«Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού συμβαδίζουν με τις αυξήσεις στον μέσο μισθό» δήλωσε η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου, σε συνέντευξή της σε εκπομπή στο «Πρώτο Πρόγραμμα», επισημαίνοντας ότι αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Όπως είπε, «από το 2019 μέχρι σήμερα, το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό έχει υποχωρήσει, από 27%, που ήταν το 2019, έχει μειωθεί στο 22%. Δηλαδή, έχουμε ουσιαστική μείωση των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Η αύξησή του επηρεάζει την αύξηση του μέσου μισθού και είναι υπερπολλαπλάσια του πληθωρισμού. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, κάθε μία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού αντιστοιχεί σε μισή μονάδα αύξησης του μέσου μισθού. Επιπλέον, η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει θετικά 13 επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το επίδομα ανεργίας, το οποίο διαμορφώνεται στα 509 ευρώ και αφορά 510.000 πολίτες. Όσον αφορά στον πληθωρισμό, σκοπός μας είναι, από τη μια πλευρά, να βοηθήσουμε τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και, από την άλλη, οι εργοδότες να μπορέσουν να κρατήσουν τους εργαζομένους τους. Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας και, όπως φαίνεται, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν αρχίσει να αποκλιμακώνονται. Στόχος μας είναι η οικονομία να μπορέσει να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστική στο εξωτερικό, όπως είναι και σήμερα. Σκοπός μας είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός στα 1.500 το 2027».
Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που θα επιτευχθεί πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, η κυρία Μιχαηλίδου απάντησε τα εξής: «Η πραγματική σύγκλιση επιτυγχάνεται με τα ποσοστά ανάπτυξης και αύξησης, που έχουμε ήδη καταφέρει και, έτσι, θα συνεχίσουμε. Δηλαδή, από το 2019 έως το 2023, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα έχει αυξηθεί κατά 10%, διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλη την περίοδο της κρίσης η Ελλάδα έχασε στο κατά κεφαλήν εισόδημά της, την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές χώρες και, κυρίως, χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, το αύξαναν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Επειδή εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, προσπαθούμε συνεχώς να βελτιώνουμε τις αποδόσεις μας».
Σχετικά με τις θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης, η υπουργός Εργασίας διευκρίνισε ότι το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ως υποσύνολο όλης της απασχόλησης έχει μειωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. «Το γεγονός ότι εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από αυτό που θα θέλαμε είναι γιατί υπάρχει υποδηλωμένη εργασία. Για τον λόγο αυτό, εφαρμόζουμε την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας. Είναι ένα σημαντικό εργαλείο. Ήδη, μέσα σε έναν χρόνο, 3.500 συμπολίτες μας έχουν πάρει τα δεδουλευμένα τους, βάσει των αποκλίσεων – είτε μη δήλωσης πλήρους απασχόλησης είτε μη δήλωσης των υπερωριών τους. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί κατά πάρα πολύ οι επιτόπιοι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας».
Αναφορικά με το αίτημα του ΣΕΒ για μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η κυρία Μιχαηλίδου υπενθύμισε ότι, «τα τελευταία χρόνια, οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν μειωθεί κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός το οποίο είναι πολύ σημαντικό και έχουμε δεσμευτεί για μία μονάδα περαιτέρω. Πρέπει να γίνει με έναν βιώσιμο τρόπο» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News