Θα είναι το επόμενο πεδίο μάχης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης: ο περίφημος κατώτατος μισθός, εκείνος που ο ΣΥΡΙΖΑ τάχα θα πήγαινε στα 751 ευρώ με το που ερχόταν στην εξουσία. Φυσικά δεν το έκανε όσο ήταν στην κυβέρνηση. Αλλά τώρα που είναι πάλι στην αντιπολίτευση, προτείνει πάλι μεγάλες αυξήσεις, σε μια προσπάθεια να συστηθεί εκ νέου ως ένα κόμμα των εργαζομένων.
Ενώ, λοιπόν, η κυβέρνηση έχει τονίσει ότι ισχύει η δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ, μέχρι να φτάσουμε στο ποσό των 700 ευρώ μέσα σε μία τριετία, και μολονότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας πρόσφατα διαβεβαίωσε πως ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί και το 2020, με διαδικασίες που έχει δρομολογήσει το υπουργείο Εργασίας και θα ολοκληρωθούν τον προσεχή Μάιο, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε την Τετάρτη δική του πρόταση νόμου: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτείνει την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5%, τόσο το 2020 όσο και το 2021.
Μάλιστα ενώ αρχικά την κατάθεση της πρότασης νόμου είχε παρουσιάσει με δηλώσεις της στο περιστύλιο της Βουλής η πρώην υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου, τη σκυτάλη πήρε το απόγευμα ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος προκάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να πει «αν θα στηρίξει τους εργαζόμενους». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε επίσης ότι με την πρόταση το 2021 ο κατώτατος μισθός θα φτάσει τα 751 ευρώ.
Ο κ. Μητσοτάκης, που προεκλογικά έταζε «πολλές και καλές δουλειές» & «αύξηση του κατώτατου μισθού στο διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης», οφείλει να πάρει ξεκάθαρη θέση: Θα στηρίξει έστω και μια φορά τους εργαζόμενους ή θα συνεχίζει να στηρίζει μονάχα τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα; pic.twitter.com/ucGnsMXLM9
— Αλέξης Τσίπρας – Alexis Tsipras (@atsipras) February 5, 2020
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν άργησε να σηκώσει το γάντι. Με αφορμή και δύο επίκαιρες ερωτήσεις για τα Εργασιακά, ανακοίνωσε πως θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Βουλής τη διεξαγωγή ειδικής συνεδρίασης της Ολομέλειας, την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου.
Οπως αναμενόταν, στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στις μειώσεις στις οποίες προχώρησε το 2012 η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, οι οποίες «όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, η οποία προσέγγισε το 28% συνολικά και ξεπέρασε το 60% στους νέους, αλλά επιδείνωσαν ραγδαία την ποιότητα των θέσεων εργασίας, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει το 2015 μία από τις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ». «Ως επιπλέον συνέπεια μεγάλο τμήμα του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού μετανάστευσε στο εξωτερικό, θέτοντας σε κίνδυνο τις οικονομικές προοπτικές της χώρας», προσθέτει.
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται στη συνέχεια στις παρεμβάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία «θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής της την αντιστροφή αυτής της κατάστασης, έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, αλλά και για την άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας, ώστε να αντιστραφεί ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης και να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους ανέργους».
«Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 κατά 11% και στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, οδηγώντας τους σε σημαντική αύξηση 27%», υπογραμμίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, τονίζει ότι «με χειρουργικά χτυπήματα στο θεσμικό πλαίσιο επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα». «Η πολιτική αυτή εξάλλου δεν είναι μόνο επιζήμια για τους εργαζομένους αλλά αποδεικνύεται στην πράξη και αντιαναπτυξιακή, καθώς μειώνει την εγχώρια ζήτηση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη στροφή του παραγωγικού μοντέλου στην καινοτομία και την ποιότητα, καθώς επιδιώκει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο χαμηλό εργατικό κόστος και τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί», συμπληρώνει.
Πρόταση νόμου του @syriza_gr για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 & 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω της εθνικής γεν. συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022 pic.twitter.com/EZ7nWZFeoM
— Έφη Αχτσιόγλου (@E_Achtsioglou) February 5, 2020
Κλείνοντας την αιτιολογική έκθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «υπαναχώρηση» της κυβέρνησης αναφορικά με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις «για ανεπαρκή μεν, αλλά αύξηση του κατώτατου μισθού». «Ωστόσο μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, είναι ελάχιστη υποχρέωση του κράτους να αποκαταστήσει τις απώλειες που το ίδιο προκάλεσε με αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στους μισθούς των εργαζομένων, πριν παραδώσει την αρμοδιότητα καθορισμού του ελάχιστου μισθού σε αυτούς που πραγματικά ανήκει, δηλαδή τους κοινωνικούς ανταγωνιστές», αναφέρει. Εξηγεί δε ότι «θα δημιουργούσε εξάλλου ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην εργατική πλευρά η επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών ανταγωνιστών προτού αποκατασταθεί στο επίπεδο που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει το 2011, λίγο πριν δηλαδή παρέμβει η κρατική λειτουργία και τον μειώσει».
«Το παρόν άρθρο ορίζει έναν σαφή οδικό χάρτη ισόποσης αύξησης του κατώτατου μισθού για μια διετία και εν συνέχεια προβλέπει την επαναφορά του καθορισμού του μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Συγκεκριμένα η πρόταση προβλέπει αύξηση κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022. Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου», καταλήγει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία υπογράφουν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, και η κοινοβουλευτική του ομάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News