το ταλέντο του.
Τα τελευταία χρόνια έχουν μείνει αξέχαστες οι επιτυχίες του, όπως η ερμηνεία του Μάκβεθ στην πρόσφατη «Τραγωδία του Μάκβεθ» (2021) του Τζόελ Κοέν (η πρώτη αποκλειστικά δική του σκηνοθεσία χωρίς τον αδελφό του Ιθαν Κοέν – προβάλλεται στο AppleTV+) και η σκηνοθεσία της ταινίας «Εμπόδια» (2016), η τρίτη σκηνοθετική προσπάθεια του Ουάσινγκτον.
Αντίθετα, ξεχάστηκαν γρήγορα τα παραπατήματά του, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή του στο μετριότατο θρίλερ «Προσοχή στις λεπτομέρειες» (2021), όπου υποδύεται έναν εμμονικό ντετέκτιβ και σίγουρα η –ως συνήθως– δυνατή ερμηνεία του ξεπερνά κατά πολύ την ταινία.
Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον ξεκίνησε την καριέρα του στη θεατρική σκηνή, όπου επιστρέφει κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία, με πιο πρόσφατη (2018) την ερμηνεία του Χίκεϊ, κεντρικού χαρακτήρα στο έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ «Ο Παγοπώλης Ερχεται» στο Μπρόντγουεϊ. Τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή διεθνώς πρωταγωνιστώντας στην «Κραυγή Ελευθερίας» (1987) του σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο οποίος μετέφερε στην οθόνη τα αιματηρά γεγονότα στο Σοβέτο της Νότιας Αφρικής. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Η ερμηνεία του μαύρου ηγέτη Στιβ Μπίκο, που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε το 1977 από την αστυνομία, έκλεψε την παράσταση επισκιάζοντας τον Κέβιν Κλάιν, που έπαιζε τον φίλο του Μπίκο, Ντόναλντ Γουντς (ο λευκός νοτιοαφρικανός δημοσιογράφος που έκανε γνωστή την ιστορία του Μπίκο), παρ’ όλο ότι εκείνη την εποχή ο Κλάιν ήταν πολύ πιο γνωστός ηθοποιός από τον συμπρωταγωνιστή του.
Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για τον Μπίκο του, που του χάρισε επίσης την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου. Και δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι δύο χρόνια αργότερα κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ, για την εκπληκτική ερμηνεία του στο πολεμικό δράμα «Γκλόρι, ο Δρόμος για τη Δόξα», στον ρόλο του σκλάβου που έγινε απρόθυμος στρατιώτης, κυριαρχώντας για άλλη μια φορά με τη δυναμική ερμηνεία του.
Ανέκαθεν o σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός ανέφερε τον Σίντνεϊ Πουατιέ ως μέντορα και πρότυπό του, και δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την επιρροή του Πουατιέ, τόσο στην επιλογή των ρόλων όσο και στην κινηματογραφική περσόνα του Ουάσινγκτον. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Αλεξάντερ Λάρμαν, ενώ ο Πουατιέ έπαιζε πολύ ηθικούς χαρακτήρες σε δράματα όπως η «Ιστορία ενός Εγκλήματος» (1967) του Νόρμαν Τζούισον και το «Μάντεψε ποιος θα ’ρθει το βράδυ» (1967) του Στάνλεϊ Κράμερ, ο Ουάσινγκτον ήταν πάντα πρόθυμος να αναλάβει ηθικά πιο διφορούμενους ρόλους, ειδικά σε βιογραφικές ταινίες.
Αν η «Κραυγή Ελευθερίας» και το «Γκλόρι» τον καθιέρωσαν ως σοβαρό ηθοποιό, το «Μάλκολμ Χ» (1992) του Σπάικ Λι τον έκανε σταρ, χάρη στην πολυεπίπεδη και πολύπλευρη ερμηνεία του· έχασε, όμως, το Οσκαρ από τον Αλ Πατσίνο για την ερμηνεία του στο «Αρωμα Γυναίκας», πράγμα ανεξήγητο για πολλούς. Ο Σπάικ Λι εξέφρασε τη σκέψη και άλλων όταν σχολίασε: «Δεν είμαι ο μόνος που πιστεύει ότι το έκλεψαν από τον Ντένζελ». Ο Ουάσινγκτον, πάντως, το αρνήθηκε, λέγοντας: «Λοιπόν, εγώ ψήφισα τον Αλ Πατσίνο. Προτάθηκε οκτώ φορές χωρίς να κερδίσει. Ημουν υποψήφιος τρεις φορές και είχα ήδη κερδίσει».
Την εποχή που οι μόνοι άλλοι επιτυχημένοι μαύροι σταρ του Χόλιγουντ ήταν οι Μόργκαν Φρίμαν και Γουέσλεϊ Σνάιπς (συχνά σε δεύτερους ή μη απαιτητικούς ρόλους δράσης), ο Ντένζελ Ουάσινγκτον άρχιζε μόνος του μια επίθεση στις μέχρι τότε τάξεις των λευκών της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Και λέει πολλά για την επιτυχία του το γεγονός ότι πολλοί από τους ρόλους που ανέλαβε εκείνη την εποχή –είτε ως Τζο Μίλερ, ο ομοφοβικός δικηγόρος του Τομ Χανκς στη «Φιλαδέλφεια» (1993), είτε ως αξιωματικός του αμερικανικού πυρηνικού υποβρυχίου που συγκρούεται με τον πλοίαρχο στο «Crimson Tide» (1995) ή ως δημοσιογράφος στο θρίλερ «The Pelican Brief» (1993) του Αλαν Πάκουλα, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Γκρίσαμ– ήταν αρχικά λευκοί χαρακτήρες. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Αλλά το έμφυτο χάρισμα και η γοητεία του Ντένζελ Ουάσινγκτον έκαναν αδιαμφισβήτητη την επιλογή του, ακόμη και σε μια εποχή που στις ΗΠΑ επικρατούσε μεγάλη φυλετική ένταση, μετά τις βίαιες ταραχές που ακολούθησαν τον άγριο ξυλοδαρμό του 47χρονου Αφροαμερικανού Ρόντνεϊ Κινγκ το 1991 από τέσσερις αστυνομικούς.
Ο Ουάσινγκτον φρόντισε, ωστόσο, να υποδυθεί επίσης ηρωικούς ή τουλάχιστον ισότιμους χαρακτήρες, έχοντας ίσως επίγνωση της ιδιότητάς του ως πρότυπου για τη μαύρη κοινότητα. Οπως και ο Σίντνεϊ Πουατιέ, ειδικεύτηκε στην ερμηνεία ρόλων ανδρών που προκαλούν σεβασμό και θαυμασμό και θα έπρεπε ακόμη και να εξιδανικεύονται.
Αυτό άλλαξε δραματικά το 2001, όταν έπαιξε τον πρώτο του ρόλο κακοποιού, τον επιδεικτικά διεφθαρμένο αστυνομικό Αλόνζο Χάρις στην «Ημέρα Εκπαίδευσης», την πρώτη από τις πέντε συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη Αντουάν Φουκουά, που έχει γυρίσει και την τριλογία «The Equalizer». Ο πλούτος και το βάθος της ερμηνείας του Ντένζελ Ουάσινγκτον, του χάρισε τότε το πρώτο του Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου.
Αρνήθηκε, μάλιστα, να δεχτεί ότι ο Χάρις ήταν απλά ένας κακός τύπος και επέπληξε έναν δημοσιογράφο όταν τον ρώτησε αν του άρεσε να παίζει «κακούς»: «Στο θέατρο διδάσκεσαι ότι δεν παίζεις ποτέ έναν κακό τύπο» είπε. «Πρέπει να αγαπάς αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να πεις “Ω, είμαι κακός τύπος”. Πώς το παίζεις αυτό;» (Δείτε το trailer της ταινίας)
Ποτέ άλλοτε δεν έχει παίξει έναν τόσο σκοτεινό ρόλο όσο του Αλόνζο Χάρις, ούτε καν στο «American Gangster», όπου υποδύεται τον Φρανκ Λούκας, έναν από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών της δεκαετίας του 1970 στην Αμερική. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όμως, ο Ουάσινγκτον παίζει συχνά ηθικά διφορούμενους χαρακτήρες σε θρίλερ υψηλής κλάσης, όπως τον Ουίλιαμ «Γουίπ» Γουίτακερ, τον εθισμένο στην κοκαΐνη πιλότο του «Flight» (2012), και βέβαια τον πρόσφατο Μάκβεθ του. Εχει επίσης αποκτήσει τη φήμη ότι είναι ένας από τους πιο εκλεκτικούς ηθοποιούς της βιομηχανίας –εξ ου και η απουσία της Marvel και άλλων ομοίων της από το βιογραφικό του–, λέγοντας: «Η καριέρα μου βασίζεται στο να λέω όχι».
Ο αμερικανός σταρ συνεργάστηκε αρμονικά με τον σκηνοθέτη Τόνι Σκοτ, με τον οποίο γύρισε συνολικά πέντε ταινίες, όλες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες –πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι το «Crimson Tide» είναι το αριστούργημά τους–, με πιο ασυνήθιστη το «Δια Πυρός και Σιδήρου» (2004), ένα ζοφερό θρίλερ (στριμάρει στο Netflix) με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον στον ρόλο ενός πρώην πράκτορα της CIA που γίνεται σωματοφύλακας της Πίπα, ενός δεκάχρονου κοριτσιού στο Μεξικό (Ντακότα Φάνινγκ), συνδέεται φιλικά μαζί της και όταν την απαγάγουν τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την εκδικητική οργή του. Υποτιμημένο όταν κυκλοφόρησε, δικαίως πλέον θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Ο 68χρονος σταρ παραμένει άνθρωπος ανεξάρτητος, που παίρνει μόνος του αποφάσεις, κάτι που εξηγεί γιατί λειτούργησε ως μέντορας του Γουίλ Σμιθ (άλλος ένας ηθοποιός που κατέρριψε το εμπόδιο του χρώματος) και συνέχισε να στέκεται στο πλευρό του ακόμα και μετά το βίαιο ξέσπασμα του Σμιθ στα Οσκαρ του 2022, λέγοντάς του: «Στην υψηλότερη στιγμή σου να είσαι προσεκτικός, τότε είναι που έρχεται ο διάβολος για σένα».
Ωστόσο, κανένας διάβολος δεν έχει εμφανιστεί στη δική του λαμπρή καριέρα των τεσσάρων δεκαετιών. Η ιδιωτική ζωή του Ντένζελ Ουάσιγκτον είναι υπόδειγμα ακεραιότητας. Εδώ και 40 χρόνια είναι παντρεμένος με την Πολέτα Πίρσον, έχουν τέσσερα παιδιά (μεταξύ των οποίων και ο πρωταγωνιστής του «Tenet», Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον) και δηλώνει ευσεβής χριστιανός, που διαβάζει καθημερινά τη Βίβλο.
Εσκεμμένα έχει αποφύγει να μιλήσει για πολιτικά και φυλετικά ζητήματα, όπως το κίνημα Black Lives Matter· ωστόσο, τα σχόλιά του για τους αστυνομικούς –«Αν δεν ήταν αυτοί, δεν θα είχαμε την ελευθερία να κάνουμε παράπονα για το τι κάνουν» είπε στο Yahoo!entertainment το 2021 με αφορμή την προβολή της ταινίας του «Προσοχή στις λεπτομέρειες», όπου για 13η φορά στην καριέρα του υποδύθηκε έναν αρμόδιο για την επιβολή του Νόμου– θεωρήθηκαν σιωπηρή επίπληξη σε όσους υποστήριζαν τα κινήματα «αποχρηματοδότησης της αστυνομίας».
(Δείτε το trailer της κωμωδίας «Φίλοι καρδιακοί»)
Προωθώντας, εξάλλου, την ταινία του «Στα Ορια» (2017), είχε παρατηρήσει: «Αν ο πατέρας δεν είναι στο σπίτι, το αγόρι θα βρει έναν πατέρα στους δρόμους. Το είδα στη γενιά μου, πριν από εμένα, και σε κάθε μία μετά… Αν σε μεγαλώσουν οι δρόμοι, τότε ο δικαστής γίνεται μητέρα σου και η φυλακή σπίτι σου», ρήση που εκμεταλλεύθηκαν ευρέως οι συντηρητικοί υποστηρίζοντας ότι ο Ουάσινγκτον ήταν ένας από αυτούς.
Ωστόσο, όποιες κι αν είναι οι προσωπικές του απόψεις, ο σπουδαίος ηθοποιός εξακολουθεί να δίνει ποικίλες και πραγματικά ηλεκτρισμένες ερμηνείες. Μπορεί να είναι καλύτερος δραματικός ηθοποιός παρά κωμικός –η κωμωδία «Φίλοι καρδιακοί» (1990), όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Μπομπ Χόσκινς, ήταν ένα σπάνιο παραπάτημά του, κυρίως λόγω των οριακών ρατσιστικών αστείων, σχολιάζει στην Telegraph ο Λάρμαν–, αλλά ο Ντένζελ Ουάσινγκτον παραμένει ένας από τους λίγους ηθοποιούς που μπορούν να εξασφαλίσουν ότι αξίζει να δεις μια ταινία απλώς και μόνο γιατί παίζει εκείνος σε αυτή.
Το 2020 οι New York Times τον χαρακτήρισαν τον μεγαλύτερο ηθοποιό του 21ου αιώνα και δύο χρόνια αργότερα ο Τζο Μπάιντεν του απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, εντάσσοντάς τον σε μια ελίτ ερμηνευτών που περιλαμβάνει τον Τομ Χανκς, τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και, βεβαίως, τον Σίντνεϊ Πουατιέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News