Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει να προσφέρει τίποτα στη χώρα και για αυτό όσο γρηγορότερα γίνουν οι εκλογές, τόσο το καλύτερο. Στη δήλωσή αυτή συνοψίζεται η θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την επόμενη ημέρα της πολυδιαφημισμένης -από το Μαξίμου- εξόδου από τα μνημόνια.
Σε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στη Sueddeutsche Zeitung, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επιρρίπτει στην αναξιοπιστία της κυβέρνησης την ευθύνη για την ενισχυμένη εποπτεία μετά τη λήξη του μνημονίου, επαναλαμβάνει τη δέσμευσή του για λιγότερους φόρους και λιγότερο κράτος, όταν θα αναλάβει τα ηνία της χώρας, ενώ εξηγεί και τη θέση του κόμματός του έναντι της συμφωνία των Πρεσπών.
«Οσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο»
«Εμείς λέμε ότι όσο γρηγορότερα γίνουν οι εκλογές τόσο το καλύτερο. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει να προσφέρει στη χώρα. Στις 20 Αυγούστου λήγει το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης της ΕΕ για την Ελλάδα, χρειαζόμαστε μια νέα κυβέρνηση που θα οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον. Η οικονομία δεν αναπτύσσεται, με εξαίρεση τον τουρισμό και ουδείς μιλά για τα ιδιωτικά χρέη, που αυξήθηκαν την τελευταία τριετία κατά σχεδόν 50% από 80 σε 130 δισ ευρώ. Μιλώ για τα χρέη των πολιτών προς την εφορία, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις τράπεζες. Πολλοί άνθρωποι διακατέχονται από αίσθημα απόγνωσης», λέει στη συνέντευξή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιγράφοντας την αποτυχία της κυβέρνησης στο μέτωπο της οικονομίας.
Όπως επισημαίνει, η λήξη του προγράμματος δεν θα επιφέρει πραγματική ανακούφιση στους Έλληνες αφού οι φόροι παραμένουν πολύ υψηλοί, οι συντάξεις θα μειωθούν και πάλι και δεν υπάρχει κανένα αίσθημα ευφορίας.
«Αν ήταν η κατάσταση τόσο καλή όσο προσπαθεί να την παρουσιάσει η κυβέρνηση, γιατί τότε οκτώ στους δέκα Έλληνες λένε σ’ όλες τις δημοσκοπήσεις ότι δεν βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ; Χώρια που ακόμη κι όταν λήξει το πρόγραμμα θα συνεχιστεί η επιτήρηση της Ελλάδας από τους πιστωτές», τονίζει απορρίπτοντας το κυβερνητικό αφήγημα περί «καθαρής εξόδου».
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, η παρατεινόμενη εποπτεία αντανακλά την έλλειψη εμπιστοσύνης των δανειστών έναντι της κυβέρνησης για το κατά πόσο είναι σε θέση ή έχει τη βούληση να εφαρμόσει όλες τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται άλλωστε, όπως υπογραμμίζει, για κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά, αφού δεν τηρήθηκε η ίδια διαδικασία με Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρο μετά την έξοδο από τα δικά τους προγράμματα.
«Μικρότερο κράτος χωρίς απολύσεις»
Ερωτηθείς πώς θα υλοποιήσει τις υποσχέσεις του για μείωση των φόρων των επιχειρήσεων και του ΦΠΑ, ο πρόεδρος της ΝΔ είναι σαφής:
«Θα σεβαστούμε όλους τους συμφωνηθέντες με τους δανειστές οικονομικούς στόχους. Αλλά υπάρχουν περιθώρια. Θέλουμε να κάνουμε εξοικονόμηση δαπανών και να μειώσουμε τους φόρους. Η κυβέρνηση έκανε ελάχιστα για τη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης. Αντιθέτως την τελευταία τριετία αύξησε τις δαπάνες προσωπικού κατά 500 εκ. ευρώ. Εγώ θέλω ένα μικρότερο, αλλά αποτελεσματικότερο κράτος. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε το πρωτογενές πλεόνασμα με την υπερφορολόγηση. Είναι δίκαιο αυτά τα χρήματα να επιστραφούν στην πραγματική οικονομία. Κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τη μεσαία τάξη. Οι υψηλοί φόροι δεν φέρνουν ανάπτυξη, αλλά στρώνουν το δρόμο για τη φοροαποφυγή. Όταν φωνάζεις έναν ελαιοχρωματιστή για να σου βάψει το σπίτι, το κάνει μόνον αν δεν πρέπει να κόψει απόδειξη, αφού μετά την απόδοση των φόρων δεν βλέπει νόημα να δουλεύει. Προτείνει λοιπόν να το κάνει χωρίς απόδειξη. Αλλά αυτό είναι κακό για το κράτος και πρέπει να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο-κύκλο».
Στο ερώτημα πώς θα το πετύχει αυτό, εξηγεί:
«Θα μειώσω τους φόρους περιμένοντας καλύτερη φορολογική συμμόρφωση. Και για την παρακολούθηση των φοροφυγάδων υπάρχουν σήμερα αλύτερες δυνατότητες παρακολούθησης απ’ ό,τι παλαιότερα. Έχουμε τώρα μια ανεξάρτητη Αρχή φορολογικού ελέγχου, ήταν μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις και ευτυχώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν την πείραξε», είπε, υποσχόμενος να μην προχωρήσει σε νέες απολύσεις στο δημόσιο, αλλά να προσλαμβάνονται λιγότεροι από όσους βγαίνουν σε σύνταξη και να μειωθεί ο αριθμός των συμβάσεων ορισμένου χρόνου».
«Μη αξιόπιστος συνομιλητής ο Τσίπρας για το μεταναστευτικό»
Όσον αφορά το προσφυγικό , εκτίμησή του είναι πως μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα. «Άλλωστε πρόκειται για πολύ μικρούς αριθμούς. Σημαντικότερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, πράγμα που ίσως οφείλεται στα αριστερά του γονίδια ή στο ότι είναι όμηρος συγκεκριμένων αριστερών ομάδων. Ως εκ τούτου δεν είναι αξιόπιστος συνομιλητής. Χωρίς προστασία των εξωτερικών συνόρων δεν μπορούμε να έχουμε ελεύθερες μετακινήσεις εντός της ΕΕ», τονίζει ενώ δεν διστάζει να στρέψει τα βέλη του σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία που αρνούνται να δεχθούν τον επιμερισμό των προσφύγων, με αποτέλεσμα να σηκώνει η Ελλάδα δυσανάλογα μεγάλο βάρος.
«Πρέπει να νιώσουν τις συνέπειες. Αυτό δεν είναι απειλή κατά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Αλλά τα βάρη πρέπει να επιμερίζονται», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Δεν μου αρέσει συμφωνία των Πρεσπών»
Στη συνέντευξή του στη SZ, o Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαμβάνει τη διαφωνία του με τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ για την ΠΓΔΜ, υπογραμμίζοντας ότι συνιστά παράδοξο να αποκαλείται η γειτονική χώρα «Βόρεια Μακεδονία» και να χαρακτηρίζεται η γλώσσα και η ταυτότητα των κατοίκων της «μακεδονική».
«Έχω πει ξεκάθαρα ότι δεν μου αρέσει αυτή η συμφωνία. Λέω όμως ότι θα σεβαστώ το αποτέλεσμα ως υποχρέωση της χώρας, αν επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Αλλά το κόμμα μου, η Νέα Δημοκρατία θα την καταψηφίσει».
Ερωτηθείς αν προτιμά να γίνουν πρόωρες εκλογές μετά την επικύρωση, απαντά αρνητικά. «Αλλά αν είχα εγώ διαπραγματευτεί, θα αναζητούσα μια άλλη λύση. Ο βόρειος γείτονάς μας πήρε από μας κάτι, που καμιά ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν ήταν έτοιμα να παραχωρήσει: το δικαίωμα σε μια μακεδονική εθνικότητα και μια μακεδονική γλώσσα, μολονότι τώρα αποκαλούμε τη χώρα αυτή Βόρεια Μακεδονία. Αυτό συνιστά ένα παράδοξο».
Στην παρατήρηση εξάλλου ότι ο όρος «μακεδονική γλώσσα» χρησιμοποιείται από το 1977 σε έγγραφα του ΟΗΕ, ο κ. Μητσοτάκης απαντά λέγοντας:
«Δεν είναι το ίδιο. Πρέπει να δείξουμε μεγάλη ευαισθησία εν προκειμένω. Η πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτει τη συμφωνία. Ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα πολλοί άνθρωποι είναι πολύ οργισμένοι. Εκατοντάδες ελληνικές επιχειρήσεις εκεί χρησιμοποιούν στα προϊόντα τους τον όρο “μακεδονικός”. Δεν θα είχα καμία αντίρρηση αν λέγαμε ότι η γλώσσα που ομιλείται στα Σκόπια είναι σλαβομακεδονική. Όχι όμως μακεδονική. Οι γείτονές μας θα κάνουν δημοψήφισμα, και πιστεύω ότι η συμφωνία θα επικυρωθεί εκεί. Σ’ εμάς δεν θα είχε καμία τύχη σ’ ένα δημοψήφισμα. Δεν θέλω δημοψήφισμα γιατί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει να αποφασίζει η Βουλή. Αλλά αυτό αποτελεί αφορμή για σκέψεις. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο κ. Τσίπρας δεν διαβουλεύτηκε προηγουμένως μαζί μας. Θέλει να αξιοποιήσει το θέμα για να διασπάσει το κόμμα μου, αλλά εγώ δεν πρόκειται να συμπράξω. Είναι σημαντικό για το μέλλον της Ελλάδας να παραμείνει ενωμένη η ΝΔ και να μπορέσει να σχηματίσει σύντομα μια συμπαγή φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση».
Στην αναφορά του τέλος, για τα ελληνοτουρκικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη συνεχιζόμενη κράτηση των δύο ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη και καλεί την Άγκυρα να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο.
«Η Τουρκία πρέπει να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο. Για παράδειγμα δεν πρέπει να κρατά δύο έλληνες αξιωματικούς που μπήκαν κατά λάθος τον Μάρτιο, μια μέρα που είχε ομίχλη, σε τουρκικό έδαφος. Δεν είναι ένδειξη σχέσεων καλής γειτονίας. Ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσουμε να κάνουμε μια έντιμη νέα αρχή στις σχέσεις μας με τον κ. Ερντογάν. Αλλά χρειάζονται δύο για να χορέψουν τανγκό», σημείωσε, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα πως δεν χωρά καμία σύγκριση με την περίπτωση των οκτώ τούρκων αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα.
«Εμείς σεβόμαστε τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης. Δεν είμαστε στο παζάρι», ήταν η χαρακτηριστική αναφορά του .
Ειδική αναφορά έκανε ο πρόεδρο της ΝΔ και στο θέμα των έλλήνων ψηφοφόρων που ζουν στο εξωτερικό και υποχρεούνται ακόμα να έρχονται στην Ελλάδα για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
«Εγώ θα το άλλαζα αυτό, αλά για αλλαγές στον εκλογικό νόμο απαιτούνται 200 ψήφοι στη Βουλή. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το θέλει, γιατί φοβούνται ότι όσοι ζουν στο εξωτερικοί είναι επιφυλακτικοί απέναντι σ’ αυτή την κυβέρνηση. Τα τελευταία 7-8 χρόνια 400.000 νέοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα λόγω της κρίσης και μια αριστερή κυβέρνηση τους λέει: «Αν έχετε χρήματα, αγοράστε εισιτήριο και ψηφίστε. Αλλά αν είστε φτωχοί, αφήστε το. Είναι παράλογο», καταλήγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News