Το τελευταίο φιλμ της Σουζάνας Νικιαρέλι είναι αφιερωμένο σε μία κοπέλα που διέθετε τόσο ισχυρή προσωπικότητα όσο και συναισθηματικές αδυναμίες, αφορά μια γυναίκα που φεγγοβόλησε στην εποχή της, και μάλιστα παρά την εκτυφλωτική λάμψη του πατέρα της, ωστόσο υπέκυψε «μοιραία» στο ερωτικό πάθος.
Η Ελενορ Μαρξ, κόρη του Καρλ Μαρξ, ήταν άτομο ριζοσπαστικοποιημένο μέσα στη βικτωριανή κοινωνία των ακραίων αντιθέσεων και είχε ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση καθώς το προλεταριάτο ζούσε σε συνθήκες εξαθλίωσης. Ηταν επίσης μία ταλαντούχος μεταφράστρια και συγγραφέας και ένας καλός άνθρωπος, με ζεστή καρδιά. Ομως είχε μία μάλλον δύσκολη ζωή, κυρίως από συναισθηματικής πλευράς. Ε, και η Νικιαρέλι το βάρος το έριξε στη ζόρικη ερωτική ζωή της Ελενορ. Το θέμα λοιπόν του φιλμ είναι η σχέση της Ελενορ με τον Εντουαρ Αβελινγκ, τον άντρα που σημάδεψε τον βίο της.
Οι εικόνες ξεκινούν από τον τάφο του Μαρξ, στο Λονδίνο. Εκεί μαζεύονται και μας συστήνονται οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Εύκολα μπορείς να καταλάβεις ότι ο κομμουνισμός είναι για την ιταλίδα δημιουργό ένα ιστορικό ντεκόρ που προσθέτει χρώμα, ίσως και νοσταλγία, παρά ουσία στην υπόθεση. Γρήγορα ο φακός αρχίζει και διηγείται τις αποκαρδιωτικές πλην πιασάρικες για το κοινό εικόνες της ζωής της Ελενορ δίπλα στον Αβελινγκ.
Για τη Repubblica, πάντως, η Ελενορ παρουσιάζεται όπως όλες οι τραγικές ηρωίδες της λογοτεχνίας που «μεταφέρθηκαν» χωρίς την άδεια των δημιουργών τους στο πανί. Κάποια σαν την Αννα Καρένινα του Τολστόι, ας πούμε. Και παραθέτει τη γνώμη της ίδιας της Νικιαρέλι για τον στόχο της ταινίας της: «Γνωρίζω γυναίκες αξίας, χειραφετημένες, ακόμη και φίλες μου, που αφήνουν να παρασυρθούν στη δυστυχία στο όνομα της αγάπης»… Μπορεί και να έχει δίκιο η καλλιτέχνις, αφού, στην πραγματική ζωή, μία τόσο άρτια εκπαιδευμένη από τον πατέρα της γυναίκα, τελικά «καταστράφηκε από έναν άντρα που δεν άξιζε τίποτα». Ωστόσο το φιλμικό θέμα είναι κοινότοπο.
Το ιταλικό Μέσο κρίνει ότι η «Miss Marx» είναι συναρπαστική ταινία, γραμμένη και σκηνοθετημένη με μεγάλη δεξιότητα και ισορροπία, τεκμηριωμένη ιστορικώς, «χωρίς καμία φεμινιστική, πολιτική ή μελοδραματική πρόθεση». Αλλά αυτό το τελευταίο, για την έλλειψη κάθε άλλης πρόθεσης πλην της καλλιτεχνικής, μπορεί να είναι και το μειονέκτημα του φιλμ – εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός.
Η Νικιαρέλι δεν χαρίζεται στον Αβελινγκ με τα χίλια ελαττώματα, αλλά δεν τον έκανε και καρτουνίστικη φιγούρα, για να μην ευτελίσει την ηρωίδα της: «Δεν τον γελοιοποίησα, για να μην υποτιμήσω την Ελενορ, τη γυναίκα που δέχτηκε τα πάντα από αυτόν, τη σπατάλη και την κλοπή χρημάτων, την επιπολαιότητα, τις απιστίες, την εγκατάλειψη, ακόμη και έναν γάμο με μια στάρλετ. Υπήρχε πιθανώς ένας ισχυρός ερωτικός δεσμός μεταξύ τους, που για την Ελενορ έγινε ακατανίκητη σεξουαλική υποδούλωση. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση».
Υπάρχει –στο φόντο, όπως είπαμε– και η πολιτική δράση της Ελενορ, ένα ντεκόρ από φωτογραφίες διαδηλώσεων και αστυνομικής βίας εις βάρος εργαζομένων, η κραυγαλέα φτώχεια των προλεταρίων, κ.λπ. Αλλά το θέμα της ταινίας είναι το έλασσον, η σχέση της γυναίκας με τον άνδρα. Η Ελενορ γύρεψε την «αληθινή αγάπη, αυτή που ενώνει τον άνδρα και τη γυναίκα για πάντα», αλλά απέτυχε. Ετσι αυτοκτόνησε.
Κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, το φιλμ διανθίζεται ηχητικά από «πανκ ήχους» της αμερικανικής μπάντας Downtown Boys, υποτίθεται για να υποδηλωθεί και με θόρυβο η ταραχή στο μυαλό της Ελενορ. Τους δύο βασικούς ρόλους ερμηνεύουν δύο άγγλοι ηθοποιοί, η Ρομόλα Γκαράι και ο Πάτρικ Κένεντι. Η προβολή του φιλμ στις αίθουσες επίκειται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News