Τρία (ή περισσότερα) γκολ σε ένα ημίχρονο, μόνο δύο ομάδες είχαν δεχτεί σε επίσημο αγώνα με την Ιταλία την τελευταία δεκαπενταετία: τα Νησιά Φερόε και το Λιχτενστάιν. Το βράδυ του Σαββάτου, στο ΟΑΚΑ, η Εθνική μας έγινε η τρίτη που το παθαίνει.
Τρία γκολ κατά σε ένα ημίχρονο, σε ελληνικό έδαφος, είχαμε να μετρήσουμε από το 1960. Από το Ελλάδα – Γερμανία 0-3. Ούτε ο Αγγελος Αναστασιάδης δεν θα το θυμάται – ήταν μόλις επτά ετών.
Τρία γκολ στα 33 πρώτα λεπτά ενός παιχνιδιού, είτε εντός είτε εκτός έδρας, δεχτήκαμε για τελευταία φορά (μέχρι χθες) πριν από 32 χρόνια. Οταν στο 15′ βρεθήκαμε να χάνουμε από την Ουγγαρία με 3-0.
Δεν είπε κανείς ότι έπρεπε, σώνει και καλά, να νικήσουμε την Ιταλία, που ακόμη και στην παρακμή της είναι πολύ μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό μέγεθος από εμάς. Θα μπορούσαμε, όμως, να παλέψουμε απέναντι σε μια ομάδα που -κι αυτή- ψάχνει το δρόμο της επιστροφής στις παλιές της δόξες. Να ηττηθούμε, έστω, αξιοπρεπώς. Να παίξουμε λίγη μπάλα. Αλλά, οι όποιες ελπίδες μας χάθηκαν στις αλλόκοτες εμπνεύσεις του εθνικού μας προπονητή.
Ο καλός μέσος Ζέκα έπαιξε δεξί μπακ. Από την πλευρά του προήλθαν και τα τρία γκολ των «Ατζούρι». Ο Σιόβας, που κάνει διεθνή καριέρα ως στόπερ, αμυντικό χαφ. Μαζί με τον Κουρμπέλη και τον Σάμαρη συμπλήρωσαν μια αργή τριάδα κεντρικών μέσων, που «έχασε τη μπάλα» από τους ταχύτατους Ιταλούς. Ο Κουρμπέλης, εσωτερικός χαφ. Ο Φορτούνης, «ψευτο-εννιάρι». Ο Κολοβός, που ξέρει να σκοράρει όσο κανένας άλλος έλληνας φορ, κάτι σαν εξτρέμ. Απελπιστικά μακριά από την αντίπαλη περιοχή. Και ο Σιώπης… οργανωτής του παιχνιδιού. Με όλους αυτούς τους… κόντρα ρόλους, ο κόουτς Αγγελος μπέρδεψε τη δική του ομάδα – όχι την απέναντι.
Με το σύστημα «διώξε την μπάλα και ευχήσου να πάει σε συμπαίκτη σου», με απόπειρες μακρινής μεταβίβασης στην πλάτη της ιταλικής άμυνας, που έμειναν απόπειρες, με φανερή την αδυναμία τους να κρατήσουν για λίγο την μπάλα στα πόδια τους, οι διεθνείς μας δεν κατάφερναν ούτε να αλλάξουν σωστά δύο τρεις πάσες. Να ‘ναι καλά ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο ιταλός προπονητής, που στο β’ μέρος διέταξε τους παίκτες του να σβήσουν τις μηχανές, για οικονομία δυνάμεων. Αλλά και ο Βασίλης Μπάρκας, που σε δυο τρεις περιπτώσεις δεν άφησε το σκορ να ξεφύγει ακόμη περισσότερο.
Μέχρι το 2-0 η Εθνική προσπάθησε, όσο μπορούσε. Σύντομα, όμως, οι έλληνες ποδοσφαιριστές «ξενέρωσαν». Οποιος έχει παίξει μπάλα, έστω σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ξέρει καλά αυτό το συναίσθημα της απογοήτευσης: να νιώθεις πως ο αγώνας σου είναι μάταιος κόπος. Συνέβη και στη Ζένιτσα, στο ματς με τη Βοσνία. Μόνο που εκεί, πάνω που η Εθνική μας έδειχνε έτοιμη να καταρρεύσει, ο Αναστασιάδης διόρθωσε τις ανορθόδοξες επιλογές του, κι έτσι το 2-0 του πρώτου ημιχρόνου έγινε 2-2. Χθες, άφησε τις αιρετικές του ιδέες να τον παρασύρουν μέχρι το τέλος.
Μακάρι, να έφταιγε μόνον ο προπονητής. Δυστυχώς, τα χάλια της Εθνικής μας την τελευταία πενταετία δεν οφείλονται στον Αγγελο, τον Σκίμπε, τον Ρανιέρι, ή τον Μαρκαριάν. Ολοι αυτοί, απλώς απέτυχαν να λύσουν το πρόβλημα. Που είναι, ότι η «γαλανόλευκη» αδυνατεί να ξεφύγει από το μίζερο ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ελλάδα. Από τα τοπικά πρωταθλήματα και τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες, μέχρι τη Σούπερ Λιγκ. Αγια άμυνα, καταστροφή του παιχνιδιού των αντιπάλων, «τσαμπουκάδες» και καθυστερήσεις, εφόσον χρειαστεί, χαμηλές ταχύτητες, αργός ρυθμός, έλλειψη φαντασίας, απαγόρευση της ντρίμπλας και κάθε ατομικής πρωτοβουλίας. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι σύλλογοι διδάσκουν τους παίκτες τους πώς να μη χάνουν. Δεν τους μαθαίνουν, πώς να νικούν.
Γι’ αυτό έχουμε κεντρικούς αμυντικούς ή τερματοφύλακες και για εξαγωγή, ενώ υπάρχει λειψανδρία σε παίκτες δημιουργικούς, που μπορούν να κρατήσουν μπάλα, να την πασάρουν σωστά, να κινηθούν χωρίς αυτήν, να πιέσουν τον αντίπαλο ψηλά, να ντριμπλάρουν, να παίξουν στις πτέρυγες πάνω στη γραμμή, να πατήσουν στην αντίπαλη περιοχή και να σκοράρουν. Μοιραία, δεν μας φαίνεται «βουνό» μόνον το να αντισταθούμε στην Ιταλία, αλλά και να νικήσουμε τη Βοσνία, τη Φινλανδία, ή την Αρμενία. Δηλαδή στα παιχνίδια που θα κρίνουν την πρόκριση στο Euro 2020 από τη δεύτερη θέση του ομίλου μας.
Μα με το «ταμπούρι», θα πει κάποιος, σηκώσαμε την Κούπα το 2004. Λάθος! Η άμυνα που δίδασκε ο Οτο Ρεχάγκελ, και ο Φερνάντο Σάντος στη συνέχεια, ήταν η πρώτη πράξη της αντεπίθεσης. Η Εθνική δεν ήταν ελκυστική, ούτε επί των ημερών τους, όμως ήταν μια από τις πιο αποτελεσματικές ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Γνώριζε τι να κάνει την μπάλα όταν την έπαιρνε στην κατοχή της, είχε πολύ συγκεκριμένο σχέδιο – κι ας μην άρεσε σε πολλούς. Αλλά, ακόμη και από ‘κείνα τα ένδοξα χρόνια, το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω, με ή χωρίς τις αναχρονιστικές μεθόδους του Αναστασιάδη.
Στην περίπτωση του σημερινού μας ομοσπονδιακού τεχνικού φαίνεται πως υπάρχει ένα πρόβλημα και με την «ανάγνωση» των αντιπάλων. Στη Ζένιτσα χάναμε 2-0 στο 15′. Στο πρόσφατο φιλικό με την Τουρκία, επίσης (2-0) στο 17′. Στο ΟΑΚΑ, χθες, 0-3 στο 33’. Αυτοί οι αλλεπάλληλοι αιφνιδιασμοί δεν μπορεί να είναι σύμπτωση.
Ακολουθεί, την Τρίτη, ο αγώνας με την Αρμενία. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη, ιδίως μετά τη χθεσινή νίκη (2-0) της Φινλανδίας επί της Βοσνίας. Το θέμα είναι, να καταφέρει η Εθνική μας να αφήσει πίσω την απογοήτευση από τη βαριά ήττα του Σαββάτου. Και, αυτή τη φορά, να παίξει με κανονικό φορ, κανονικό μπακ, κανονικό «εξάρι» και κανονικούς εξτρέμ. Να δει το παιχνίδι σαν ευκαιρία για μια νέα αρχή. Μια από τις πολλές που έχει επιχειρήσει μετά το 2014.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News