Για πόσες παραστάσεις μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι μπαίνει σε ένα θέαμα και βγαίνει από μια εμπειρία; Ο Νικ Κέιβ κατά την εμφάνισή του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, χθες Κυριακή, είχε ενορχηστρώσει τα πάντα –ακόμη και τη συμμετοχή της πλατείας– ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτή την αίσθηση.
Δεν χρειαζόταν καν πρωτότυπα ευρήματα ή τεχνικές, καθώς είχε κερδίσει το μισό «παιχνίδι» ήδη από τα παρασκήνια. Ως περφόρμερ με καταγωγή στη χρυσή εποχή των συναυλιών, με ρεπερτόριο που απευθύνεται σε διαφορετικά ακροατήρια και ανανεώνεται, στίχους που διαπερνούν το συναίσθημα και σκηνική παρουσία που τον φέρνει κοντά στους «απέναντι» ώστε να μη νιώθουν ποτέ «απέναντι».
Η παράσταση με παρτενέρ τον Κόλιν Γκρίνγουντ των Radiohead ξεκίνησε στο ημίφως, με την ακτίνα του προβολέα να πέφτει λοξά πάνω στο πιάνο πριν φωτίσει τον απόλυτο περφόρμερ. «The girl in amber»: ήταν το κομμάτι που λειτούργησε σαν σήμα έναρξης και προπομπός για την ατμοσφαιρική διάθεση που θα ακολουθούσε: «Αλλοι φεύγουν κι άλλοι μένουν πίσω / κι άλλοι δεν πάνε πουθενά…».
Η εξομολόγησή του στην αρχή έδωσε το περίγραμμα για τον ήχο που θα κατέκλυζε την αίθουσα: θα ακούγαμε τα παλιά τραγούδια των Bad Seeds και του Γουόρεν Ελις σαν «να διεκδικούσαν ξανά τον εαυτό τους», απογυμνωμένα και βυθισμένα στην «ουσία τους». Χωρίς την ενορχηστρωτική επένδυση με την οποία έγιναν γνωστά. Ηδη στο τρίτο κομμάτι –το ντιλανοπρεπές «Jesus of the moon» του 2008– η χημεία με το κοινό είχε έρθει για να μείνει, το ίδιο και η εξαιρετική σύμπραξη με τον αμίλητο Γκρίνγουντ και το «αόρατο» σιγοντάρισμά του στο μπάσο.
Και ύστερα ήρθαν άλλες εικόνες από τη φανταστική πινακοθήκη που έχει κατοχυρώσει τα τελευταία 40 χρόνια ο αυστραλός αισθητιστής. Ιπτάμενα ιστιοφόρα που αναζητούν μυστήρια στον ουρανό και θησαυρούς που δεν εξαγοράζονται («Galleon ship»). Αίματα από παιδικές καρδιές που σφουγγαρίζονται στο πάτωμα του χασάπη («O children»). Το νανούρισμα στον γιο του Λουκ, ο οποίος απέκτησε μόλις πρόσφατα το δικό του παιδί κάνοντας τον Κέιβ παππού, όπως είπε ο ίδιος («Papa won’t leave you, Henry»).
Ενα ξυπόλητο παιδί που κάθεται στη βεράντα διαβάζοντας Φλάνερι Ο’ Κόνορ με μολύβι στο χέρι και ένας τάρανδος που τυφλώνεται από τα φώτα και οπισθοχωρεί στο δάσος («Carnage»). Και φυσικά, ο Μάιλς Ντέιβις, οι Αλι Μακ Γκρο και ο Στιβ Μακ Κουίν σε ένα όνειρο, ο JFK και το νεγκλιζέ της Μέριλιν Μονρόε (από το επικό «Palaces of Montezuma»).
Οσο ο Κέιβ ροκάνιζε τον ωφέλιμο χρόνο των δύο ωρών, ο καθένας μπορούσε να φανταστεί μπροστά του όποια εικόνα ήθελε για τον μουσικό ήρωά του. Εναν Κέιβ που έπαιζε σε σκοτεινό τζαζ μπαρ της Ορλεάνης. Ή σε ένα δωμάτιο προβάροντας τα τραγούδια «γυμνά» με φωνή κρούνερ. Σε ένα αλλοπρόσαλλο πάρτι μόνο για «συνενόχους» και φίλους. Η καταπακτή στην οποία κατέβαινε κάθε τόσο για να αντλήσει τα υλικά του ήταν από χρόνια γνωστή: η παράδοση των μαύρων γκόσπελ, τα κομμάτια της Νίνα Σιμόν, ο Λέοναρντ Κοέν, ο Τζόνι Κας και ο Μπομπ Ντίλαν, οι Jethro Tull και οι Stooges, ο απόηχος του καμπαρέ και του Κουρτ Βάιλ.
Ο Κέιβ της Στέγης –που μετά την Πάτι Σμιθ πρόσθεσε μια δεύτερη εμπειρία στις καλύτερες μουσικές παραστάσεις της σεζόν– ήταν ένας σταρ που περνούσε καλά με τους αθηναίους ακροατές του αφήνοντας ωστόσο να διαφανεί και μια υποψία του τραύματος. Εύθραυστος και ευάλωτος στα συναισθήματα που του επιφύλαξε η ζωή –η «ανάνηψη» από την περίοδο των ναρκωτικών, ο θάνατος του γιου του Αρθουρ–, αλλά και στο μάθημα υπομονής, διανθισμένο με θρησκευτικότητα.
Το χειροκρότημα της πλατείας και του εξώστη –ο οποίος συμμετείχε με επιφωνήματα στο «Balcony man», κατόπιν πρόσκλησης του τραγουδοποιού– τον έφερε πίσω στη σκηνή για τέσσερα τραγούδια μετά το «κανονικό» πρόγραμμα των 18 κομματιών. Και η βραδιά έκλεισε με το «Cosmic dancer» (T. Rex, 1971) και το αποχαιρετιστήριας διάθεσης «The carnival is over» (Nick Cave and the Bad Seeds, 1986: «Τώρα πέφτει της νύχτας ο μανδύας/ θα είναι αυτό το τελευταίο μας αντίο/ Αν και η γιορτή τελειώνει/ θα σ’ αγαπώ μέχρι να πεθάνω». Αμοιβαία τα αισθήματα, σαν να λέμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News