Αυτή τη φορά, δυστυχώς, δεν ήταν fake news. Την τελευταία μέρα του Απριλίου, δυο 24ωρα μετά τη διάψευση της «είδησης» του θανάτου του από τον ίδιο, ο Κάρμινε Ραϊόλα -ο Μίνο, όπως τον έλεγαν φίλοι και εχθροί- πέθανε στ’ αλήθεια, χάνοντας τη μάχη με την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε από τον περασμένο Ιανουάριο. «Εφυγε» νωρίς, μόλις στα 54, το ίδιο βιαστικά όπως έζησε την περιπετειώδη του ζωή.
Ηταν εξίσου επιτυχημένος με τους άλλους δυο «σούπερ ατζέντηδες» του σύγχρονου ποδοσφαίρου, τον Πίνι Ζάχαβι και τον Ζόρζε Μέντες, αλλά και πολύ διαφορετικός από εκείνους. Ενας ιδιόρρυθμος, αντισυμβατικός χαρακτήρας, που δεν είχε τρόπους, αλλά «τρόπο», και λάτρευε τις «συγκρούσεις». Δεν τον ένοιαζε που δεν είχε φίλους, παρά μόνο τους πελάτες του. Ούτε που οι «καθωσπρέπει» μιλούσαν γι’ αυτόν υποτιμητικά. Εκανε τη δουλειά του με τους δικούς του κανόνες, και τα κατάφερε θαυμάσια. Τον Ιούλιο του 2016 η
Corriere dello Sport υπολόγισε ότι το φτωχόπαιδο από τη Νάπολη είχε βγάλει περισσότερα χρήματα από τον Μέσι.
Ηταν 100% αυτοδημιούργητος, όπως και ο Ζόρζε Μέντες. Αλλά ο πορτογάλος ατζέντης του Κριστιάνο Ρονάλντο και του Ζοσέ Μουρίνιο έχτισε την αυτοκρατορία του, την εταιρεία «Gestifute», καλλιεργώντας εξαιρετικές σχέσεις με τους παράγοντες των συλλόγων, τους οποίους φροντίζει να μη δυσαρεστεί, σχεδόν, ποτέ. Ο Ραϊόλα, αντιθέτως, βρισκόταν διαρκώς σε κόντρα μαζί τους. Πίστευε ότι έτσι υπερασπιζόταν καλύτερα τα συμφέροντα των ποδοσφαιριστών – πελατών του, για τους οποίους δεν ήταν μόνο μάνατζερ, αλλά και πατέρας κι αδελφός. Δεν δίστασε να «τα βάλει» με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, ακόμη και με τον σερ Αλεξ Φέργκιουσον (ο οποίος τον περιέγραφε ως έναν χοντρό με μαφιόζικους τρόπους). Κάποιες φορές αυτές οι αντιπαραθέσεις του στοίχισαν ακριβά, όμως οι παίκτες είχαν πειστεί ότι για χάρη τους θα έφτανε στα άκρα. Τον εμπιστεύονταν όλο και περισσότεροι, κι εκείνος περηφανευόταν: «Ποτέ δεν παρακάλεσα κάποιον ποδοσφαιριστή να συνεργαστεί μαζί μου, και ποτέ δεν θα το κάνω. Αυτοί έρχονται σε εμένα, και μου ζητούν να τους εκπροσωπήσω».
Στο πρώτο ραντεβού με τον πιο διάσημο πελάτη του, τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, που απογείωσε τη φήμη του ως ατζέντη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ραϊόλα εμφανίστηκε σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο του Αμστερνταμ με τζιν και κοντομάνικο μπλουζάκι. Ο Ζλάταν είχε φτάσει εκεί με μια Πόρσε, φορούσε ένα πανάκριβο κουστούμι και ένα ρολόι αμύθητης αξίας. Οταν τον είδε, έτσι ατημέλητο, σκέφτηκε ότι χάνει το χρόνο του. Δεν σηκώθηκε να φύγει, περισσότερο από περιέργεια. Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς έτρωγε με λαιμαργία, ο Μίνο εξαπέλυσε στον «Ιμπρα» μια επίθεση, που τον άφησε άφωνο: «Κοίτα να δεις. Ο Βιέρι έχει βάλει 25 γκολ σε 27 ματς, ο Ιντσάγκι 20 σε 25 ματς, ο Τρεζεγκέ 20 σε 24. Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς έχει πετύχει μόλις 5 γκολ σε 25 ματς. Νομίζεις ότι, με τέτοια στατιστικά, μπορώ να σε πουλήσω; Παράτα τις Πόρσε και τα λούσα, και στρώσου στη δουλειά».
Οπως αφηγήθηκε ο Ζλάταν πολλά χρόνια μετά, για κάποιον περίεργο λόγο καθόταν και τον άκουγε σαν σχολιαρόπαιδο που το μαλώνουν. Τον είχε εντυπωσιάσει η ειλικρίνεια του συνομιλητή του, που είχε απόλυτο δίκιο. Οι δυο άνδρες, όχι μόνο συνεργάστηκαν, αλλά και έγιναν φίλοι. Από τις μεταγραφές του παίκτη (Γιουβέντους, Ιντερ, Μπαρτσελόνα, Μίλαν, Παρί Σεν-Ζερμέν, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και MLS) κέρδισαν πολλά εκατομμύρια.
Ο Ραϊόλα δεν σπούδασε (παράτησε τη Νομική στο δεύτερο έτος), όμως ήταν «γεννημένος» για αυτή τη δουλειά. Διαχειριζόταν τους ανθρώπους με μαεστρία, γνώριζε την τέχνη του να τους γίνεται απαραίτητος, και είχε το θράσος να πουλάει κάτι που δεν υπήρχε. Ηταν καταφερτζής, είχε λέγειν, και μιλούσε σε όλους στη γλώσσα τους. Επειδή γνώριζε Ιταλικά, Φλαμανδικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Πορτογαλικά και Αγγλικά (τα έμαθε παρακολουθώντας ταινίες της Disney). Κυρίως, όμως, μιλούσε στην ψυχή τους, με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν μπορούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεργάστηκε αρμονικά με μερικούς από τους πιο «προβληματικούς» χαρακτήρες: Ιμπραΐμοβιτς, Μπαλοτέλι, Πογκμπά, Λουκάκου…
Αν και γεννήθηκε στη Νάπολη, μεγάλωσε στο Χάαρλεμ. Στην ολλανδική πόλη βοηθούσε στην πιτσαρία «Napoli», που είχε ανοίξει ο πατέρας του όταν εκείνος ήταν ενός έτους. Στην αρχή έπλενε πιάτα. Αλλά, επειδή το μυαλό του έκοβε, πολύ σύντομα, στα 15 του, κρατούσε τα λογιστικά βιβλία και είχε αναλάβει τις επαφές της οικογενειακής επιχείρησης (η οποία, στο μεταξύ, είχε γίνει αλυσίδα) με τις τράπεζες και τους προμηθευτές. Ηταν τόσο έξυπνος, που στα 19 του αγόρασε ένα κατάστημα McDonald’s, το οποίο πούλησε, στη συνέχεια, σε μεσιτική εταιρεία, βγάζοντας τα πρώτα του χρήματα.
Αν υπάρχει μια ιστορία που «τα λέει όλα» γι’ αυτόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο «τρύπωσε» στις ποδοσφαιρικές μπίζνες – έναν κόσμο που του ήταν εντελώς άγνωστος. Τακτικός πελάτης στην πιτσαρία του πατέρα του ήταν ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας της περιοχής, HFC Haarlem. Κάθε Παρασκευή βράδυ έτρωγε εκεί με την οικογένειά του. Ο δαιμόνιος Μίνο, χωρίς να έχει ιδέα από μπάλα, καθόταν στο τραπέζι τους και του έδινε συμβουλές, για το πώς έπρεπε να διευθύνει την επιχείρησή του. Εκείνος, εντυπωσιασμένος από την ευστροφία και την ικανότητα του «μικρού» να πλασάρει εξαιρετικά το οτιδήποτε, τον έκανε αθλητικό διευθυντή στο σύλλογο, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Αν και δεν μακροημέρευσε σε αυτή τη θέση (τσακώθηκε άσχημα με μέλη της διοίκησης), είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το ποδόσφαιρο «από μέσα». Ηταν η απαρχή μιας χρυσοφόρου καριέρας.
Περίμενε την ευκαιρία του, η οποία δεν άργησε να έρθει. Σύμφωνα με τον Guardian, το 1993 ο γνωστός ολλανδός ατζέντης, Ρομπ Γιάνσεν, του ζήτησε να εμπλακεί ως διερμηνέας στη μεταγραφή του Ντένις Μπέργκαμπ, από τον Αγιαξ στην Ιντερ. Εκεί, στα γραφεία του ιταλικού συλλόγου, χωρίς να γίνει αντιληπτός, πήρε όλα τα συμβόλαια και τα συνοδευτικά έγγραφα που αφορούσαν τη μεταγραφή, και τα φωτοτύπησε. Θα του μαρτυρούσαν όλα τα μυστικά του επαγγέλματος. Ο 26χρονος -τότε- Ραϊόλα έπιασε δουλειά στην «Sport-Promotion», του Γιάνσεν, αλλά πολύ σύντομα ένιωσε έτοιμος να κάνει… σόλο καριέρα. Το πρώτο από τα τρία γραφεία που άνοιξε, το ονόμασε «Intermezzo».
Ο πρώτος γνωστός πελάτης του Ραϊόλα ήταν ο Πάβελ Νέντβεντ. Ο Τσέχος, τον οποίο πήγε στη Λάτσιο το 1996, κι έπειτα στη Γιουβέντους. Εφτασε να διαθέτει πελατολόγιο με πάνω από 70 ποδοσφαιριστές σε όλο τον Κόσμο, συνολικής αξίας (σήμερα) 800 εκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με την transfermarkt. Τα τελευταία χρόνια κέρδιζε, από προμήθειες, περί τα 65-70 εκατ. ευρώ το χρόνο. Το Forbes εκτιμά ότι η «καθαρή» περιουσία που άφησε πίσω του ανέρχεται σε 85 εκατομμύρια δολάρια.
Λάτρευε τη δουλειά του. Τα έκανε όλα μόνος του, με έναν βοηθό και τη δικηγόρο του. Το σπίτι του στο Μόντε Κάρλο, κοντά στο καζίνο, όπου ζουν η γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά, το επισκεπτόταν σπανίως. Επειδή ταξίδευε 300 μέρες το χρόνο, αλλά και γιατί του άρεσε να μένει στην έπαυλη του Αλ Καπόνε, στο Μαϊάμι. Την είχε αγοράσει το 2016, έναντι 8 εκατ. ευρώ – το 1/3 της προμήθειας που είχε εισπράξει από τη μεταγραφή του Πολ Πογκμπά στη Γιουνάιτεντ.
Το τελευταίο του «χρυσό αγόρι» ήταν ο Ερλινγκ Χάαλαντ, ο οποίος θα πρωταγωνιστήσει στο μεταγραφικό παζάρι του προσεχούς καλοκαιριού. Ο Ραϊόλα ανυπομονούσε γι’ αυτή τη στιγμή, αλλά δεν θα είναι εδώ για να τη χαρεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News