Tην ανάγκη εξορθολογισμού και προτεραιοποίησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ώστε να πάψει η εικόνα κατακερματισμού που επικρατεί σήμερα, και τα κράτη της Ευρώπη να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στη χρηματοδότηση της Αμυνας τους, επιτυγχάνοντας παράλληλα τους δημοσιονομικούς τους στόχους, επεσήμανε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την παρέμβασή του στην εναρκτήρια ανοικτή συζήτηση της 60ής Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, με θέμα «Currency for Change: World Politics on a Budget».
«Ευρωπαϊκή Αμυνα σημαίνει προτεραιοποίηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που τώρα είναι κατακερματισμένη. Για παράδειγμα για αγορά φρεγάτας δεχόμαστε πέντε- έξι διαφορετικές προσφορές και αυτό δεν έχει νόημα», ανέφερε ενδεικτικά, ενώ «όσον αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες, συμφωνήσαμε ότι οι αμυντικές δαπάνες δεν θα μετρούν» στον τρόπο υπολογισμού του χρέους κάθε κράτους-μέλους.
«Η Αμυνα λόγω ζωτικού χαρακτήρα, είναι κάτι ξεχωριστό», υπογράμμισε ο Πρωθυπουργός και επέμεινε ότι η απόφαση-ορόσημο της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να είναι οδηγός ως προς την προσπάθεια να εξευρεθούν περισσότεροι πόροι για την Αμυνα.
«Εχετε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση και δαπανάτε πάνω από το 3,5% στην άμυνα. Πώς το κάνετε, ποιο είναι το μυστικό», ήταν το ερώτημα που τέθηκε στον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της συζήτησης, με τον ίδιο να σημειώνει:
«Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε μέρισμα ειρήνης. Ανέκαθεν ξοδεύαμε πολλά χρήματα στην Αμυνα μας, ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς, δαπανούσαμε πάνω από 2% του ΑΕΠ, καθώς είμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με σημαντικές γεωπολιτικές προκλήσεις, που άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ δεν αντιμετωπίζουν. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να το κάνουμε, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε περισσότερο “έξυπνοι” ως προς την προσέγγιση μας, στην κατανομή των πόρων, σε μία εποχή με υψηλά επιτόκια, πίεση στους προϋπολογισμούς και επιπλέον δαπάνες μετά την πανδημία».
"We have to be smarter about how we allocate funds on #defense."
— 🇬🇷 PM @kmitsotakis at the Opening Townhall of #MSC2024 on world politics on a budget
— Munich Security Conference (@MunSecConf) February 16, 2024
«Η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιτύχει όλους τους μεσοσταθμικούς στόχους. Μειώνουμε το χρέος γιατί η οικονομία πηγαίνει πιο γρήγορα από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Πρόκληση είναι να κάνουμε περισσότερα στην Αμυνα. Η ανάπτυξη μάς οδήγησε να κάνουμε περισσότερα τόσο στην Αμυνα όσο και συνολικά», θέλησε να επισημάνει.
Η Ελλάδα έχει καταφέρει να δαπανά περισσότερα για την άμυνα, μειώνοντας ταυτόχρονα τον λόγο του χρέους μας προς το ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει επειδή η οικονομία μας αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. https://t.co/jZi1lUG4JO pic.twitter.com/AfzD64ErC1
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) February 16, 2024
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόνισε, θα πρέπει να εξορθολογήσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και να λάβουμε στρατηγικές αποφάσεις για το που θα κατευθύνουμε τους πόρους μας. Θα πρέπει να διασφαλίσουμε πως η αμυντική μας βιομηχανία θα προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις, και στο νέο τρόπο, με τον οποίο διεξάγονται πλέον οι πολεμικές αναμετρήσεις ανά τον κόσμο.
Σε ερώτηση για το κατά πόσον οι ηγεσίες παγκοσμίως εργάζονται πραγματικά για την εμπέδωση της ειρήνης, ο Πρωθυπουργός σημείωσε πως η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν επιθετικό γείτονα στα ανατολικά σύνορα της και παρ’ όλα αυτά ήταν αυτή που παγίως τασσόταν υπέρ της συνεννόησης και τώρα προσπαθεί για την εμπέδωση μιας μονιμότερης ύφεσης με την Τουρκία.
«Δεν μπορούμε να είμαστε αφελείς, όταν επιδιώκεις την ειρήνη θα πρέπει να προετοιμάζεσαι για πόλεμο. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην καρδιά της Ευρώπης, κάτι αδιανόητο πριν από λίγα χρόνια, ήταν ένα σοκ για όλους μας και ένα ηχηρό καμπανάκι», παρατήρησε.
"If you want #peace, prepare for war. And that's the mindset right now in Europe."
— 🇬🇷 PM @kmitsotakis at the Opening Townhall of #MSC2024
— Munich Security Conference (@MunSecConf) February 16, 2024
Τέλος, σε ερώτηση σχετικά με την Κίνα, ο κ. Μητσοτάκης εκτίμησε πως υπάρχουν τομείς, όπου μπορούμε να συνεργαστούμε ακόμη και αν είμαστε στρατηγικοί ανταγωνιστές, «είναι πάντα καλό να συνομιλούμε με τους κινέζους ομολόγους μας».
Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού (ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά) στη συζήτηση που συντόνισε η αρχισυντάκτρια του «Economist», Zanny Minton Beddoes, με πρώτη την αντίδρασή του στο χειροκρότημα για τη νομοθετηση της ισότητας στον γάμο:
«Καταρχάς, σε ευχαριστώ, Zanny, για τα καλά σου λόγια σχετικά με τη νομοθέτηση της ισότητας στο γάμο. Βρίσκομαι εδώ με λίγες ώρες ύπνου και πιστεύω ότι είναι μια απόφαση-ορόσημο για τη χώρα μου και είμαι πολύ περήφανος που μπόρεσα να τη φέρω ως ηγέτης μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης.
Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, βλέποντας πολλές ευρωπαϊκές χώρες και παρατηρώντας τη δημοσιονομική τους κατάσταση τα τελευταία 30 χρόνια, σκέφτομαι πολύ το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είχε ποτέ πραγματικά “μέρισμα ειρήνης”, με την έννοια ότι ήμασταν συνεχώς αντιμέτωποι με γεωπολιτικές απειλές στη γειτονιά μας.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των πολύ δύσκολων ετών, πάντα ξοδεύαμε πάνω από το 2% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Επομένως, στην περίπτωσή μας, δεν χρειάστηκε πραγματικά να κάνουμε πολλά για να αυξήσουμε την ικανότητά μας να χρηματοδοτούμε τις αμυντικές μας δαπάνες, επειδή αντιμετωπίζαμε πολύ ιδιαίτερες γεωπολιτικές προκλήσεις, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προφανώς μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, ίσως δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξοδέψουν τόσο πολλά για την άμυνα.
Όμως στο θέμα αυτής της συζήτησης, “μπορείτε να κάνετε εξωτερική πολιτική με βάση τον προϋπολογισμό;”, η απλή απάντηση για μένα είναι “όχι”. Και θα πρέπει όλοι μας να είμαστε σε θέση να ξοδεύουμε περισσότερα για την άμυνα, αλλά και να κατανέμουμε με πιο έξυπνο τρόπο τα κονδύλια για την άμυνα.
Διάβαζα ένα άρθρο της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ήταν πολύ σαφής σχετικά με την ανάγκη να κινητοποιηθούν περισσότερα κεφάλαια, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που θα αποτελέσει πρόκληση σε μια εποχή που οι προϋπολογισμοί μας βρίσκονται υπό πίεση, διότι πρέπει επίσης να χρηματοδοτήσουμε την κλιματική και την τεχνολογική μετάβαση. Την ίδια ώρα τα επιτόκια είναι σε υψηλότερα επίπεδα και βγαίνουμε από την περίοδο του Covid. Έπρεπε να δαπανήσουμε πολύ περισσότερα για να ανακάμψουμε από την πανδημία.
Επομένως, η Ελλάδα κατάφερε να πετύχει αυτό που περιγράψατε ως μια κατάσταση όπου μπορούμε να δαπανούμε περισσότερα για την άμυνα, μειώνοντας ταυτόχρονα τον λόγο του χρέους μας προς το ΑΕΠ, απλώς και μόνο επειδή η οικονομία μας αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος της ημέρας, εάν η οικονομία δεν αναπτύσσεται, δεν θα έχεις τα απαραίτητα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσεις ούτε την άμυνα ούτε την κλιματική μετάβαση. Άρα, η υποκείμενη ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών μας, κατά τη γνώμη μου, είναι καίριας σημασίας. Ισχύει για την Ελλάδα, πιστεύω, ισχύει για τη Γερμανία, ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Υπερβαίνουμε συνεχώς τους δημοσιονομικούς μας στόχους και αυτή η ανάπτυξη μπόρεσε να μας επιτρέψει να κάνουμε περισσότερα, όχι μόνο για την άμυνα αλλά και για την κοινωνική πολιτική.
Τώρα, αν δούμε την ευρωπαϊκή διάσταση, πιστεύω ότι μία από τις προκλήσεις για τον επόμενο ευρωπαϊκό κύκλο είναι πώς θα κάνουμε περισσότερα στον τομέα της άμυνας. Σημαίνει αυτό περισσότερες δημοσιονομικές αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Σημαίνει αυτό να δώσουμε στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων την εντολή να χρηματοδοτεί περισσότερα έργα που σχετίζονται με την άμυνα, τα οποία μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα και να ενέχουν υψηλότερη διακινδύνευση;
Αυτό που σίγουρα σημαίνει, και μιλώ από τη σκοπιά μιας χώρας που προμηθεύεται αμυντικά συστήματα, είναι ένας σαφής εξορθολογισμός της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία σήμερα είναι απίστευτα κατακερματισμένη. Για παράδειγμα, όταν ψάχνουμε να αγοράσουμε ένα νέο πλοίο, μια νέα φρεγάτα ή μια νέα κορβέτα, δεχόμαστε πέντε ή έξι διαφορετικές προσφορές από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, για διαφορετικά ευρωπαϊκά πλοία. Αυτό δεν έχει πολύ νόημα.
Πρέπει να συμφωνήσουμε ποια είναι τα έργα στα οποία πρέπει να συγκεντρώσουμε πόρους και στα οποία μπορούμε να είμαστε πραγματικά ανταγωνιστικοί, και σε σχέση με τις ΗΠΑ. Αν δείτε τα αεροπλάνα, έχουμε πράγματι ένα αεροπλάνο τώρα που να μπορεί να ανταγωνιστεί ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς που κατασκευάζεται στις ΗΠΑ; Η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Επομένως, κάποια στιγμή πρέπει να λάβουμε και κάποιες στρατηγικές αποφάσεις για το πού θα κατευθύνουμε τους πόρους μας. Και αυτό πράγματι θα μας δώσει τη δυνατότητα να αγοράζουμε ευρωπαϊκά αμυντικά συστήματα.
Ένα τελευταίο σημείο, πολύ σημαντικό: στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες συμφωνήσαμε να αντιμετωπίσουμε τις αμυντικές δαπάνες με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Με άλλα λόγια, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι αμυντικές δαπάνες θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμείναμε. Και αυτό καθιστά επίσης σαφές ότι όταν εξετάζουμε το σύνολο των δημοσίων δαπανών, η άμυνα, λόγω της κρίσιμης σημασίας της, είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι υπαρξιακό και τόσο σημαντικό που πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από λογιστικής άποψης. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα βρεθούμε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εξαιρέσεις, αλλά είναι καλό να γνωρίζουμε ότι αυτή η δυνατότητα πράγματι υπάρχει».
«Κοιτάξτε, αυτά που πετύχαμε μετά τον Covid ήταν απίστευτα σημαντικά. Θυμάμαι τις συζητήσεις μου με την Angela Merkel εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ επιφυλακτική στην αρχή, αλλά νομίζω ότι καταφέραμε να την πείσουμε και το NextGenerationEU είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ευρωπαϊκό project-ορόσημο.
Χρησιμοποιούμε αυτά τα κονδύλια για να προωθήσουμε την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο ανταγωνιστικές. Και φυσικά κατανοώ τον σκεπτικισμό των λεγόμενων “φειδωλών” χωρών, “πώς χρησιμοποιείτε στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά κονδύλια;”.
Αλλά τελικά, αν δημιουργήσουμε ένα θετικό προηγούμενο με το NextGenerationEU, πιστεύω ότι θα έχουμε ένα πειστικό επιχείρημα για να μπορέσουμε όχι απαραίτητα να δημιουργήσουμε ένα νέο NextGenerationEU, αλλά να εξετάσουμε με πιο πειστικό τρόπο τι σημαίνει να δημιουργήσουμε πραγματικά περισσότερους ιδίους πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
«Οταν εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο τα Υπουργεία Άμυνας λαμβάνουν αποφάσεις για τις προμήθειες, βλέπουμε ότι δεν υπολογίζεται καθόλου μια αλλαγή πορείας στο μέλλον. Μιλάμε για μακροπρόθεσμα projects, μεγάλες αγορές πλοίων και αεροσκαφών.
Πρέπει όμως να βεβαιωθούμε ότι τα Υπουργεία Άμυνας και Οικονομικών λαμβάνουν ήδη υπόψιν τη μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου και ότι ενσωματώνουν νέα τεχνολογία που μπορεί να είναι πολύ φθηνότερη, πολύ πιο καινοτόμα, πολύ πιο εύκολη στην ανάπτυξή της. Και αυτό απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία εάν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για παραδοσιακές δημόσιες υπηρεσίες που έχουν εκπαιδευτεί να σκέφτονται μόνο με ένα συγκεκριμένο τρόπο».
«Σκεφτόμουν, καθώς άκουγα το σχόλιό σας, τη δική μας περίπτωση. Είχαμε τις δικές μας γεωπολιτικές προκλήσεις, αντιμετωπίζοντας έναν επιθετικό γείτονα στα ανατολικά μας, και πάντα πιστεύαμε, και συνεχίζουμε να πιστεύουμε, ότι πρέπει να δαπανούμε αρκετά για να έχουμε αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα.
Ωστόσο, βεβαίως προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την Τουρκία για να εξομαλύνουμε και να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας. Και μακροπρόθεσμα, επειδή πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία, ναι, αυτό κάποια στιγμή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο μόνιμη ύφεση που θα μας οδηγούσε στο να επανεξετάσουμε ελαφρώς, αλλά τονίζω τη λέξη “ελαφρώς”, τον τρόπο με τον οποίο κατανέμουμε κονδύλια στην αμυντική μας βιομηχανία.
Βέβαια, πιστεύω ότι όταν βρίσκεσαι σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη γεωπολιτική θέση, ο κίνδυνος του να είσαι αφελής σχετικά με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σου μπορεί πράγματι να σε οδηγήσει, σε κάποια χρόνια, σε πολύ δύσκολη θέση.
Πιστεύω ότι όλοι επιδιώκουμε την ειρήνη, αλλά υπάρχει και το γνωστό αξίωμα ότι “αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο”.
Θεωρώ ότι ο τρόπος σκέψης αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση, επειδή δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το τραύμα ενός πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης, κάτι που ήταν εντελώς αδιανόητο πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, σίγουρα για μια γενιά που μεγάλωσε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου με την αισιοδοξία ότι η σκοτεινή ήπειρος είχε αφήσει πίσω το σκοτεινό παρελθόν της. Είναι ένα είδος σοκ και ένα απότομο ταρακούνημα».
«Η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες του G7 ή του G20, ως εκ τούτου δεν συμμετέχει σε αυτού του είδους της συναντήσεις όπου λαμβάνονται πολύ σημαντικές αποφάσεις.
Θέλω, όμως, να επιστρέψω στο σχόλιο που κάνατε πριν σχετικά με τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη και την ικανότητα να ξεχωρίσουμε σε ποιους τομείς μπορούμε να συνεργαζόμαστε και σε ποιους είναι φυσικό να είμαστε στρατηγικοί ανταγωνιστές.
Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν αυτά τα θέματα υπερ-πολιτικοποιούνται και καθίστανται τμήμα της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης, συνήθως δεν λαμβάνονται οι πιο ορθολογικές αποφάσεις. Και γι’ αυτό είναι καλό να μετέχουμε σε αυτού του είδους τις συναντήσεις γιατί πιστεύω ότι σε αυτές τίθενται τα ζητήματα με πιο ευδιάκριτη προοπτική.
Και είναι επίσης μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε με τους ομολόγους μας από την Κίνα ώστε να διαπιστώσουμε πώς μπορούμε να πετύχουμε αυτήν την ομολογουμένως εξαιρετικά πολύπλοκη ισορροπία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News